Στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας του κήπου κοιτάζοντας το μεγάλο πέτρινο σπίτι που έστεκε στο τέλος του μονοπατιού. Έκλεισε τα μάτια, κι ανέπνευσε απ'τη μύτη αργά και προσεκτικά προσπαθώντας να αναγνωρίσει τις μυρωδιές που πλέκονταν η μια με την άλλη. Ήταν ένα παιχνίδι που έπαιζε από παιδί όταν ερχόταν εδώ. Νωπό χώμα και κοπριά απ' το κήπο, σάπιο άχυρο και κομμένο ξύλο απ' την αποθήκη, μυρωδικά απ'τις γλάστρες στη σκάλα. Κάποιος είχε βάψει μια σιδερένια πόρτα στο υπόστεγο με λαδομπογιά.
ΤΗΣ ΝΥΣΤΑΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ...