Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2016

Ουαί τσοι ποθαμένοις

Μια φορά πέθανε αιφνιδίως ένας Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία και οι συγγενεις του κανόνισαν να έρθει η σωρός του στην Ελλάδα με τρένο. Αφού λοιπόν έμεινε 1 εβδομάδα στο νεκροτομείο ενός νοσοκομείου του Αννόβερου για νεκροψία κλπ, ο μεταστάς ξεκίνησε τη μακάβρια επστροφή στην πατρίδα. Λίγο έξω από την Αθήνα και ενώ είχε πια νυχτώσει, το τρένο πήρε με μεγάλη ταχύτητα μια στροφή με αποτέλεσμα να σπάσει ο ιμάντας που  συγκρατούσε  το φέρετρο , αυτό εκτινάχθηκε με ταχύτητα  κι έπεσε στην παράλληλη εθνική οδό όπου και διαλύθηκε ενώ το πτώμα του άτυχου ανθρώπου βρέθηκε ανάμεσα στα οχήματα που έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πέρασαν  από πάνω του με τη σειρά που αναφέρονται: ένα συρόμενο, ένα επικαθήμεν, τρία ζωεμπορικά, ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ Καρδίτσας, δυο του ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης, μια σκουπιδιάρα απ’τα Μέγαρα κι ένα βυτιοφόρο καυσίμων από το μενίδι. Αυτό το τελευταίο  έτρεχε τόσο πολύ ώστε ο νεκρός να πεταχτεί σε ύψος 15  μέτρων να σκάσει πάνω στην άσφαλτο όπου οπωσδήποτε θα έκανε μια

Εβίβα!

Οι ετερόκλητοι φίλοι του τον αποκαλούσαμε "πατέρα", όχι μόνο λόγω ηλικίας αλλά κι επειδή πάντα ήταν βαρύς, σοβαρός και μετρημένος. Ακόμα και στο πιο άγριο πιόμα, οι κουβέντες λίγες και καθαρές, το βλέμμα και το βήμα σταθερά, οι κινήσεις συγκρατημένες και ράθυμες.  Είχε βέβαια ένα ελαφρύ τικ του ώμου,  που κατά περίεργο τρόπο ήταν γοητευτικό· σαν απομεινάρι από παλιό τραύμα. Ντυμένος πάντα στην τρίχα, σκούρο σακάκι με χρυσά κουμπιά, ασορτί παντελόνι, καλογυαλισμένα παπούτσια. Μύριζε σαπούνι, ακριβή κολώνια και  καπνό. Το τσιγάρο μόνιμα στο ένα χέρι και το ποτήρι στο άλλο, ακόμα και μετά από το πολλαπλό by-pass στην καρδιά. Ένας σοβαρός Λάμπρος Κωνσταντάρας.  Το πρώτο βράδυ που πήγα στην Αθήνα με πήρε για νυχτερινή αναγνωριστική. "Για να σου γνωρίσω μερικούς άρχοντες της νύχτας" μου είπε με επισημότητα. Σ' εκείνο το μπαρ της Κατεχάκη αντί για μαφιόζους συστήθηκα με κάτι συνταξιούχους λεβεντόγερους της ιδίας πάστας, που έπιναν αργά το ουΐσκυ του

Η δεύτερη φορά που κάπνισα

Το σχέδιο ήταν πραγματικά ιδιοφυές! Όπως εξήγησα στα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας που αποτελούνταν από παιδιά του δημοτικού, όπως κι εγω τότε, δεν ήταν δύσκολο να βρούμε τσιγάρα. Μου'χαν βλέπεις εμπιστοσύνη· εγώ ήμουν σχεδόν τελειόφοιτος, στην Πέμπτη πήγαινα. Δε μπορεί, ως μεγαλύτερος κάτι περισσότερο ήξερα. Ήταν απλό: ο μόνος ασφαλής τρόπος ν'αγοράσουμε τσιγάρα από το μαγαζί των γονιών μου δεν ήταν άλλος από το να παραστήσουμε ότι τα θέλαμε για λογαριασμό ενός μεγαλύτερου! Έτσι λοιπόν, αφού είχα φροντίσει με περίσσια μαεστρία να βουτήξω ένα δεκάρικο από το "σέρμα" του καταστήματος, επέστρεψα στον τόπο του εγκλήματος καμαρωτός για να το ολοκληρώσω και αφήνοντας αδιάφορα το νόμισμα στο "τεζιάκι" είπα τση μάνας μου με αξιοθαύμαστη φυσικότητα:Ο Στρατής ο Κατσανέβας μ'έστειλε να του πάρω τσιγάρα" και πήρα ένα Εφτάρι Φίλτρο από το ράφι. Όχι ότι με ρώτησε, άλλωστε συνήθιζαν οι καπνιστές του χωριού να στέλνουν το γυιό του προμηθευτή τους να τους προσ

Νυχτερινή πτήση

To μπαρ του Σωτήρη στην Αγίου Μελετίου  ήταν σχεδόν πάντα άδειο  τέτοια ώρα, γιατί οι πότες μαζεύονταν αργότερα, αλλά εκείνο το βράδυ η παρέα μας ξέπεσε από τις 10. Κουτσοπίναμε πειράζοντας τον DJ που έπαιζε κάτι παλιές ροκανες, Γρηγόρη τον έλεγαν. "Πετρολούκα παίζεις;" τον ρώτησε ο Γιώργος γελώντας. "Μήπως θες να σου ρίξω και καμμιά συκωταριά στα κάρβουνα να γουστάρεις ρε πετροκούναβο΄" απάντησε ο άλλος πειραγμένος. "Άντε ρε λαμόγιο που βάζεις τσατζίκι στην πίτσα για να τη φας, γίδι κουδουνάτο" "Από πότε ξέρετε την πίτσα στο Αγρίνιο ρε ζαγάρια;" "Από τότε που μάθατε τους Dire Straits στην Άρτα ρε μαλιομαλάκα". "Άντε ρε ηλίθιε ν'αλατίσεις καμμιά παστή ρέγκα, σαχλαμάρα πολυτελείας" Ο πόλεμος φιλοφρονήσεων θα συνεχιζοταν για πολύ ακόμα, αλλά έλα που τελείωσε το Sultans of Swing κι o Γρηγόρης από τη σύγχιση δεν είχε διαλέξει το επόμενο κομμάτι. Εκνευρισμένος αντί να πιάσει κανένα cd,