Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2017

Σταύρος

Ένα μπλε Ηonda-SS 50,τζιν παντελόνι καμπάνα.Γυαλιά καθρέφτες.Η πρώτη σου συνάντησή με τη γυναίκα σου που έτρωγε μια άσπρη πάστα στο καφενείο του Αναστάση στο Ρέθυμνο, εκεί που έφευγαν παλιά τα λεωφορεία για το χωριό.Ένα Hyundai αγροτικό κόκκινο χρώμα. Το ξυλουργείο απέναντι από την Παναγία στο δρυ. Μυρωδιά από ιδρώτα και πληγωμένο ξύλο. Ο θόρυβος της πλάνιας και της πριονοκορδέλας. Το χέρι σου ξερό και αδρό σαν κούτσουρο, η χειραψία σύντομη, σφιχτή και σταθερή. Αντρίκεια αλλ ά όχι ανοίκεια.. "Γεια σου Κωστάκι" έλεγες πάντα. Πάντα ήσουν κουρασμένος. Ποτέ κακόκεφος. Μόνο κουρασμένος, Ήθελα να σου πω ότι πέρσι που ήρθα στο χωριό είδα στο πρόσωπο του γιου σου το καθαρό σου βλέμα. Μιλήσαμε για λίγο. Καλή δουλειά έκαμες. Μπράβο . Αυτό ήθελα να σου πω αλλά δεν πρόλαβα. Δεν πρόλαβες. Αν είναι όπως τα λέγανε οι γράδες φίλε, θα ξαναβρεθούμε κάποτε. "Γεια σου Κωστάκι" θα μου πεις και θα μου σφίξεις το χέρι. Εγώ δε θα πω τίποτα. Θα σου κάνω πάλι τράκα ένα τζιγά

Αααααααααααααααααα !

"Θεέ μου τη δεύτερη φορά που θα `ρθω για να ζήσω όσο η καρδιά κι αν λαχταρά δε θα ξαναγαπήσω” Ο Μιχάλης, ο Δημοσθένης και ο Ηρακλής. Τους περίμενα στη γωνία και τους τρεις· δε μπορεί σκεφτόμουν, θα πέσουν κι αυτοί στην παγίδα που έχει στήσει ο Λοΐζος σε όλους τους “καζαντζιδίστας”. Βλέπετε η φαινομενικά απλή μελωδία σε ξεγελά, κι όταν πια καταλάβεις ότι μετά την κατηφόρα όπου τα έχεις δώσει όλα, έρχεται η απότομη αριστερή στροφή, είναι πολύ αργά πλέον και πέφτεις με φόρα πάνω σ’εκείνο το “λαχταράάάάάά” για να βυθιστείς θριαμβευτικά μέσα σε στην παράφωνη κολλώδη λάσπη όπου το “ααααααααα” χάνει την ικμάδα και το μελοδραματισμό του και μετατρέπεται σε ένα βραχνό κοκόρισμα που φέρνει γέλιο και βήχα. Πόσο έξω είχα πέσει! Εκείνοι με άνεση, πάτησαν σταθερά στη μελωδία, απόλυτα συγχρονισμένοι και οι τρεις χωρίς να τους φύγει ούτε μισό ημιτόνιο. Μόλις τέλειωσαν ο Δημοσσθένης μου έκλεισε το μάτι με νόημα. Όχι που θα στη χαρίζαμε ρε μαλάκα. Τι μας πέρασες; Σήκωσα το

Κεντραριστεροεκλογικόν

Ψηφίσετε-ψηφίσετε το κόμμα υποστηρίξτε γιατί σε τούτο τον ντουνιά πάντα κορόιδα είστε Δώστε του πασοκ να φάει εσαεί να σας πηδάει εσαεί να σας πηδάει δώστε του πασοκ να φάει Όσοι έκλεψαν πολλά λεφτά πάντα θα σε γλεντούνε κι αφού μαζί τα φάγατε, πλέρωνε θα σου πούνε. Τούτη η γης που την πατούμε ξεπουλήθηκε να πούμε ξεπουλήθηκε να πούμε Τούτη η γης που την πατούμε Ψηφίσετε - ψηφίσετε τρίευρα μη λυπάστε σα σκύλοι να δουλεύετε πάντα σκλαβάκια να 'στε Δώστε του πασοκ να φάει εσαεί να σας πηδάει εσαεί να σας πηδάει δώστε του πασοκ να φάει  

Έξοδος

--> Ο Θεός κοίταξε με οδύνη το ζεύγος των πρωτόπλαστων καθώς διέσχιζαν με βαριά και αβέβαια βήματα την πύλη του Παραδείσου. Ο πόνος του ήταν βέβαια άσχετος με το γεγονός της Εξόδου. Σκέφτηκε πως ήταν πράγματι σωστή ιδέα να ενσαρκωθεί στο ναυαγισμένο σώμα αυτού του ασπρομάλλη γέρου που υπέφερε από αρθριτικά, δισκοπάθεια, δυσπεψία, υπερταση, κνησμό, συχνουρία και όλα τα κακά που σέρνει ένα γέρικο ανθρώπινο σκαρί. Η πρόσκαιρη αυτή ταλαιπωρία τον βοηθούσε να παίξει το ρόλο του απογοητευμένου Πατέρα σ’αυτήν τη δραματική περίσταση. Στην πραγματικότητα ήταν περήφανος για τα δίποδα κατασκευάσματά του: επιτέλους έφτιαξε κάτι σωστό, και αυτό δεν ήταν άλλο από δυο πλάσματα που ήταν αρκετά σοφά ώστε να πράξουν ένα σοβαρό λάθος. Είχε βαρεθεί να βλέπει τόση τελειότητα στο σύμπαν, το οποίο συμπεριφερόταν με ακρίβεια μηχανής, πάντοτε αυστηρά προβλέψιμο, πάντοτε απελπιστικά κοινότυπο. Ο Άγγελος δίπλα του με την πύρινη λόγχη περίμενε ένα νεύμα του για να ψήσει τα αμαρτωλά παιδιά του σε

Άνθρωποι

Ιούλιος 2014. Το μικρό αγοράκι που καθόταν μαζί με τη μαμά του στο καφέ, σηκώθηκε, πήγε στο απέναντι τραπέζι όπου βρισκόταν το υπερήλικο ζεύγος, αγκάλιασε το γέρο άντρα και ακούμπησε το μάγουλό του στον ώμο του. Εκείνος ανέκφραστος και σοβαρός του χάιδεψε τα μαλλιά με προσοχή, σα να φοβόταν μη χαλάσουν. Αυτό κράτησε λίγα δευτερόλεπτα, ύστερα ο πιτσιρίκος επέστρεψε στη μαμά του, ο κύριος Γιάννης στην εφημεριδα του και όλα επανήλθαν στη συνηθισμένη ραθυμία ενός καλοκαιρινού μεσ ημεριού γεμάτου ζέστη και πλήξη. Το ξέρεις το παιδάκι κύριε Γιάννη; Ρώτησα. Σήκωσε τα μάτια ψιλοεκνευρισμένος. Όχι, θα έπρεπε; Την ίδια περίπου στιγμή πρόλαβα ν'ακούσω τη μαμά του παιδιού να θέτει κάπως ενοχλημένη ένα παρόμοιο ερώτημα στο βλαστάρι της: Τον ξέρεις τον ξένο κύριο αγάπη μου; Όχι μαμά. Τότε γιατί πήγες και τον αγκάλιασες; Γιατί μαμά δεν είναι ξένος αλλά γέρος     Γεννιόμαστε άγγελοι και ίσως και να πεθαίνουμε άγγελοι. Στο ενδιάμεσο είναι που τα κάνουμε σκατά.

Ο Ζίγκυ έγινε stardust

Γιατί είσαι λυπημένος; ρώτησαν με ενδιαφέρον προσποιητό. Έχασα τη γάτα μου απάντησα συντριμμένος. Έλα καημένε, πως κάνεις έτσι; δε μπορεί, μια γάτα σαν ΄λες τις άλλες γάτες θα 'ταν. Μην ταράζεστε, φίλτατοι· και η λύπη μου δεν είναι κάτι ξεχωριστό, σαν όλες τις άλλες λύπες είναι.

Τα λουλούδια που άνθιζαν το σούρουπο

Όταν αναγουλιάζω από την τρικυμία, πιάνω λιμάνι με μια παιδική ανάμνηση: Τη γιαγιά μου στην Ασή - Γωνιά και τη μάνα μου να κάθονται σ'ένα πεζούλι μαζί με 2-3 γράδες γειτόνισσες. Οι κουβέντες θηλυκές, γήινες και νοικοκυρίστικες. Χόρτα του βουνού, ομανίτες, πλεχτά, κεντήματα, φαντά, φουρνιστό ψωμί, καταπλάσματα, σιώπατα παπούτσια. Γράμματα ξενιτεμένων, ασπρόμαυρες ταινίες (ήντα πλάκα έχει εκεινοσές ο Βέγγος!), συνταγές για κοκκινιστά, αποξηραμένα βότανα, παστά που στέγνωναν στο κατώι δίπλα στα βαρέλια του κρασιού. Ιστορίες από τα παλιά με γαργαλιστικές λεπτομέρειες (με τα αναγκαία όρια που έβαζε βέβαια η παρουσία του ανηλίκου) και που έκαναν τις καλές εκείνες σουσουράδες να γελουρίζουν σαν μικρά κοριτσάκια. Οι νεκροί δεν είχαν θέση εκεί. Μόνο για λόγους πλοκής μια απλή αναφορά κι ένα σταυροκόπημα κι ύστερα στάση για να προλάβει να φύγει το φάντασμα και να επιστρέψει το τιτίβισμα, το γελούρισμα κι ύστερα  πάλι τα παρόντα, τα μικρά, τα τόσο σπουδαία. Έβλεπα τα μαραμένα πρόσωπα να

Μαύρη Παλίροια (Kuro Siwo)

Ρέθυμνο, αρχές της δεκαετίας του 80. Το εστιατόριο "Τα βαλκάνια" απέναντι από το Δημοτικό Κήπο ήταν γεμάτο όπως κάθε απόγευμα με κάθε λογής πειναλέους: εργένηδες, εργάτες, δημόσιους υπαλλήλους, φοιτητές, μαγαζάτορες και λίγους μαθητές του Γυμνασίου όπως του λόγου μου. Στη Λεωφόρο Κουντουριώτη πήγαιναν κι έρχονταν φορτηγά, μηχανάκια, λεωφορεία, αγροτικά, ταξί, σκαφτικά και ΙΧ καθώς η μικρή πόλη έβαζε τα δυνατά της να γίνει κι εκείνη υπερδραστήρια, βρώμικη και θορυβώδης. Έβρισκα αταίριαστο το όνομα του φαγάδικου, και από μέσα μου το είχα ξανα-βαφτίσει: "Τα δυο μουστάκια". Ο ένας μουστάκιας, ομορφάντρας, σοβαρός και λιγομίλητος πίσω από το μεγάλο μπεν μαρί με τα θαμπά από τους υδρατμούς τζάμια, γέμιζε μεγάλες μερίδες για κουρασμένους στα πιάτα. Κι ο άλλος, ο κοντός με τη φαλάκρα, αλέγκρος, αεικίνητος και καλαμπουριτζής, τα βούταγε και τα 'βαζε στη σειρά να περιμένουν δίπλα στο παράξενο μαραφέτι που έφερε τον διαστημικό για την εποχή τίτλο "φούρνος μικροκ

Γράμμα σ'ένα παιδί που δε μεγάλωσε ποτέ

Θα πάμε στου Πέτρου να ψήσουμε πανσέτες και να πιούμε μπύρες. Θα σου κάνω πάλι τράκα τσιγάρα με τη μόνιμη δικαιολογία πως καπνίζω μόνο βράδυ και γι' αυτό δεν έχω δικά μου. Και θ'αναρωτιέσαι πάλι πως το κάνεις αυτό ρε μαλάκα, ατσίγαρος όλη μέρα και τσιμινιέρα μόλις σκοτεινιάσει. Την Παρασκευή (μια Παρασκευή) όπως σου υποσχέθηκα θα πάμε σε κείνη την κρητική ταβέρνα. Εσείς  θα πίνετε μαρουβά κι εγώ τσικουδιά. Η Άννα θα σε λοξοκοιτάζει πίνοντας μπύρα. Μια μέρα θα σας καλέσω και στο σπίτι για πιλάφι και καλτσούνια. Εσύ θα με κοροϊδεύεις την ώρα που θα ιδρώνω πάνω από τη ζύμη και τη μυζήθρα κι εγώ θα σε κράζω που θα φας δυο ολόκληρες τηγανιές μοναχός σου. Να δεις που θα τελειώσουν γρήγορα οι μπύρες. Θα πεταχτείς  να πάρεις μερικές παγωμένες; Θα στείλουμε τον Αλέξανδρο να φέρει παγωτό. Μια καθημερινή θα την κοπανίσω πάλι απ'τη δουλειά και θα πάμε για ψαρομεζέ στην παραλία. Θα 'ρθει κι ο Κωστής. Θα πέσει πολύ κουτσομπολιό. Θα πούμε για όλους, θα πιούμε για όλους
Μου θύμιζε  Σαρλώ: Σακκουλιασμένο παντελόνι που ήταν κάποτε μαύρο μα τώρα είχε το χρώμα της στάχτης. Στους ίδιους ξεβαμμένους τόνους, το σακκάκι με τα μανίκια που του έπεφταν κοντά, τσαλακωμένο πουκάμισο και τα σκονισμένα χοντροπάπουτσα. Αδύνατος, με σγουρά γκρίζα μαλλιά, άτακτα πυκνά φρύδια και κοντομούστακο που είχε πάρει το κίτρινο της νικοτίνης - ίδιο με τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού.  Μάγουλα βαθουλωμένα, βλέμμα πράο κι ήσυχο σαν του αρνιού. Τον έβλεπα να περπατά τρεκλίζοντας τύφλα από την τσικουδιά, το χύμα κονιάκ και το κακό ούζο. Γύρναγε απ'το πρωΐ στα καφενεία και ρούφαγε ότι έβρισκε, ακόμα και λεμονάδες όταν δεν του σέρβιραν αλκοόλ. - Γιάντα γιαγιά πίνει ο Νικολής; ρώταγα την παντογνώστρια γιαγιά - Μαριάννα. Τη Λωξάντρα μου.  - Οντέν επήγε στον πόλεμο το 40, αρρώστησε βαργιά από φυματίωση - Παναγία μου μπρόφταξε το κοπέλλι μου, σταυροκοπήθηκε, και του 'πανε στο νοσοκομείο οι γιατροί  ότι δε μπορούνε να του κάμουνε πράμα κι ότι θα ποθάνει σ' έξε μήνες.

Ράδιον εστί

Ρέθυμνο 1992. Ο Γιάννης ο Μανουσάκης μόλις είχε τελείωσει άλλη μια λεπτοδουλεμένη εκπομπή του στον Team Fm. "Τραγούδια για φίλους". Λιτός λόγος, διαλεχτή μουσική. Είχε πολλά να πει ο Γιάννης στους φίλους αλλά άφηνε τα τραγούδια να τα πούνε "αντ'αυτού". Την κένταγε την εκπομπή κομμάτι - κομμάτι, την προετοίμαζε μέρες ολόκληρες. Κι αυτό που έβγαινε έμοιαζε με λειτουργεία. Αρμονική. Μετά την αποφώνηση πήγαμε γαι πίτσα στην παραλία. Ρε Γιάννη του λέω, λες να μ'αφήσουνε να κάμω κι εγώ εκπομπή; Γιατί όχι; αποκρίθηκε, πές το του Αλέκου, διευθυντής είναι σε ξέρει, δε νομίζω να στ'αρνηθεί. Από το ζόρε μου κατάπια το τελευταίο κομμάτι της πίτσας αμάσητο και πήγα στο Cecilia. Το καλύτερο μπαρ του κόσμου (μαζί με το Metropolis) ήταν στο Ρέθυμνο. Ο Βασιλιάς Αλέκος κέρναγε μουσική και σφηνάκια. Πως να του το πω τώρα, αναρωτήθηκα αγχωμένος. Ήπια κάμποσα για να πάρω θάρρος και ξάφνου το ξεστόμισα απνευστί: τι λες ρε Αλέκο, μπορώ να κάμω εκπομπή στον Team Fm; Παρέλυ
Κρύο. Ο θόρυβος του καυστήρα που προσπαθεί να με ζεστάνει είναι ίδιος με το βρούχος του ελαιοτριβείου που υπήρχε κάποτε απέναντι από το πατρικό μου. Ίδιος Χειμώνας σαν τούτον εδώ, απειλητικός και δυσοίωνος αλλά μας παρηγορούσε η βεντέμα και το εργοστάσιο δούλευε με μάνητα μέχρι αργά. Κοιμόμουνα και ξύπναγα με τη βαριά ανάσα του μύλου που άλεθε το φαιοπράσινο χρυσάφι. Ο πιο καθησυχαστικός ήχος της ζωής μου· προστατευτικός και δυνατός με διαβεβαιώνει ότι όλα θα πάνε καλά. Η πέ τρα που κυλάει μακάρια λιώνει τον καρπό που συγκεντρώθηκε με κόπο και βγάζει τον πολύτιμο πολτό που το στίβουν τα υπομονετικά πιεστήρια. Στο τέλος ο διαχωριστήρας το λυτρώνει από κάθε βδελυρό στέλνοντας το δύσοσμο περίττωμα σ' ένα αυλάκι που ταξιδεύει μέχρι το ποτάμι ενώ από την άλλη γεμίζει τα δοχεία με υγρή, παχύρευστη Ζωή. Ο Παυλής ο Χαροκόπος, γυαλίζει από τον ιδρώτα και το ελαιόλαδο νύχτα μέρα. Όλα θα πάνε καλά. Δυνατά μπράτσα και ρωμαλαίες μέσες δουλεύουν ακούραστα σα να μοιράζονται τ
- Χρηστούλα σε λένε; Παράξενο όνομα για γυναίκα. - Ναι. Μου το χάρισε ο μεγάλος αδερφός μου. - Τι πα να πει "στο χάρισε"; - Αγνοούμενος από το '74. Με βάφτισαν έτσι για να τον θυμούνται. Ο πατέρας μου έλεγε ότι ο Χρηστάκης πριν φύγει μου άφησε για δώρο τ'όνομά του. Αυτό μόνο έμεινε από εκείνον, το όνομα και μια ασπρόμαυρη φωτογραφία σε κορνίζα από ταρταρούγα.

Ο Νίκος και το καταραμένο δεκάρικο

1979. Από νωρίς το απόγευμα ένα παρδαλό αυτοκίνητο κατέφτασε στο χωριό, μια μικρή κλούβα με ζωγραφισμένες στο πλάι φιγούρες του Καραγκιόζη, του Χατζηαβάτη και του μπάρμπα-Γιώργου. Η ντουντούκα στην οροφή του οχήματος διαλαλούσε χαρμόσυνα με βραχνή καραγκιοζοφωνή: «Ακούσατε - ακούσατε, απόψε το βράδυ στις 8 στο καφενείο του Κατσαντρέ στο «Λιβάδι» η μεγαλειώδης παράσταση ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι!. Είσοδος μόνο 10 δραχμές!». Τω καιρώ εκείνω που η ασπρόμαυρη τη λεόραση έπιανε με το ζόρι τα δυο κανάλια (τι μαρτύριο να βλέπεις την ελληνική ταινία του Σαββάτου με χιόνια και τζαγκρουνίσματα), ήταν ασύλληπτη η χαρά μας για τα πλανόδια θεάματα. 10 δραχμές· όσο έκανε ένα καρβέλι ψωμί ή ένα Άσσο Φίλτρο! Ήταν σίγουρα ένα μεγάλο γεγονός τόσο για την πιτσιρικαρία, εμάς, όσο και για τον καφετζή. Βλέπετε η συμφωνία ήταν σαφής, ξεκάθαρη και συμφέρουσα για όλους: ο καραγκιοζοπαίχτης θα καρπωνόταν μια φούχτα δεκάρικα ,ο μπαμπάς μου τα έσοδα από τα αναψυκτικά, τον πασα

Κοτόπουλο με μπάμιες Φραγκφούρτης

--> Γερμανία. Rüsselsheim am Main. Στο σπίτι του Κωστή του Μέτζου μαζευτήκαμε για να φάμε. Ο Δημήτρης από τα Μυριοκέφαλα με διαβεβαίωσε ότι “δεν αξίζει να βρεθείς εδώ αν δε σου τηγανίσει ο Κωστής πατάτες”. Να ‘φταιγε το αγιοκωνσταντιανό λάδι που γέμιζε το τηγάνι μέχρι τα χείλια του σκεύους, να ‘φταιγε η ποικιλία των “pomes” που είχε λιγότερο άμυλο, μήπως το αργό τηγάνισμα στο γκάζι ή ήταν απλώς η νοσταλγία της πατρίδας που δικαίωσε την υπόσχεση του φίλου; Το θέμα ήταν ότι πράγματι δοκίμασα την ωραιώτερη τηγανιτή πατάτα της ζωής μου. Τη συνοδέψαμε με γερμανική ψευτόμπυρα σε κάτι κοντόχοντρα μπουκαλάκια. Ήμουνα με έναν κύπριο συνάδελφο που είχε πάθει πλάκα με το πόσους συχωριανούς, συγγενείς και φίλους  είχα στην Φραγκφούρτη. (Εδώ που τα λέμε κι ο διευθυντής της εταιρίας που δουλεύαμε ήταν παιδικός μου φίλος αλλά αυτό είναι άλλη διήγηση). Μέχρι και σε μνημόσυνο τον είχα πάει – σε μια εκκλησία Ευαγγελιστών που κάθε Κυριακή μεταμφιεζόταν σε ορθόδοξη 8 με 10 το πρωΐ.