Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ράδιον εστί

Ρέθυμνο 1992. Ο Γιάννης ο Μανουσάκης μόλις είχε τελείωσει άλλη μια λεπτοδουλεμένη εκπομπή του στον Team Fm. "Τραγούδια για φίλους". Λιτός λόγος, διαλεχτή μουσική. Είχε πολλά να πει ο Γιάννης στους φίλους αλλά άφηνε τα τραγούδια να τα πούνε "αντ'αυτού".
Την κένταγε την εκπομπή κομμάτι - κομμάτι, την προετοίμαζε μέρες ολόκληρες. Κι αυτό που έβγαινε έμοιαζε με λειτουργεία. Αρμονική.
Μετά την αποφώνηση πήγαμε γαι πίτσα στην παραλία. Ρε Γιάννη του λέω, λες να μ'αφήσουνε να κάμω κι εγώ εκπομπή; Γιατί όχι; αποκρίθηκε, πές το του Αλέκου, διευθυντής είναι σε ξέρει, δε νομίζω να στ'αρνηθεί. Από το ζόρε μου κατάπια το τελευταίο κομμάτι της πίτσας αμάσητο και πήγα στο Cecilia. Το καλύτερο μπαρ του κόσμου (μαζί με το Metropolis) ήταν στο Ρέθυμνο. Ο Βασιλιάς Αλέκος κέρναγε μουσική και σφηνάκια. Πως να του το πω τώρα, αναρωτήθηκα αγχωμένος. Ήπια κάμποσα για να πάρω θάρρος και ξάφνου το ξεστόμισα απνευστί: τι λες ρε Αλέκο, μπορώ να κάμω εκπομπή στον Team Fm; Παρέλυσα, είχα ταχυκαρδία στηθάγχη και δύσπνοια. Έπρεπε να είχα πιεί λίγο ακόμη σκέφτηκα.
Ο Αλέκος είχε για κάθε περίπτωση κι ένα διαφορετικο βλέμα: κοροϊδευτικό, τρυφερό, λάγνο, σκεπτικό, ειρωνικό, χαρούμενο, ανυπόμονο, φουρκισμένο, καταφατικό κλπ.
Εκείνο το βράδυ ανακάλυψα και το κιμπάρικο: ναι ρε μαλάκα!
Είπε ναι, είπε ναι, είπε ναι!!! Πριν προλάβει να το μετανιώσει είχα φύγει σφαίρα, πήρα το αμάξι και απογειώθηκα σαν πύραυλος μέχρι τον Τίμιο Σταυρό που ήταν το studio.
Ο σταθμός μετά τις 12 έπαιζε 2ωρες κασέτες με κάτι ωραίες εκπομπές του Άλκη Καζούλη, του Γιάνη του Κούνουπα και άλλων παραγωγών. Κατέβασα τη φέτα της κασέτας, έβαλα το σήμα του σταθμού και βγήκα στον αέρα.
Ξεκίνησα με το "Ίσως φταίνε τα φεγγάρια", συνέχισα με το "Ο έρωτας της Κυριακής" και μετά με κάτι από Γαλάνη που δεν το θυμάμαι, γιατί εκείνη την ώρα συνειδητοποίησα ότι ξεκίνησα εκπομπή εν θερμώ, χωρίς σχέδιο και χωρίς να ξέρω τι να πω στο μικρόφωνο.
Γιατί κάτι έπρεπε να πω ρε γαμώτη, ποιός είμαι, τι κάνω, ποιό κομμάτι παίζει, τι θα παίξει μετά και τέτοια. Κόλλησα. Δε γαμιέται, θα αυτοσχεδιάσω, καλησπέρα είναι η εκπομπή χωρίς όνομα με τον Κωνσταντίνο (με το τρακ που είχα που να προσθέσω και το δυσπρόφερτο Κατσανδρεδάκης). Ωραία λέω, αυτή ήταν η καριέρα σου στα Ρεθυμνιώτικα ερτζιανά, τρια τραγούδια και μια τρεμάμενη εκφώνηση. Τώρα, αποφώνηση, αποχαιρετισμός και γρήγορα πριν ξεφτιλιστώ περαιτέρω, σκέφτηκα και έπιασα το δίσκο με το σήμα του σταθμού για να δώσω τέλος στο ραδιοφωνικό μου ψυχόδραμα. Ντριιιιιιιν, χτυπά το τηλέφωνο του σταθμού (51561). Να τα μας λέω, κανένας εκνευρισμενος ακροατής θα με γαμοσταυρίσει που διέκοψα τη τζαζ του Κούνουπα για τις μαλακίες μου. Εμπρός, απάντησα, έτοιμος να λουστώ την κατσάδα.
Έλα, ο Παντελής είμαι (η προεδράρα του σταθμού). Καλά το πας ρε μαλάκα, συνέχισε,μπράβο. Έχετε δει κάτι έργα που ο ήρωας βρίσκεται μπροστά στην κάνη ενός όπλου και ετοιμάζεται να αποχαιρετίσει τα εγκόσμια με ανατιναγμένο κρανίο αλλά ξαφνικά μπαίνει κάποιος και τον γλιτώνει σκοτώνοντας τον κακό; Ε, αυτος ήταν ο Παντελής, που με τρεις κουβέντες με γλίτωσε από το θανατικό μου.
Τον ευχαρίστησα κι αντί για το σήμα της αποφώνησης έβαλα Χατζιδάκη:

Σταμάτα Παντελή το γλεντοκόπι
δεν είναι πια στο χέρι σου οι ανθρώποι.
Κατάπιε τη στερνή σου τη μπουκιά
σε λίγο θ’ ακουστεί κι η ντουφεκιά.

Οι πιο μεστές στιγμές της ζωής μου είναι ραδιοφωνικές. Τις χρωστάω όλες στο Γιάννη, στον Αλέκο και στον Παντελή. Ο ένας μου δωσε το παράδειγμα, ο δεύτερος την ευκαιρία και ο τρίτος το φιλικό χτύπημα στον ώμο.
Φυσικά τους πρόδωσα και τους τρεις αφού δεν έγινα, ούτε και πρόκειται να γίνω ποτέ ραδιοφωνικός παραγωγός της προκοπής.

Είμαι όμως ένας φανατικός, ευτυχής και ευγνώμων ραδιοφωνατζής.














Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

  Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση … Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.   Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα! Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -           Ούτε. -           Ε τότε; -           Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθε

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο