Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γράμμα σ'ένα παιδί που δε μεγάλωσε ποτέ

Θα πάμε στου Πέτρου να ψήσουμε πανσέτες και να πιούμε μπύρες. Θα σου κάνω πάλι τράκα τσιγάρα με τη μόνιμη δικαιολογία πως καπνίζω μόνο βράδυ και γι' αυτό δεν έχω δικά μου. Και θ'αναρωτιέσαι πάλι πως το κάνεις αυτό ρε μαλάκα, ατσίγαρος όλη μέρα και τσιμινιέρα μόλις σκοτεινιάσει. Την Παρασκευή (μια Παρασκευή) όπως σου υποσχέθηκα θα πάμε σε κείνη την κρητική ταβέρνα. Εσείς  θα πίνετε μαρουβά κι εγώ τσικουδιά. Η Άννα θα σε λοξοκοιτάζει πίνοντας μπύρα. Μια μέρα θα σας καλέσω και στο σπίτι για πιλάφι και καλτσούνια. Εσύ θα με κοροϊδεύεις την ώρα που θα ιδρώνω πάνω από τη ζύμη και τη μυζήθρα κι εγώ θα σε κράζω που θα φας δυο ολόκληρες τηγανιές μοναχός σου. Να δεις που θα τελειώσουν γρήγορα οι μπύρες. Θα πεταχτείς  να πάρεις μερικές παγωμένες; Θα στείλουμε τον Αλέξανδρο να φέρει παγωτό. Μια καθημερινή θα την κοπανίσω πάλι απ'τη δουλειά και θα πάμε για ψαρομεζέ στην παραλία. Θα 'ρθει κι ο Κωστής. Θα πέσει πολύ κουτσομπολιό. Θα πούμε για όλους, θα πιούμε για όλους. Θα πίνουμε  Βαγγέλη και θα γελάμε με την ανοησία των κατά φαντασίαν αθανάτων που νομίζουν ότι το μέλλον έρχεται, των κατ'εξακολούθηση θλιμμένων που ξέρουν ότι δεν υπάρχει μέλλον, των κατά συρροή αμετανόητων που δεν το σκέφτονται καν. Κάποια μέρα θ'απωλέσουμε κι εμείς το μέλλον μας ρε φίλε. Έως τότε θα κωπηλατούμε στο γαμημένο παρόν μας χωρίς εσένα.
Αντίο Βαγγέλη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

  Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση … Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.   Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα! Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -           Ούτε. -           Ε τότε; -           Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθε