Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2018

Ονειρορφάνια

Καθώς μεγαλώνουμε εγκαταλείπουμε ένα-ένα τα παιδικά μας όνειρα. Κι εκείνα, καθώς απομακρυνόμαστε βιαστικοί και πολυάσχολοι, στέκουν και κοιτούν με λύπη τα παιδιά που ανάθρεψαν και που τώρα θα μείνουν ορφανά.  ( Photo: "Child Dreams" του Gottfried Helnwein )

Ένας Σαξοφωνίστας Από την Κούβα

Τον γνώρισα στην Αβάνα. Όχι της Κούβας αλλά του Ψυχικού. Γεννήθηκε στην Αβάνα. Όχι του Ψυχικού αλλά της Κούβας. Τον λένε Ανάρντο. Μαύρος, ωραίος, ευθυτενής, λεπτός και μυώδης σαν κάτι ανδριάντες που βλέπεις σε μουσεία. Κρατούσε μια θήκη σαξοφώνου. “Τι μουσική παίζεις”; ρώτησα. “Paco de Lucia κυρίως» αποκρίθηκε. « Paco de Lucia στο σαξόφωνο»; Γέλασα, «πώς κι έτσι»; «Ξεκίνησα να παίζω κιθάρα μικρός, έτσι έγινε. Μας έστελναν τότε από τη Ρωσία, ανάμεσα στα άλλα είδη και κάτι χοντροκομένες κιθάρες, με χορδές ατσάλινες, σκληρές που μας έτρωγαν τα δάκτυλα. Ο πατέρας μου έφερε μια, αλλά εγώ τότε σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο κάτι άλλο και δεν ήξερα μουσική. Πήγα σε έναν καθηγητή μου που είχα ακούσει ότι έπαιζε ερασιτεχνικά σε ορχήστρα σε “social-club” και του ζήτησα να μου μάθει. Μου είπε ότι έπρεπε να κάνουμε μαθήματα κάθε εβδομάδα. Εγώ απάντησα ότι δεν είχα χρόνο γιατί διάβαζα για το Πανεπιστήμιο. Έτσι μου έδειξε 5 συγχορδίες. Μαγεύτηκα. Όταν δεν είχα άλλη δουλειά κλεινόμουνα σπί

Αρχαία ελληνική γλώσσα: Μύθοι και μυθοποίηση.

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ Λίγα λόγια πρώτα για τους όρους «μύθοι» και «μυθοποίηση», οι οποίοι επιβάλλονται διά του τίτλου εδώ στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Εξαρχής θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η περί αρχαίας ελληνικής γλώσσας μυθολογία θα μπορούσε, σχηματικά πάντοτε, να μοιραστεί σε τέσσερις εποχές: αρχαιότητα, βυζάντιο, τουρκοκρατία, νέος ελληνισμός. Για ευνόητους λόγους θα επιμείνω στην πρώτη εποχή. Στον ευρύτερο χώρο της αρχαιογνωσίας, ειδικότερα στην περιοχή της ιστορίας των ιδεών, η λέξη «μύθος» χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται λίγο πολύ ως συμπληρωματικός και μάλλον αντίθετος όρος των λέξεων «λόγος» και «σκέψη». Η προηγούμενη διάκριση υπονοεί δύο διακεκριμένα (όχι κατ' ανάγκην και διαδοχικά) συστήματα έκφρασης και επικοινωνίας στον αρχαιοελληνικό κόσμο ­ πρώιμο, ακμαίο, όψιμο: παραδοσιακό και συλλογικό το ένα, εξατομικευμένο και κατά κάποιον τρόπο νεοτερικό το άλλο· αλληγορικό το πρώτο, κυριολεκτικό το δεύτερο· φαντασιακό το προηγούμενο, εξορθολογισμένο το επ

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α

Careful with That Axe, διάολε!

Ήρθε πάλι ο διάολος να με πάρει οψές το βράδυ. - Καλώς τον φώναξα, κρύβοντας στον εύθυμο χαιρετισμό το φόβο μου. Θα πιείς κάτι; - Όχι, απάντησε, την άλλη φορά με μέθυσες με καυτερή τσικουδιά και λησμόνησα τον αντικειμενικό μου σκοπό. - Δεν το ΄ θελα, είπα δήθεν ενοχλημένος. Δικαιούμαι μια τελευταία επιθυμία όπως γνωρίζεις, του θύμισα. Ας ακούσουμε ένα τραγουδάκι. - Πφφφφ, θα μου βάλεις πάλι "το θάνατο του λυράρη" του Μουντάκη και θα με πάρουν ξανά τα δάκρυα και θα φύγω για άλλη μια φορά άπραγος και ντροπιασμένος. - Ντάξ, δε θα βάλω κρητικά αφού έχεις κι εσύ τις ευαισθησίες σου. - Δε θα βάλεις ελληνικά γενικώς διότι μου κάνουν την καρδιά μαλακή σαν ανθόγαλο. - Δεν έχεις καρδιά. - Έχω, αλλά όχι πάντα... - Οκ, να βάλω ένα ροκ παλιό; Είναι από το soundtrack της ταινίας Zabriskie Point του Michelangelo Antoniοny. Τι μπορεί να σου κάνει η μουσική ενός φιλμ; - Καλή ιδέα, αλλά μη νομίζεις ότι θα μου την ξαναφέρεις.Στην τελευταία νότα

Στη στέρνα του Βερύκη

Ήταν ακριβως όπως τη θυμόμουνα: μικροκαμωμένη, καμπούρα, με άκρα λιανά   και στραβά σαν ελιδένια ξερόκλαδα. Οι καλοί άνθρωποι γερνώντας μοιάζουν με δέντρα, η γιαγιά μου η Μαριάννα έμοιαζε με χοντρή βελανιδιά, ετούτη εδώ η γρε Κατερίνη έμοιαζε με φτενή αγριελιά. Ακόμη και τα πολυφορεμένα ρούχα της, κάποτε μαύρα του πένθους, είχαν ξεσκοτεινιάσει από τους ήλιους κι είχαν γίνει γκρίζα σαν τη φλούδα του δέντρου. Ακούμπησε το χεράκι στον ώμο μου κι έκατσε δίπλα μου, στο ολόμαυρο ξύλο που ήταν όλο ρόζους και χαραγματιές απέναντι από το σπίτι των Γαβαλάδων. Κοιταχτήκαμε. Τα μάτια της κάποτε ήταν πράσινα ή γαλάζια δεν είμαι σίγουρος, αλλά ήταν ακόμη καθαρά, κάπως πονεμένα αλλά καθαρά. -        Επήγα στο μποταμό θειά Κατερίνη σήμερω, στο Μαγκλαβά, στη στέρνα του Βερύκη. -        Όφου παιδί μου, κατέω το, σας είδα. -        Ήτανε και τρία εγγόνια σου εκειά, και δυο δισέγγονα. -        Μα έπρεπε να μου φέρεις και τ’ άλλα να τα δω κι εκείνα. -        Δεν ήτανε στο χέρι μου θειά

Ο Γιώργης ο Ρωχάμης.

“Άνοιξε Γιωργάκη, κάτι φίλοι σου είμαστε” φώναξε γλυκά ο ασφαλίτης που χτύπησε την εξώπορτα της αυλής. Ο Γιώργης, έκλεισε τον   παράνομο πομπό με τις λυχνίες “813” που εξέπεμπε στα βόρεια των Μεσαίων Κυμάτων, τον αποσύνδεσε από το τροφοδοτικό των 2.500 Volt και τον πήρε μαζί του στο άλμα τριών μέτρων που έκανε στο διπλανό χάλασμα. Τοιουτοτρόπως διέφυγε της σύλληψης περιμένοντας να περάσει το διάστημα του Αυτοφόρου. Έτσι, η Αστυνομια που εισέβαλε λίγα λεπτά αργότερα   στο σπίτι, βρήκε μόνο κάτι γυμνά χάλκινα καλώδια που οι άκρες τους θα σκότωναν ακαριαία ένα άλογο, έναν τεράσιο μετασχηματιστή βουτηγμένο για μόνωση σε λάδι μηχανής κι έναν ενισχυτή με 2 λυχνίες “811”. Άρα, στο δικαστήριο που έγινε μήνες αργότερα δε στοιχειοθετήθηκε η κατηγορία για «παράνομη εκπομπή» και ο ανήλικος εγκληματίας αθωώθηκε πανηγυρικά. Τι είχε συμβεί: ο Γιώργης, με κάτι σχέδια από το περιοδικό «Τεχνική Εκλογή», ένα φύλλο αλουμινίου, δυο τρία μέτρα μονόκλωνο καλώδιο διατομής 2 χιλιοστών, 5-6 λυχνίε

Χασούν

Θεσσαλονίκη 198.. Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει ο Χασούν. Άκου μαχητής στη Μέση Ανατολή! Βέβαια δεν έδειχνε για τέτοιος, μάλλον για μπακάλης έφερνε, απ’αυτούς που πουλάγανε στο λιμάνι της παλιάς Βυρητού κανέλλα, κάρρυ και κοκκινοπίπερο, χωμένοι σε κάτι μικρομάγαζα με ξεθωριασμένη τέντα στο δρόμο. Θα μου πείτε πως ήξερες με τι έμοιαζε ένας Λιβανέζος μπακάλης και η τέντα του μαγαζιού του. Σας απαντώ ότι επίσης ουδεμία ιδέα είχα για το πως έμοιαζε ένας ομοεθνής του πολεμιστής. Ας είναι. Αυτό που σίγουρα ήξερα ήταν ότι δεν υπάρχουν αρχέτυπα κι ότι ένας άνθρωπος 50 με το ζόρι 55 κιλών θα μπορούσε να είναι πολεμιστής στο Λίβανο. Γιατί όχι; Ο κολλητός μας ο Γιούσεφ που σαν καλός Μωαμεθανός ψέματα ποτέ δεν έλεγε, εκτός αν ήταν για πιοτό και χοιρινή τηγανιά, με είχε ενημερώσει ημιτελώς με όσα ήξερε: Δυο χρόνια λέει πολεμούσε πολιορκημένος σ’ένα χωριό. Ρουκέτες, πύραυλοι, βόμβες, όλμοι, σφαίρες πέρασαν και του πήραν μερικούς φίλους του, την ακοή από το δεξί αυτί, και ένα μέρος τ

Το κυριακάτικο Βατερλώ της Nora Bone

--> Δεκαετία του 60. Κάπου στο Μπέρμπινχαμ. Τα παιδιά είναι σκληρά και αδυσώπητα. Μόνο τα παιδιά δίνουν στα πρόσωπα και στα πράγματα το αληθινό τους όνομα. Την έλεγαν Ολίβια, αλλά η έφηβη κόρη της η Σάμυ και οι κολλητές της η Ρούθ και η Τζέην, την αποκαλούσαν κοροϊδευτικά Nora Bone. Νόρα-κόκαλο. Αυτό που δεν έχω ξεκαθαρίσει είναι αν τη φώναζαν έτσι επειδή   ήταν μόνιμα κόκαλο από το ποτό ή επειδή της άρεσαν τα αντρικά, σκληρά «κόκαλα». Ή και τα δυο; Η Νόρα διέθετε   μια τεράστια συλλογή. Από μπουκάλια και άντρες. Ο σύζυγός της είχε πεθάνει πρόωρα αρχές της δεκαετίας του 60 όταν η Σάμυ ήταν μωρό ακόμα, από σκλήρυνση κατά πλάκας. Δε μπορούσε να κάνει πολλά μια χήρα γυναίκα μ’ ένα μωρό παιδί σε ένα χωριό στο Μπέρμπινχαμ, κι εκείνη διάλεξε χωρίς δισταγμό το χειρότερο: έπινε ασταμάτητα. Επίσης πήγαινε με τύπους που έπιναν ασταμάτητα.   Έναν από αυτούς τον βρήκε νεκρό ένα πρωΐ στο κρεβάτι της, σκασμένο από το πιόμα της προηγούμενης μέρας. Ήταν δασκάλα, αλλά φαίν

Η Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Θεσσαλονίκη 1989. Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της. Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης. Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα... Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής