Ήρθα πάλι, μου λέει ο διάβολος. Αυτή τη φορά δε γλιτώνεις. Σε παίρνω, δε σ'αφήνω. Ούτε τραγούδι θα μου βάλεις ν'ακούσω, ούτε τσικουδιά να πιω. Ετοιμάσου, συγυρίσου, φεύγουμε. Τώρα άκουγα ένα γνωστό σου αντέτεινα με ψεύτικη ψυχραιμία, (είχα χεστεί απάνω μου). Σοβαρά; αντιγύρισε ειρωνικά. Ποιόν; Έχω πολλούς γνωστούς. Robert Johnson τον έλεγαν, κι ακούγεται πως εσύ του 'μαθες να παίζει κιθάρα. Έχασε το κέφι του ξαφνικά. Πφφφ, εγώ; τίποτα δεν του έμαθα. Καθισμένος μια βραδιά σε έναν τάφο έπαιζε με έναν άλλον τόσο συγκινητικά που στάθηκα δίπλα τους και άκουγα. Στο τέλος τον παρακάλεσα να μου δείξει δυο-τρια πατήματα. Και σου 'δειξε; Ρώτησα. Όχι, απάντησε. Μου είπε ότι αυτά δεν είναι για μένα, τράβηξε με τα ακροδάχτυλα μια παράξενη συγχορδία και έφυγε. Κι εσύ τι έκανες; Τίποτα. Εξαφανίστηκα και τον ξαναβρήκα μετά από 9 χρόνια. Και τον πήρε ο διάολος που λένε είπα γελώντας. Ακριβώς αυτό, γέλασε κι εκείνος. Και τώρα τι κάνουμε;
ΤΗΣ ΝΥΣΤΑΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ...