Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2019

Τζόκερ

Χτες βράδυ ονειρεύτηκα ότι είχαμε κάμει πάλι κοπάνα από το φροντιστήριο και είχαμε πάει να δούμε τσόντα στο "Καρτάλειο". Ξαφνικά άναψαν τα φώτα και στην αίθουσα όρμησαν μέσα οι μπάτσοι και ο γυμνασιάρχης. Ο τύπος αυτός μας πλάκωνε στα σκαμπίλια σε κάθε ευκαιρία. Κι ήτανε και στέλεχος του ΚΚΕ πανάθεμάτονε. Ήμασταν στα πίσω καθίσματα όπως πάντα, και οι ηλίθιοι άφησαν τον αργοκίνητο δημόσιο να προηγηθεί - μάλλον ανυπομονούσε να μας περιλάβει. Έτσι όπως προσπαθούσε να τρεξει στο διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα, προλάβαμε να δούμε τη φαλάκρα να γυαλίζει από τον ιδρώτα, σάλια να φεύγουν από το μισάνοιχτο στόμα και τη γλώσσα να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα δόντια. Ρε σεις, δε μοιάζει σαν κλόουν; έκανε ένας. Ναι, σαν τον Μπόζο από τα γαριδάκια! Σκάσαμε στα γέλια, σβήσαμε τα τσιγάρα και την κοπανήσαμε  από την έξοδο κινδύνου.

ΑΣΗΓΩΝΙΩΤΙΚΟ ΠΟΥΛΙ ΠΕΤΑ ΣΕ ΞΕΝΟ ΤΟΠΟ

Η Αγρίμαινα άνοιξε τα μάτια της για τελευταία φορά. Τίναξε από πάνω της την αρρώστια, πέταξε ανάλαφρα έξω από το παράθυρο και κούρνιαξε πάνω στο πιο ψηλό κλαδί του γέρικου πλατάνου. Αγκάλιασε το χωριό με το βλέμα της, γεμάτη χαρά και ανακούφιση που δεν πόναγε πια. Ξαναφτερούγισε πάλι αυτή τη φορά μακρύτερα, ψηλότερα και ούτε κατάλαβε πότε έφτασε στην Ασή Γωνιά, στο Ποτιστήρι εκεί που μικρή κοπελιά γέμιζε το σταμνί από τη βρύση και το κουβαλούσε γουργουρίζοντας με τις φιλενάδες της μέχρι το σπίτι τους, δίπλα στο κονάκι των Μπερβανήδων. Από δω βγήκε κάποτε να πάει νύφη στον Άγιο Κωνσταντίνο. Στους "κατωμερίτες". Κοίταξε τα βουνά γύρω της που ορθώνονταν σαν κύματα βουβά και μαρμαρωμένα, φύλακες του χωριού και των ανθρώπων του. Των ανθρώπων της. Θυμήθηκε που κάθε Σεπτέμβρη του Τιμίου Σταυρού ανέβαινε όλο το χωριό στο μικρό κάτασπρο εκκλησάκι. Μετά το αντίδωρο έτρωγαν κρύο βραστό αρνί. Έδωσε μια ξαναγύρισε στο χωριό του Μιχάλη της και ξανακούρνιασε στον Πλάτανο. Από κάτω της

Ομελέτα με τζιτζίκια

- Ήντα κάνεις ετουδά χωσμένος μπρε συ; Βγήκα απογοητευμένος από την κρυψώνα μου κάτω από την πέτρινη σκάλα. Ήμουνα σίγουρος ότι το κοπέλι που τα φυλούσε δε θα φανταζόταν ποτέ ότι είχα κρυφτεί σε κατοικημένο σπίτι, ούτε και η γριά που το κατοικούσε θα μ' έπαιρνε χαμπάρι. Στην δεύτερη εκτίμηση έπεσα έξω. - Ήταν γυρεύεις παιδί μου επαέ στο ξενο σπίτι, ξαναρώτησε αλλά στη φωνή της δεν διέκρινα ίχνος θυμού. Είχε καταλάβει ότι παίζαμε κρυφτό. Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα. Ένα πονηρούτσικο χαμόγελο είχε αρχίσει να δροσίζει τα σακουλιασμενα μάγουλα. Αυτό το  χαμόγελο πρέπει να το είχε από κοριτσάκι. Έτσι είναι, όσο και να γεράσει κανείς, κάτι μένει στη μορφή του από τα παλιά, αλλιώς μένει ορφανός κι ασύνδετος, χωρίς σημείο αναφοράς στο νεο άνθρωπο που υπήρξε πριν από εκείνον. Χαμογέλασα λοιπόν κι εγώ σκεφτόμενος την απάντηση που θα της έδινα. Όρθωσα το μπέτη μου για να πάρω ύψος, έβαλα τους αντίχειρες στην αγκράφας της ζώνης του κοντού παντελονιού και ανακοίνωσα υπερηφάνως: -

Ο Δωδεκάλογος του Καφετζή

1.      Ο χειρότερός σου εχθρός είναι η μύγα. 2.      Βράζε βραδέως. 3.      Μ ε τη σειρά του ο καθείς ας είναι παπάς ή βουλευτής. 4.      Δυο καφέδες στο ίδιο μπρίκι μόνο σε μνημόσυνο. 5.      Κανείς δεν πρέπει να σου πει για δεύτερη φορά πως πίνει τον καφέ του. 6.      Οι φουσκάλες μόνο στον καφέ όχι στο νερό. 7.      Άκου – βλέπε – σώπα. Ρίξε τη γνώμη σου στο νεροχύτη. 8.      Σεβασμό στους πρεφαδόρους - προσοχή στους τζογαδόρους. 9.      Εξυπηρετείς δεν υπηρετείς. 10. Η καθαριότητα είναι η μισή καφετζοσύνη. Η άλλη μισή είναι το σωστό χαρμάνι. 11. Όλοι έχουν δικαίωμα να κεράσουν· προηγείται όποιος το είπε πρώτος. 12. Αγάπα τον πελάτη σου όσο τον πετζαχτά σου.

Club 27

Ήρθα πάλι, μου λέει ο διάβολος. Αυτή τη φορά δε γλιτώνεις. Σε παίρνω, δε σ'αφήνω. Ούτε τραγούδι θα μου βάλεις ν'ακούσω, ούτε τσικουδιά να πιω. Ετοιμάσου, συγυρίσου, φεύγουμε. Τώρα άκουγα ένα γνωστό σου αντέτεινα με ψεύτικη ψυχραιμία, (είχα χεστεί απάνω μου). Σοβαρά; αντιγύρισε ειρωνικά. Ποιόν; Έχω πολλούς γνωστούς. Robert Johnson τον έλεγαν, κι ακούγεται πως εσύ του 'μαθες να παίζει κιθάρα. Έχασε το κέφι του ξαφνικά. Πφφφ, εγώ; τίποτα δεν του έμαθα. Καθισμένος μια βραδιά σε έναν τάφο έπαιζε με έναν άλλον τόσο συγκινητικά που στάθηκα δίπλα τους και άκουγα. Στο τέλος τον παρακάλεσα να μου δείξει δυο-τρια πατήματα. Και σου 'δειξε; Ρώτησα. Όχι, απάντησε. Μου είπε ότι αυτά δεν είναι για μένα, τράβηξε με τα ακροδάχτυλα μια παράξενη συγχορδία και έφυγε. Κι εσύ τι έκανες; Τίποτα. Εξαφανίστηκα και τον ξαναβρήκα μετά από 9 χρόνια. Και τον πήρε ο διάολος που λένε είπα γελώντας. Ακριβώς αυτό, γέλασε κι εκείνος. Και τώρα τι κάνουμε;

Η κουζίνα της γιαγιάς και η Σοφία Βέμπο

Η ετοιμόροπη πόρτα της κουζίνας έτριξε αμήχανη. Δρασκέλισα μέσα στο έρημο δωμάτιο με το ασβεστωμένο τζάκι και τον πέτρινο νεροχύτη. Το ξύλινο νοτυλάπι, γεμάτο κάποτε με κουζινικά, μπαχάρια και φρσκοπλυμένες πετσέτες με κοίταζε ξεχαρβαλωμένο, απέναντι το τραπέζι που έστεκε κουτσό κι ο καναπές απλωνόταν ξεθεωμένος, σα να στέναζε από το ανύποπτο βάρος των σκωροφαγωμένων μαξιλαριών του. Μόνο εκείνο το τρυφερό συναίσθημα ήρθε και μ’αγκάλιασε  ύπουλα ίδιο κι απαράλλαχτο. Γιατί είναι μεγάλη αδικία και κρίμα να φεύγουν οι άνθρωποι μας και να μην παίρνουν μαζί τους όσα νιώθουμε γι’αυτούς. Εδώ ήταν ο βασίλειο της γιαγιάς Μαριάννας, που από νωρίς το μεσημέρι μαγείρευε τα κοκκινιστά της ακούγοντας ραδιόφωνο. Στρουμπουλή, ορθόκορμη και περδικόστηθη με μακριά ολόμαυρα μαλλιά, πλεγμένα σε κοτσίδα που τη γύριζε γύρω απ’τ κεφάλι και την έπιανε με φουρκέτες. “Παναγία μου μπρόφταξε το παιδί μου”, έλεγε και μου έδινε κάτι δυνατά φιλιά από τα οποία δραπέτευα για να επιτεθώ στις παγωμένες λεμονάδες του ψ

P/S – FDD Cecilia*

Ήταν ένα θαυμάσιο αλλά παράξενο πλοίο εκείνο το παλιόσκαρο. Δεν είχε έναν αλλά δυο καπεταναίους και μάλιστα κουρσάρους! Ο ένας φωνακλάς με μουστάκι και κοτσίδα κι ο άλλος λιγομίλητος και αεικίνητος, με πυκνά,σγουρά μούσια. Παράξενοι κι οι επιβάτες. Κάθονταν στην κουπαστή με ακουμπισμένους τους αγκώνες πάνω στο γυαλιστερό,σκούρο ξύλο, το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στους ώμους και τα μάτια τους κοιτούσαν θολωμένα μια χρυσή θάλασσα από οινόπνευμα και γυάλινους υφάλους. Όσο περνούσε η ώρα, τα κύματα χυνόταν μέσα τους και τους ζάλιζαν. Οι ταξιδιώτες υπνωτίζονταν, τα πρόσωπα τους θάμπωναν και στρέφονταν για ν’ ανταλλάξουν αλμυρές κουβέντες και υγρά φιλιά. Το δρομολόγιο ξεκινούσε κάθε αργά, μεσάνυχτα κοντά και κρατούσε ίσαμε το ξημέρωμα και βάλε. Κανείς ποτέ δεν είχε ιδέα για που τράβαγαν, ούτε κι οι καπεταναίοι. Μα το πλοίο γνώριζε καλά που πήγαινε και κάθε φορά η αποβίβαση στο ημίφως του πρωϊνού, ήταν γεμάτη ευτυχείς, λυπημένους και πότες. Μερικοί δε γύρισαν ποτέ από κείνα