Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2022

Όνειρο φθινοπωρινής νύστας

Τελευταία Κυριακή της σεζόν. Το μέρος έμοιαζε με συνέδριο κρετίνων. Κρετίνοι κάθε τύπου, ηλικίας, φύλου, τάξης και ιδεολογίας. Κρετίνοι μέσα στη θάλασσα που λαμπύριζε κάτω από το χάδι του ήλιου, κρετίνοι στις ξαπλώστρες της παραλίας που ήταν παραταγμένες σαν αλουμινένια στρατιωτάκια κάτω από τις ψάθινες ομπρέλες, κρετίνοι στα τραπεζοκαθίσματα του «ντεκ» από εμποτισμένο με χημικά ξύλο, κρετίνοι στη «σάλα» που έβραζε κάτω από το ξύλινο στέγαστρο με τους ανεμιστήρες που ανακάτευαν τον αέρα αντί να τον δροσίζουν, κρετίνοι βάδιζαν αμέριμνοι στο διάδρομο που τη χώριζε από την παραλία, κρετίνοι περίμεναν ανυπόμονα στο ταμείο για να πληρώσουν τα παγωτά τους, κρετίνοι μάλωναν με το παιδί στην είσοδο για το πεντάευρο της «ελάχιστης κατανάλωσης», κρετίνοι έβγαιναν από τις τουαλέτες χωρίς να έχουν τραβήξει το καζανάκι, κρετίνοι έπλεναν τα πόδια τους στους νιπτήρες με κίνδυνο στην καλύτερη να βουλώσουν την αποχέτευση ή γλιστρήσουν και να σπάσουν κανέναν γοφό στη χειρότερη. Μια βοή από κλάματα μωρ

Ομορφιά

  Την κοίταζα σαν υπνωτισμένος. Ήταν μισοξαπλωμένη στον καναπέ με φιδίσια νωχέλεια, το ένα της χέρι στήριζε τον υπέροχο κορμό της με τον αγκώνα, ενώ το άλλο ακουμπούσε με χάρη πάνω στο γοφό της. Φορούσε ένα στενό τζιν παντελόνι που τόνιζε τις αγαλματένιες καμπύλες της κι ένα στενό μπλουζάκι που αναδείκνυε τα σφριγηλά στήθη και άφηνε τα χυτά της χέρια ελεύθερα να τα χαρεί το μάτι μου. Μοναδικό της κόσμημα ένα χρυσό βραχιόλι σε σχήμα φιδιού στο δεξί της μπράτσο. Το πρόσωπό της ήταν πανέμορφο με μια ελαφρώς αλαζονική έκφραση που έμοιαζε με χαμόγελο ή γκριμάτσα περιφρόνησης. Τα μάτια της με κοιτούσαν με τη σιγουριά της γοητείας των τριάντα (και ούτε) χρόνων της.   Μου θύμιζε κάτι φωτογραφίες της νεαρής Μελίνας Μερκούρη. Μόνο που αυτή η φωτογραφία που τώρα κοίταζα και την είχα ξεχωρίσει ανάμεσα στις άλλες που ήταν παραταγμένες στο οστεοφυλάκιο ήταν έγχρωμη και πολύ πιο ευκρινής. Και από κάτω της κολλημένο με σελοτέηπ ένα φύλλο Α4 που έγραφε: «Παρακαλούνται οι συγγενείς της θανούσης να

Donna Summer

  Καλοκαίρι μετά την έκτη δημοτικού.Αύγουστος. Δούλευα στην ανακαίνιση της Νομαρχίας Ρεθύμνου. Ο εργολάβος, ένας συμπαθής παλιόγερος,  που με είχε προσλάβει, είχε αναλάβει να αντικαταστήσει τα κεραμίδια της σκεπής με καινούρια. Η δουλειά μου ήταν να κόβω ένα κομμάτι σύρμα από μια μεγάλη κουλούρα (περίπου είκοσι πόντους τη φορά) να το περνάω από μια τρύπα του κεραμιδιού, να το στρίβω δυο τρεις φορές και μόλις έφτιαχνα δυο ντουζίνες τέτοια κεραμίδια, τα έβαζα σε ένα ζεμπίλι και τα ανέβαζα με ένα μηχανοκίνητο μπαλάντζο στη σκεπή του κτιρίου όπου τα έπαιρναν οι μάστορες και αντικαθιστούσαν τα παλιά. Το σύρμα, το τέλι, χρησίμευε στο να δένουν τα κεραμίδια πάνω στον ξύλινο σκελετό στης στέγης. Ο ήλιος με έδερνε αλύπητα και το μόνο που με προστάτευε ήταν ένα παλιό καπέλο που μου είχαν δώσει. Τα ρούχα μου βρωμούσαν αλατισμένη ιδρωτίλα ακόμα και μετά το πλύσιμο. Στο τέλος της κάθε μέρας έμπαινα εγώ στο ζεμπίλι και με ανέβαζαν πάνω όπου έρποντας μάζευα τα σπασμένα υπολείματα κερμιδιών και διάφορ

Εγκατάλειψη.

Συνήθως με ξύπναγε ο θόρυβος του δρόμου και η φασαρία των γειτόνων. Αυτή τη φορά με ξύπνησε μια νεκρή σιωπή. Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας σκέφτηκα ότι κουφάθηκα, κι αυτό με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου τρομαγμένος. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο: επτά και μισή. Μετά έστρεψα το βλέμα στο παράθυρο, το γκρίζο του πρωϊνού χλώμιαζε για να μεταμορφωθεί στο αρρωστιάρικο, θαμπό φώς της πόλης. Κανονικά τέτοια ώρα ο κυριούλης του απέναντι διαμερίσματος θα έπρεπε να είχε τελειώσει το πρωϊνό του χέσιμο και θα τραβούσε μανιασμένος το καζανάκι· ο πρώτος ήχος της ρουτινιάρικης κόλασης των πολυκατοικιών. Τρία χρόνια που ξύπναγα σε αυτό το δυάρι, ακριβώς την ίδια ώρα ο κυριούλης έστελνε το βραδινό της προηγούμενης στα σπλάχνα της πρωτεύσουσας. Η ακρίβειά του ήταν τόσο απόλυτη που τον είχα βαφτίσει "ελβετικό άντερο". Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι και αφουγκράστηκα: πού είναι το ουρλιαχτό του τηλεοπτικού πρωϊνάδικου που αγαπούσε ν’ ακούει στη διαπασών η κυριούλα του κυριούλη; Μετά συνειδητοπ

Ένα φίδι που το λένε Τες.

Με την Τες είμαστε μαζί 3 χρόνια. Την είχα βρει κουλουριασμένη κάτω από μια πέτρα στα ριζά ενός λόφου, χωρίς τ’ αδέρφια και τη μάνα της - ποιος να ξέρει τι τους είχε συμβεί. Τη λυπήθηκα έτσι μικρή, μοναχούλα και απροστάτευτη και την πήρα μαζί μου. Φαίνεται ότι τελικά είναι ψέμα ότι στα φίδια αρέσει το γάλα γιατί δεν ήθελε ούτε να το μυρίσει, έτσι την τάιζα τρυφερά έντομα και νεογέννητα ποντικάκια. Τώρα που μεγάλωσε τα τσακώνει μόνη της. Στην αρχή η Τες ήταν φοβισμένη και διστακτική, σιγά-σιγά όμως με συνήθισε και μάλιστα αρχίσαμε και να παίζουμε μαζί. Το αγαπημένο της είναι να κουλουριάζεται και να μαζεύεται κι ύστερα να τινάζεται με όλη της τη δύναμη πάνω μου, ενώ εγώ την αποκρούω πιάνοντάς την από το λαιμό για να την απιθώσω προσεκτικά στη θέση της. Με τον καιρό βελτιωθήκαμε και οι δυο τόσο πολύ σ’ αυτό το παιχνίδι που η μεν Τες φαίνεται σαν μια αχνή ασημένια λάμψη καθώς εκτοξεύεται και το χέρι μου από την άλλη τινάζεται τόσο ακαριαία που θυμίζει χτύπημα του μακαρίτη του Μπρου