- Και δε μου λες εδά μρε μάνα, ποιός εσφυροκαλέμιασε τα σκαλίσματα πάνω από την πόρτα του μπαλκονιού; Είχε πάλι ο πατέρας μου καμμιά από εκείνες τις φαεινές του ιδέες; - Όι παιδί μου, δεν τηνε 'καμε ο πατέρας σου τη ζημιά στο ανώφλι. - Κι αμέ ποιός; - Η γιαγιά τση γιαγιάς σου. - Η ποιά; - Η προ-προ-γιαγιά σου. Η Μαριγώ. Δεν το 'χες παρατηρήσει τόσα χρόνια; - Όχι ρε μάνα. Και γιάντα το χάλασε; - Ήθελε να σβήσει το όνομα του γιού της. - Γιάντα ρε μάνα; - Η γιαγιά τση γιαγιά σου είχενε δυο κόρες, τη Χρυσώ και την Ιωάννα, και ένα γιό πολύ λεβέντη, το Στελή. Μια μέρα ήρθε ένας από το Μούντρος και του λέει του Στελή ότι γίνεται εκστρατεία στη Μικρά Ασία και να πάει λέει εθελοντής να πολεμήσει τσοι Τούρκους. Πες-πες-πες τονε κατάφερε - ο Θεός μόνο κατέει ήντα του 'ταξε ο αφορεσμένος. Η κακομοίρα η μάνα του έπεσε στα πόδια ντου αλλά αυτό το κακορίζικο δεν την άκουγε. Κοπέλι ήτονε, είχανε πάρει τα μυαλά του αέρα, είχε ποθάνει κι ο Γιατρουδοκωστής ο πατέρας του .. Προτού ...
ΤΗΣ ΝΥΣΤΑΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ...