Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μάνα.


- Και δε μου λες εδά μρε μάνα, ποιός εσφυροκαλέμιασε τα σκαλίσματα πάνω από την πόρτα του μπαλκονιού; Είχε πάλι ο πατέρας μου καμμιά από εκείνες τις φαεινές του ιδέες;
- Όι παιδί μου, δεν τηνε  'καμε ο πατέρας σου τη ζημιά στο ανώφλι.
- Κι αμέ ποιός;
- Η γιαγιά τση γιαγιάς σου.
- Η ποιά;
- Η προ-προ-γιαγιά σου. Η Μαριγώ. Δεν το 'χες παρατηρήσει τόσα χρόνια;
- Όχι ρε μάνα. Και γιάντα το χάλασε;
- Ήθελε να σβήσει το όνομα του γιού της.
- Γιάντα ρε μάνα;
- Η γιαγιά τση γιαγιά σου είχενε δυο κόρες, τη Χρυσώ και την Ιωάννα, και ένα γιό πολύ λεβέντη, το Στελή. Μια μέρα ήρθε ένας από το Μούντρος και του λέει του Στελή ότι γίνεται εκστρατεία στη Μικρά Ασία και να πάει λέει εθελοντής να πολεμήσει τσοι Τούρκους. Πες-πες-πες τονε κατάφερε - ο Θεός μόνο κατέει ήντα του 'ταξε ο αφορεσμένος. Η κακομοίρα η μάνα του  έπεσε στα πόδια ντου αλλά αυτό το κακορίζικο δεν την άκουγε. Κοπέλι ήτονε, είχανε πάρει τα μυαλά του αέρα, είχε ποθάνει κι ο Γιατρουδοκωστής ο πατέρας του .. 
Προτού φύγει για το μέτωπο εχάραξε τα αρχικά του στη μπόρτα τση σάλας, ακόμη φαίνουνται άμα πας να ξανοίξεις. Σ.Κ.Ι., Στέλιος Κωνσταντίνου Ιατρουδάκης. Δυο χρόνια μετά ήρθενε η κακή είδηση: ο Στελής εσκοτώθηκε και δεν ήβρανε ούτε το πτώμα του ποτέ. Η κηδεία έγινε με άδειο φέρετρο και ο παππάς τονε διάβασε σε κενοτάφιο.
Μόλις εγύρισε από το νεκροταφείο η κακομοίρα η Μαριγώ, ο θεός να τση συχωρέσει, ανέβηκε σε μια καρέκλα και με ένα κλαδευτήρι άρχισε να πελεκά το όνοα του γιού τζη στο ανώφλιο. Είδανε και πάθανε να τηνε κατεβάσουνε οι κόρες τση. "Δε θέλω να ξαναδώ γραμμένο το όνομα του κοπελιού μου " φώναζε και ξερίζωνε τα μαλλιά της.
Την άλλη μέρα εχιόνισε (χειμώνας καιρός) και κείνη σηκώθηκε ξημερώματα, πήγε στον κήπο και ξάπλωσε με το νυχτικό στο χιόνι. Τη βρήκε λίγο αργότερα η Χρυσώ -η προγιαγιά σου, που'χε το νου τζη φαίνεται, και μαζί με την Ιωάννα την εβάλανε με το ζόρε πάλι μέσα στο σπίτι.
- Γιατί μαμά ξάπλωσε στο χιόνι;
- Ήθελε να ποθάνει, αλλά δεν ήθελε να αυτοκτονήσει φανερά για να μη μαγαρίσει το όνομα τση οικογένειας. Η ελπίδα της λοιπόν ήταν να πάθει πνευμονία και να ποθάνει από φυσικά αίτια.
- Έζησε χρόνια. Μετά από καιρό κάποιος λέει εσκότωσε εκείνον που είχε στρατολογήσει τοτεσάς το Στελή. Όταν λοιπόν ο φονιάς εκείνου του αφορεσμένου αρρώστησενε κι επόθανε, στα εννιάμερα η Μαριγώ έστειλε ένα δίσκο κόλυβα να συχωρεθεί η ψυχή ντου.
Και την άλλη μέρα απεβίωσε κι εκείνη και ξεκουράστηκε.


 


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...