--> Ο Θεός κοίταξε με οδύνη το ζεύγος των πρωτόπλαστων καθώς διέσχιζαν με βαριά και αβέβαια βήματα την πύλη του Παραδείσου. Ο πόνος του ήταν βέβαια άσχετος με το γεγονός της Εξόδου. Σκέφτηκε πως ήταν πράγματι σωστή ιδέα να ενσαρκωθεί στο ναυαγισμένο σώμα αυτού του ασπρομάλλη γέρου που υπέφερε από αρθριτικά, δισκοπάθεια, δυσπεψία, υπερταση, κνησμό, συχνουρία και όλα τα κακά που σέρνει ένα γέρικο ανθρώπινο σκαρί. Η πρόσκαιρη αυτή ταλαιπωρία τον βοηθούσε να παίξει το ρόλο του απογοητευμένου Πατέρα σ’αυτήν τη δραματική περίσταση. Στην πραγματικότητα ήταν περήφανος για τα δίποδα κατασκευάσματά του: επιτέλους έφτιαξε κάτι σωστό, και αυτό δεν ήταν άλλο από δυο πλάσματα που ήταν αρκετά σοφά ώστε να πράξουν ένα σοβαρό λάθος. Είχε βαρεθεί να βλέπει τόση τελειότητα στο σύμπαν, το οποίο συμπεριφερόταν με ακρίβεια μηχανής, πάντοτε αυστηρά προβλέψιμο, πάντοτε απελπιστικά κοινότυπο. Ο Άγγελος δίπλα του με την πύρινη λόγχη περίμενε ένα νεύμα του για να ψήσει τα αμαρτωλά παιδιά του σε
ΤΗΣ ΝΥΣΤΑΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ...