Καλοκαίρι μετά την έκτη δημοτικού.Αύγουστος. Δούλευα στην ανακαίνιση της Νομαρχίας Ρεθύμνου. Ο εργολάβος, ένας συμπαθής παλιόγερος, που με είχε προσλάβει, είχε αναλάβει να αντικαταστήσει τα κεραμίδια της σκεπής με καινούρια. Η δουλειά μου ήταν να κόβω ένα κομμάτι σύρμα από μια μεγάλη κουλούρα (περίπου είκοσι πόντους τη φορά) να το περνάω από μια τρύπα του κεραμιδιού, να το στρίβω δυο τρεις φορές και μόλις έφτιαχνα δυο ντουζίνες τέτοια κεραμίδια, τα έβαζα σε ένα ζεμπίλι και τα ανέβαζα με ένα μηχανοκίνητο μπαλάντζο στη σκεπή του κτιρίου όπου τα έπαιρναν οι μάστορες και αντικαθιστούσαν τα παλιά. Το σύρμα, το τέλι, χρησίμευε στο να δένουν τα κεραμίδια πάνω στον ξύλινο σκελετό στης στέγης. Ο ήλιος με έδερνε αλύπητα και το μόνο που με προστάτευε ήταν ένα παλιό καπέλο που μου είχαν δώσει. Τα ρούχα μου βρωμούσαν αλατισμένη ιδρωτίλα ακόμα και μετά το πλύσιμο. Στο τέλος της κάθε μέρας έμπαινα εγώ στο ζεμπίλι και με ανέβαζαν πάνω όπου έρποντας μάζευα τα σπασμένα υπολείματα κερμιδιών και διάφορ
ΤΗΣ ΝΥΣΤΑΣ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ...