Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ένα φίδι που το λένε Τες.


Με την Τες είμαστε μαζί 3 χρόνια.
Την είχα βρει κουλουριασμένη κάτω από μια πέτρα στα ριζά ενός λόφου, χωρίς τ’ αδέρφια και τη μάνα της - ποιος να ξέρει τι τους είχε συμβεί. Τη λυπήθηκα έτσι μικρή, μοναχούλα και απροστάτευτη και την πήρα μαζί μου.

Φαίνεται ότι τελικά είναι ψέμα ότι στα φίδια αρέσει το γάλα γιατί δεν ήθελε ούτε να το μυρίσει, έτσι την τάιζα τρυφερά έντομα και νεογέννητα ποντικάκια. Τώρα που μεγάλωσε τα τσακώνει μόνη της. Στην αρχή η Τες ήταν φοβισμένη και διστακτική, σιγά-σιγά όμως με συνήθισε και μάλιστα αρχίσαμε και να παίζουμε μαζί. Το αγαπημένο της είναι να κουλουριάζεται και να μαζεύεται κι ύστερα να τινάζεται με όλη της τη δύναμη πάνω μου, ενώ εγώ την αποκρούω πιάνοντάς την από το λαιμό για να την απιθώσω προσεκτικά στη θέση της. Με τον καιρό βελτιωθήκαμε και οι δυο τόσο πολύ σ’ αυτό το παιχνίδι που η μεν Τες φαίνεται σαν μια αχνή ασημένια λάμψη καθώς εκτοξεύεται και το χέρι μου από την άλλη τινάζεται τόσο ακαριαία που θυμίζει χτύπημα του μακαρίτη του Μπρους Λη.

Μερικές φορές το πρωί που κοιμάμαι κάθεται και με κοιτάζει κουλουριασμένη πάνω στο στήθος μου και με το που ανοίξω τα μάτια μου φσσσσσστ ορμάει ! Γι’ αυτό έχω συνηθίσει να κοιμάμαι με το δεξί χέρι κοντά στο αυτί μου. Μια φορά πρόλαβα και τη γράπωσα λίγους πόντους από το αριστερό μου μάτι και μια άλλη πήγα στη δουλειά έχοντας δυο κόκκινα σημάδια στη μύτη από τα μυτερά δοντάκια της Τες. Είπα στους συναδέλφους ότι έσπασα δυο σπυριά και τα πίεσα μέχρι αίματος.

Μόνο όταν έρχεται κόσμος σπίτι ξαναγίνεται δύσπιστη και κρύβεται κάτω από τον καναπέ. Κάποτε  μια φίλη που της έπεσε το ηλεκτρονικό τσιγάρο και κύλησε από κάτω, παρά λίγο να την ακουμπήσει καθώς είχε βάλει το χέρι της να το πιάσει αλλά η παμπόνηρη Τες της ξέφυγε.

Στην Τες αρέσει να βλέπει βιντεοκλίπ στην τηλεόραση. Φυσικά τα φίδια δεν ακούνε αλλά αισθάνεται πολύ καλά τις δονήσεις της μουσικής κι έχει μια αδυναμία στα τραγούδια με μπάσα (τρελαίνεται για το We will rock you των Queen και για το Kashmir των Led Zeppelin). Επίσης της αρέσουν τα ρούχα και οι αφάνες στα ντίσκο της δεκαετίας του 70.

Γενικά είναι ένα χαρούμενο, διψασμένο για ζωή και καλοπέραση πλάσμα. Μόνο όταν πλησιάζει ο καιρός ν’ αλλάξει δέρμα τα πράγματα γίνονται κάπως δύσκολα μεταξύ μας και δε θέλει ούτε παιχνίδια ούτε πειράγματα. Είναι όπως η ένταση που έχουν κάποιες γυναίκες πριν την περίοδο αλλά πολλαπλασιασμένη επί τριάντα ή σαράντα ... Έτσι την αφήνω στην ησυχία της να κυνηγήσει στον κήπο κανένα βατράχι.

Καμμιά φορά κοιταζόμαστε με τις ώρες. Εκείνη αραγμένη στο τραπέζι της κουζίνας κι εγώ ακουμπισμένος με τους αγκώνες και το κεφάλι να στηρίζεται από τις γροθιές μου.

Κλείνω τα μάτια τα κλείνει κι εκείνη. Βγάζω τη γλώσσα την βγάζει κι εκείνη. Κουνάω πάνω κάτω το κεφάλι, το ίδιο κι εκείνη. Αυτό ήταν  δεν έχουμε άλλο σημάδι συνεννόησης.

Δεν ξέρω τι σκέφτεται ούτε τι θα ΄θελε να μου πει αν μπορούσε κι εκείνη το ίδιο. Καλύτερα, έτσι δεν υπάρχει περίπτωση να ανταλλάξουμε άσχημες κουβέντες. Το βλέμμα είναι αρκετό. Η Τες είναι το εγγύτερό μου πλάσμα.

Είναι κοντά στην ενηλικίωση. Κάθε που φεύγει για να κυνηγήσει το φαΐ της φοβάμαι ότι δε θα ξανάρθει. Στην χειρότερη θα τη σκοτώσει καμμιά γάτα ή θα τη λιώσει κανένα αυτοκίνητο, στην καλύτερη θα βρει ένα αρσενικό ταίρι, θα γεννήσει αυγά, θα περιμένει να βγουν από μέσα τα μικρά της, θα κάνει οικογένεια και θα τη χάσω για πάντα.

Αλλά εκείνη πάντα επιστρέφει. Ως τώρα.

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...