Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το πορτρέτο της Μαρίνας

Ήταν η πριγκίπισσα του χωριού. Μοναχοκόρη του μεγαλοκτηματία, εμπόρου, μεταπράτη, μεσίτη, τοκογλύφου, πολιτευτή και τι δεν ήταν ο ο μπαμπάς της, κυρίου Θεοδώρου,  που είχε καταφέρει να αυγατίσει την ήδη μεγάλη περιουσία του πατρός του και να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του τόπου του. Η σύζυγός του και μητέρα της η Ασπασία, ήταν μια ευειδής αλλά κάπως τροφαντή μοσχαναθρεμένη κόρη μεγαλεμπόρου ζωοτροφών (συνεργάτη του κυρίου Θεόδωρου), που όσο η τρισχαριτωμένη κορούλα της ομόρφαινε και ψήλωνε, τόσο εκείνη ασχήμαινε και χόντραινε. Όσο για τον κύριο Θεόδωρο εκείνος συνέχισε να πλουτίζει  Έτσι είναι, τα νειάτα και η ομορφιά διαρκούν λίγο, μα η ανθρώπινη πλεονεξία δεν έχει τελειωμό.
Αντίθετα με άλλους προνομιούχους, ο κύριος Θεόδωρος δεν άφηνε το χωριό για να μετοικήσει στην πόλη έχοντας υπόψιν το σχετικό ρητό περί πρωτιάς και δευτεροσύνης και απολάμβανε την πρωτοκαθεδρία του απέναντι σε αγροτοκτηνοτρόφους, εργάτες και υπαλληλίσκους οι οποίοι τον έβλεπαν σαν ένα θεσμό του χωριού, ένα  βράχο σταθερότητας και σιγουριάς, έναν ψηλό και στιβαρό πλάτανο που άπλωνε καταδεκτικά την προστατευτική σκιά του επάνω τους. Διότι ό,τι χρειάζονταν, ο κύριος Θεόδωρος τους τα πρόσφερε, θες ζωοτροφές, λιπάσματα και εργαλεία με πίστωση, θες δανεικά με τόκο, θες διαμεσολαβήσεις σε κρατικές υπηρεσίες ή στον τοπικό βουλευτή, θες διορισμό, θες μετάταξη; Τι θές; ό,τι θες ο κύριος Θεόδωρος στο πρόσφερε εννοείται με το αζημίωτο. Α, όλα κι όλα ο κύριος Θεόδωρος δεν έδινε του αγγέλου του νερό χωρίς διάφορο, έτσι έλεγαν οι κακές γλώσσες που δεν γνωρίζουν βέβαια ότι το χρήμα συγκεντρώνεται με κόπο και δεν είμαστε κορόιδα αλλά επιχειρηματίες με ευθύνες. όπως αντέτεινε ο ίδιος χαρακτηριστικά, καθώς έφταναν στα αυτιά του συχνά τέτοιες κακεντρέχειες.
Άνθρωπος του θεού όπως κάθε ευηπόληπτος πολίτης, δεν παρέλειπε την Κυριακάτικη λειτουργία, την οποία παρακολουθούσε με κατάνυξη μαζί με την αρχοντική σύζυγο και την πανέμορφη κόρη στολισμένες και περήφανες σαν φρεγάτες του πάλαι ποτέ βρατανικού αυτοκρατορικού ναυτικού. 
Είχαν να λένε οι χωριανοί και οι κοντοχωριανοί για την μεγαλοπρέπεια της οικογένειας καθώς  κατεύθαναν στον ιερό ναό με το τεράστιο, κατάμαυρο αυτοκίνητο που γυάλιζε λες και έβγαζε σπίθες, ενώ ο Λευτέρης, ο σωφέρ έτρεχε να ανοίξει την πόρτα για να εξέλθουν οι λαμπροί επιβαίνοντες, ααααχ, με τι χάρη έβγαιναν από την κούρσα οι δυο κυρίες και με τι μεγαλοπρέπεια έκανε το ίδιο ο κύριος Θεόδωρος. Ύστερα πιασμένοι χέρι χέρι και οι τρείς έφταναν στην πόρτα της εκκλησίας όπου ο τρισεύγενος πατέρας έκανε ένα νόημα με αβροφροσύνη πρώτα στην σύζυγο Ασπασία και κατόπιν στην κόρη Μαρίνα να εισέλθουν στον οίκο του Θεού για να ακολουθήσει κι εκείνος με τη σειρά του περπατώντας με σταθερό και ράθυμο βήμα.
Αυτή η Κυριακάτικη λιτανεία ήταν και η μόνη δημόσια εμφάνιση της οικογένειας στο χωριό, καθότι τις υπόλοιπες ημέρες ο μεν κύριος Θεόδωρος εργαζόταν στο γραφείο του που βρισκόταν στο ισόγειο του τεράστιου σπιτιού του,  η δε σύζυγος και κόρη έφευγαν για την πόλη όπου  έμεναν τις καθημερινές προκειμένου η δεύτερη να ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της. 

Αλλά εκεί γύρω στο τελείωμα της τελευταίας τάξης, όταν η Μαρίνα ήταν κοντά στα 18, έγινε το κακό: Ερωτεύτηκε! Θα μου πείτε πολύ φυσικό για την ηλικία της, και πράγματι δε θα ήταν κακό αν ο άνθρωπος που είχε ερωτευτεί δεν ήταν παρά ένας κοινός θνητός. Δηλαδή φτωχός. Επρόκειτο για έναν νεαρό καθηγητάκο της φιλολογίας τον οποίο ηράσθη σφόδρα  από την πρώτη κιόλας μέρα που άρχισε να της κάνει ιδιαίτερα μαθήματα συντακτικού και γραμματικής της Αρχαίας Ελληνικής. Ο φουκαράς νέος βεβαίως ήταν αδύνατον να ξεφύγει, από τα θέλγητρα της νεαρής αυτής ύπαρξης που θύμιζε άγγελο. Αλλά είπαμε, ήταν φτωχός, άρα μη συμβατός με το τρανό σόι της πανέμορφης Μαρίνας. Έτσι όταν η μητέρα Ασπασία τους συνέλαβε σε απαράδεκτο εναγκαλισμό πάνω από ένα κείμενο του Λυσία, το πρώτο πράγμα που έκανε, αφού έδιωξε κακήν-κακώς τον καθηγητάκο,  ήταν να ενημερώσει τον κύριο Θεόδωρο ο οποίος έδρασε ακαριαία: έστειλε δυο ανθρώπους του και κοπάνησαν τον καημένο τον καθηγητάκο μέχρι λιποθυμίας. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του άκουσε έναν από τους τραμπούκους να του εξηγεί  ότι εάν ξαναπλησίαζε την Μαρίνα σε απόσταση μικρότερη των τριακοσίων μέτρων θα πάθαινε χειρότερα. Ο νεαρός εραστής της ωραίας μαθητριούλας αν και φτωχός, ήταν λογικός άνθρωπος, καθότι μορφωμένος όπως ξέρουμε κι έτσι φρόντισε να μετακομίσει αυθημερόν σε άλλο νομό, πολύ μακριά. Μάλιστα λέγεται ότι δεν ξαναπλησίασε καμμία γυναίκα έκτοτε, καθώς δεν διέθετε πλέον τα απαραίτητα προσόντα για να ... ξέρετε τώρα, ας μη γίνουμε χυδαίοι. Ήταν πολύ αποτελεσματικοί οι άνθρωποι του κυρίου Θεόδωρου βλέπετε.

Μόνο όταν η Μαρίνα εξετάστηκε αρμοδίως από σπουδαίο γυναικολόγο της πόλης και διαπιστώθηκε ότι ήταν ακόμη "άθικτη", ο κύριος Θεόδωρος και η Ασπασία ανάπνευσαν με ανακούφιση. Όχι όμως και η ταλαίπωρη Μαρίνα, η οποία πλέον κυκλοφορούσε με αυστηρή συνοδεία έως το πέρας των βασικών της σπουδών. Για ευνόητους λόγους δε, ο καινούριος προγυμναστής της των Αρχαίων ήταν ένας συνταξιούχος φιλόλογος, χονδρός, φαλακρός με μια μύτη σαν μελιτζάνα και αυτιά μεγάλα σαν πιατελάκια του τσαγιού. Εν τέλει η επιτυχής εισαγωγή της νεαρής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών δεν ήταν στην πραγματικότητα μια ευτυχέστερη εξέλιξη, καθώς την έθεσαν υπό την επιστασία της αδελφής του κυρίου Θεόδωρου. Η κυρία Ερασμία, σύζυγος πρώην Ταξιάρχου των τεθωρακισμένου και νυν Στρατηγού εν αποστρατεία, ήταν περισσότερο δεσμοφύλακας παρά θεία, για να μη μιλήσουμε για τον θείο ο οποίος μεταχειριζόταν την ανηψιά του σαν μαυροσκούφη σε Επιλαρχία ανεπιθυμήτων. Μετά από τέσσερα δύσκολα χρόνια, η Μαρίνα έφτιαξε τις βαλίτσες της, κορνίζαρε το λείαν καλώς πτυχίο της στη Φιλολογία και επέστρεψε στα πάτρια εδάφη. 

Η εορτή για την επιστροφή και το πτυχίο της 22χρονης τότε Μαρίνας έμεινε στα χρονικά του χωριού όχι τόσο για το πλουσιοπάροχο δείπνο που παρατέθηκε στους εκλεκτούς συνδαιτυμόνες -όλοι εμπορικοί συνεργάτες αλλά και πρόσωπα της πολιτικής ηγεσίας της ευρύτερης περιοχής, αλλά επειδή σημαδεύτηκε από ένα ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο γεγονός: ο κύριος Θεόδωρος ενθουσιασμένος από τη σπουδαιότητα της βραδιάς, έφαγε σαν χοίρος και ήπιε σα νεροβούβαλος με αποτέλεσμα η άδεια του καρδιά να τον προδώσει τη στιγμή ακριβώς που σηκώθηκε να κάνει πρόποση υπέρ της περαιτέρω προόδου της θυγατέρας του. Καθώς εγέρθηκε πλήρης ευτυχίας και ετοιμαζόταν να απαγγείλει από μνήμης ένα λογύδριο που επιμελώς είχε προβάρει επί μια εβδομάδα, σήκωσε το κρυστάλινο ποτήρι, άνοιξε το στόμα του και αντί για λόγο οι υψηλοί ομοτράπεζοι άκουσαν ένα πνιχτό ρέψιμο, ενώ ταυτόχρονα είδαν να βγαίνει  από το ευγενικό του στόμα ένας καταράκτης από ημιχωνεμένη τροφή και ξινισμένο κρασί που έλουσε τα πορσελάνινα πιάτα και τα ασημένια μαχαιροπήρουνα και άφησε έναν τεράστιο λεκέ στο πανάκριβο λινό τραπεζομάντηλο. Ύστερα ο σπουδαίος αυτός άνδρας έγειρε και έπεσε μπρούμητα πάνω στο ξύλινο, λαξεμένο με τέχνη τραπέζι, παραγγελία σε έναν σπουδαίο ξυλογλύπτη ο οποίος ειδικευόταν στα τέμπλα και τα ψαλτήρια.

Ο γιατρός που πλησίασε για να προσφέρει πρώτες βοήθειες στον κύριο Θόδωρο, αφού του πήρε το σφυγμό έριξε ένα βλέμα ειλικρινούς οίκτου προς της κυρία Ασπασία και με ένα αρνητικό νεύμα την ενημέρωσε για το οριστικό και αμετάκλητο του πράγματος. Η χήρα πλέον Ασπασία έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή και κατέρευσε κι εκείνη πάνω στο ήδη μισοδιαλυμένο τραπέζι αλλά χωρίς ηχητικά εφέ και υπόκωφους σωματικούς θορύβους. Μια κυρία είναι πάντοτε πιο διακριτική σε τέτοιες περιπτώσεις.
Στο τραπέζι έπεσε βαθειά σιωπή, ύστερα οι καλεσμένοι άρχισαν να αποχωρούν βιαστικά όχι τόσο από περιθανάτιο σεβασμό, όσο από τη βαριά μυρωδιά των κοπράνων του τεθνεώτος. Οι νεκροί δεν διαθέτουν λεπτούς τρόπους.

Η κηδεία του μεγάλου ανδρός έγινε με όλες τις τιμές. Τα συλλυπητήρια στην έξοδο της εκκλησίας τα δέχτηκε μονάχη της η Μαρίνα, καθώς η μητέρα Ασπασία είχε μείνει τέζα από το βαρύ εγκεφαλικό που της επέφερε η αναπάντεχη χηρεία της και "ανάρρωνε" σε ένα πανάκριβο θεραπευτήριο. Θα ερχόταν και η θεία Ερασμία οπωσδήποτε, αλλά ο σύζυγος Στρατηγός που υπέφερε από προχωρημένη ποδάγρα, άσθμα και περικαρδίτιδα δε συναίνεσε στην άσκοπη μετακίνηση. "Ε και τι θα γίνει άμα πας, θα τον αναστήσεις;" ανέφερε χαρακτηριστικά. 

Να λοιπόν που επιτέλους η Μαρίνα, η εκπάγλου καλλονής, μορφωμένη και πλούσια Μαρίνα απελευθερώθηκε από το ζυγό του τυραννικού πατέρα και της άβουλης αλλά οπισθοδρομικής  μητέρας! Με συνοπτικές διαδικασίες ξεφορτώθηκε τις επιχειρήσεις του συχωρεμένου σε τιμές για τις οποίες τη συμβούλεψαν άσπονδοι φίλοι της οικογένειας, κυρίως πρώην συνεργάτες που είδαν την ευκαιρία και άρπαξαν ότι μπορούσαν επί πινακίω φακής... Αλλά και πάλι η Μαρίνα παρέμεινε πλουσιότατη. Εγκαταστάθηκε στην αρχοντική οικία της οικογένειας, μόνη με μια οικονόμο-υπηρέτρια και άρχισε να σκέφτεται τι θα έκανε με τη ζωή και τα λεφτά της. Στο μεταξύ κατέφθαναν πλήθος προξενιά, γιοί επιχειρηματιών, δικηγόρων, συμβολαιογράφων και άλλων επιφανών στοιχείων της καλής κοινωνίας, αλλά η Μαρίνα είχε αποφασίσει ότι θα έβρισκε μονάχη της τον εκλεκτό, το σύντροφο που θα πορευόταν μαζί της έως τα βαθειά της γεράματα. Έτσι σκεφτόταν καθώς απέριπτε τη μια πρόταση μετά την άλλη. Τα χρόνια περνούσαν και η Μαρίνα παρέμενε μια ελκυστική, πλούσια κοπέλα, που κανείς δε μπορούσε να εκπορθήσει την ρομαντική αλλά απροσπέλαστη καρδιά της. Φυσικά για τους χωριανούς ούτε λόγος! Κανένας από αυτούς τους άξεστους και αμόρφωτους χωριάτες δεν ήταν αρκετός για την αξιοζήλευτη  τούτη κόρη.

Απογοητευμένη από την επαρχιακή πλέμπα αποφάσισε να κάνει ένα ταξδι αναψυχής στην Πρωτεύουσσα. Εκεί ασχολήθηκε με πράγματα υψηλής πνευματικής αξίας· απόλαυσε όπερες στη Λυρική Σκηνή, σπουδαία θεατρικά έργα, εντρύφησε σε μουσικές και φιλολογικές συνάξεις, γύρισε όλα τα μουσεία, και φυσικά όλες τις σημαντικές εκθέσεις έργων τέχνης. Και εκεί ήταν που έπιασε τον πρώτο λαχνό του λαχείου! Γνώρισε τον Αλέξανδρο, έναν ταλαντούχο και πολλά υποσχόμενο ζωγράφο ο οποίος άρτι αφιχθείς  από το Παρίσι, έκανε το ντεμπούτο του στην Ελλάδα με μια έκθεση ζωγραφικής σε μια πολύ καθώς πρέπει γκαλερί του Κολωνακίου. Ο έρωτας ήταν σχεδόν κεραυνοβόλος και μετά από μερικές καυτές νύχτες στο Α' κατηγορίας ξενοδοχείο στο οποίο είχε καταλύσει η Μαρίνα κατά την επιμορφωτική της επίσκεψη, οι δυο ερωτευμένοι συμφώνησαν τα περί του κοινού τους βίου: Ο Αλέξανδρος θα έβρισκε την έμπνευσή του στο υπέροχο χωριό της Μαρίνας και θα ετοίμαζε μια έκθεση που θα κατακτούσε την ελληνική και γιατί όχι και την ευρωπαϊκή καλλιτεχνία. Χρειάστηκε είναι η αλήθεια μεγάλη προσπάθεια από μέρους της Μαρίνας για να πείσει επί τούτου το ανερχόμενο αστέρι των Εικαστικών, αλλά ο Έρως είναι παντοδύναμος και πειστικός όπως ξέρετε. Άλλωστε υπάρχει και η σχετική ρήση για την απέραντη δύναμη έλξης του γυναικείου αναπαραγωγικού οργάνου επί πλοίου ακόμα και χιλιοτόννων, πόσο μάλον ένός ογδοντάκιλου ζωγράφου με στιλπνά μαύρα μαλλιά και υπέροχα μελένια μάτια!

Το ευτυχισμένο ζέυγος, μετά από έναν κλειστό αλλά υπερπολυτελή γάμο στον Άγιο Διονύσιο και ένα τρίμηνο μήνα του (τρι)μέλιτος  στας Ευρώπας, αφήχθη με τιμές στο χωριό της νύφης. Εκεί ο φέρελπις καλλιτέχνης-γαμπρός ανακοίνωσε στη συμβία του ότι το πρώτο του έργο θα είχε θέμα Εκείνη, και όπως χαρακτηριστικά σημείωσε "θα είναι το εναρκτήριο έργο σε μια συλλογή πινάκων που ασφαλώς θα κατέπλητε τα πλήθη και θα άφηνε τους κριτικούς άφωνους". Σύντομα έστησε το καβαλέτο του στο παλιό γραφείο του εκλιπόντως κυρίου Θεόδωρου και άρχισε να εργάζεται με μανία.

Η Τέχνη έχει δυσκολίες, ο καλλιτέχνης κοπιάζει και κουράζεται, αλλά ο πνευματικός κάματος δεν είναι όπως η σωματική όπου π.χ. ο οικοδόμος πλαγιάζει μια ωρίτσα το απόγευμα μετά από τον δεκάωρο αγώνα του με τις πέτρες και τις λάσπες και κατόπιν κινά ανανεωμένος και ξεκούραστος για τον καφενέ. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με βαριά εγκεφαλική εργασία που χρειάζεται ειδική διαχείριση προκειμένου να επανέλθει ο άνθρωπος σε μια αρκούντως λειτουργική κατάσταση. Έτσι ο Αλέξανδρος, ανάπαυε το πνεύμα του με μεγάλες βόλτες στην εξοχή αλλά επειδή ούτε αυτές δεν αρκούσαν έπαιρνε την κούρσα και τον οδηγό της Λευτέρη και αναζητούσε πηγές ανανέωσης, ανακούφισης και ξεκούρασης από τον Γολγοθά της κοπιώδους εργασίας του. Στην πόλη ανακάλυψε οίκους στους οποίους άλλοι ομοιοπαθείς ξεκουράζονταν με την παραγωγική συντροφιά ευγενικών και ανοικτόμυαλων κυριών. Εκεί ο ακάματος αυτός εργάτης της Τέχνης έβρισκε παρηγοριά, ανακούφιση και κατανόηση. 

Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι η ανανέωση των πνευματικών δυνάμεων του Αλέξανδρου ήταν κάπως χρονοβόρα. Δηλαδή μετά την πρωινή ρουτίνα του η οποία άρχιζε κατά τις 10 το πρωί - οι καλλιτέχνες αγαπούν τον περίσιο ύπνο, καθόταν μπροστά από το καβαλέτο, έβαζε τη Μαρίνα να ποζάρει όρθια και αναλογιζόταν για περίπου σαράντα με πεντήντα λεπτά την υψηλή πολιτισμική του ευθύνη και κατόπιν έριχνε δυο - τρεις ευφυείς πινελιές και έμενε να επιθεωρεί το αποτέλεσμα για κανένα ημίωρο. Κατόπιν ευχαριστούσε τη Μαρίνα με ένα φιλί για την υπομονή της και έπαιρνε ένα λιτό πρόγευμα που αποτελούνταν από μερικά αυγά, λίγες φέτες μπέηκον, μερικά μικρά κομμάτια τυρί, λίγα φρούτα εποχής, ένα, το πολύ δυο, τοστάκια με σαλάμι, και μια μπυρίτσα. Ίσως και δυο. Όμως το λιτό αυτό δεκατιανό βάραινε τον Αλέξανδρο, όχι πολύ, ίσα-ίσα για να του φέρει μια γλυκιά υπνηλία η οποία ευτυχώς πέρναγε με μια ωρίτσα ύπνο στο ντιβάνι του εργαστηρίου του. Ύστερα ο εξαιρετικός αυτός καλλιτέχνης ξύπναγε διαυγής και ζωηρός. Μετά από ένα καφεδάκι και μερικά εισαγόμενα σιγαρέτα α' ποιότητας, έβγαινε για μια βολτίτσα από την οποία επέστρεφε πεινώντας σαν λύκος, αλλά ευτυχώς η αγαπημένη του σύζυγος Μαρίνα τον περίμενε με ένα πλούσιο γεύμα που ετοίμαζε η χρυσοχέρα οικονόμος-υπηρέτρια. Μετά το μεσημεριανό που περιελάμβανε οπωσδήποτε μια-δυο μπουκάλες κρασί ο απογευματινός ύπνος ήταν επιβεβλημένος. 
Αργά το απόγευμα ο Αλέξανδρος ξυπνούσε μαχμουρλής και κακόκεφος. Δεν κάνει καλό ο ύπνος με γεμάτο στομάχι του έλεγε η Μαρίνα, αλλά εκείνος της εξηγούσε ότι ήταν απαραίτητος για να χωνέψει τη βαριά κουζίνα της περιοχής. Μα καλά δε μπορείτε να κάνετε κάτι πιο ελαφρύ για μεσημέρι; παραπονιόταν συχνά, ξεχνώντας πάντα ότι o ίδιος έλεγε στη Μαρίνα τι επιθυμούσε για φαγητό. Άλλοτε της γκρίνιαζε ότι το κλίμα του χωριού της του έφερνε υπνηλία και κακοδιαθεσία. Η Μαρίνα η οποία όπως καταλαβαίνετε τον λάτρευε σαν θεό, υπέμενε στωικά τη γκρίνια του και του έκανε όλα τα χατήρια σαν σε κακομαθημένο παιδί. Μέχρι και συνδικαιούχο στους τραπεζικούς της λογαριασμούς τον έκανε, αλλά οι καλλιτέχνες είναι άτομα ανυπότακτα και ανεξάρτητα όπως ίσως γνωρίζετε, κι έτσι ο Αλέξανδρος αντί να παραδοθεί μπροστά στο χρήμα, άρχισε να το μεταχειρίζεται σαν εργαλείο για τη βελτίωση του δύσκολου ζωγραφικού του βίου.

Καθημερινά λοιπόν μετά τον καθιερωμένο απογευματινό καυγά του με την Μαρίνα, ο Αλέξανδρος έπαιρνε την κούρσα με τον σωφέρ Λευτέρη και κατέβαινε στην πόλη για να γαληνέψει το πνεύμα του και να βρει τη χαμένη του έμπνευση σε ευαγή ιδρύματα που προορίζονταν ακριβώς για αυτόν τον σκοπό: την ψυχαγωγία των ανδρών ειδικά μετά από μια δύσκολη ημέρα και μια δυσάρεστη  οικογενειακή αψιμαχία. Και καθώς ήταν γοητευτικός άνδρας και κουβαρντάς (με τα χρήματα της Μαρίνας βέβαια), δεν του έλειπε ποτέ η εκλεκτή συντροφιά και όταν η συντροφιά είναι καλή ο χρόνος περνά γρήγορα, ειδικά όταν ο νους είναι προσηλωμένος σε υψηλά πνευματικά ζητήματα και όχι στην μονότονη περιστροφή των δεικτών του ωρολογίου. Ήταν λοιπόν φυσικό η κούρσα να επιστρέφει στην οικία της Μαρίνας λίγο πριν λαλήσουν τα παχουλά κοκόρια του χωριού.

Αυτό κράτησε μήνες πολλούς, έως ότου ένας ανήσυχος διευθυντής υποκαταστήματος τραπέζης την ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι οι αναλήψεις του αγαπητού της συζύγου ήταν κάπως υπέρ του δέοντος συχνές και τα ποσά τους όλο και αυξάνονταν. Το ίδιο απόγευμα λοιπόν που ο Αλέξανδρος ετοιμαζόταν να δώσει την καθιερωμένη του παράσταση και κατόπιν να πραγματοποιήσει την προβλεπόμενη ηρωική του έξοδο, η αγανακτισμένη Μαρίνα του έκανε τη σχετική συζήτηση.
Ο Αλέξανδρος άναψε και κόρωσε σαν φλόγα υγραερίου, και της εξήγησε σε πολύ αυστηρό τόνο ότι η Τέχνη απαιτεί πνευματική προσπάθεια και θυσίες και ότι δεν παράτησε την λαμπρή του σταδιοδρομία στις καλλιτεχνικές λεωφόρους της Πρωτεύουσας για να μαραζώσει στις στενές ατραπούς της επαρχίας, Δουλεύω καθημερινά , τόνισε, για να ολοκληρώσω μια σειρά έργων τέχνης που θα κάνουν εμένα διάσημο και εσένα υπερήφανη, Μαρίνα, κι εσύ μου μιλάς για το ποταπό ζήτημα των χρημάτων. Τότε η Μαρίνα αντέτεινε ότι έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος που εγκατασταθήκαμε και ακόμα φτιάχνεις το πρώτο πορτραίτο. Τότε ο σύζυγός της σηκώθηκε όρθιος, ακόμα πιο εκνευρισμένος, και επισήμανε ότι αυτό συμβαίνει διότι είναι το κορυφαίο έργο της συλλογής και θέλω να το κανω τέλειο. Ύστερα της έβγαλε ένα λογύδριο για την σπουδαιότητα την πνευματικής γαλήνης κατά την πνευματική δημιουργία και της έδωσε ζωντανά παραδείγματα από το Παρίσι του Μεσοπολέμου, όπου οι καλλιτέχνες επιδίδονταν σε συγκεκριμένες ενέργειες ώστε να ανοίξουν τα διανοητικά τους φτερά και να υψωθούν πέρα από τα ανθρώπινα ώστε να φτάσουν στην τελειότητα. Τότε η Μαρίνα έβαζε τα κλάματα και του ζητούσε να τη συγχωρήσει. Αυτό συνήθως ήταν το κατάλληλο σημείο για να εξέλθει χτυπώντας την πόρτα δυνατά πίσω του. "Exit Alexandros" θα έγραφε ο Σαίξπηρ λίγους αιώνες νωρίτερα!

Με τέτοιους καυγάδες πέρασε ακόμα ένας μήνας και ύστερα κι άλλος. Ο Αλέξανδρος έγινε ακόμα πιο έκδοτος, ενώ έφτανε στο σημείο ακόμα και να διανυκτερεύει στην πόλη. Μάλιστα κάποια φορά έλειπε δυο τρια μερόνυχτα στη σειρά, καθιστώντας τη Μαρίνα ακόμα πιο θυμωμένη, ακόμα πιο δυστυχισμένη, ακόμα πιο απελπισμένη. Διότι η Μαρίνα λάτρευε εκείνον τον άνθρωπο κι ας μην ήταν όπως όλα έδειχναν, υπόδειγμα πιστού συζύγου. Εντός της ραγισμένης καρδιά της βρίσκονταν ακόμα στρογγιλοκαθισμένος ο Αλέξανδρος και αυτό δε θα άλλαζε ποτέ. Όταν ο Έρωτας κακοφορμίσει και γίνει χρόνια ασθένεια, κανείς και τίποτα δεν μπορεί να τον θεραπεύσει.

Αλλά εκτός από την εσωτερική της δυσχέρεια υπήρχε και ένα άλλο ζήτημα, η Μαρίνα μεγαλωμένη με αρχές με τις οποίες ήταν εμποτισμένη παιδιώθεν, δεν ήθελε να πέσει στα μάτια της μικρής κοινωνίας στην οποία ζούσε. Α όλα κι όλα, μπορεί να είμαι μια απατημένη αλλά όχι και να το γνωρίζει και η τελευταία πλύστρα του χωριού και η τελευταία μοδίστρα της πόλης, σκεφτόταν.
Το ζήτημα της καλής έξωθεν μαρτυρίας περί της καταστάσεώς της, την βασάνισε πολύ, ώσπου μιαν αυγή που ξύπνησε από το τρεκλίζον βήμα του καλού της, συνέλαβε μια μεγαλοφυή ιδέα: αν σου είναι οι συντροφιές αυτές τόσο παραίτητες, μπορείς να τις φέρνεις εδώ, δεν υπάρχει λόγος να γνωρίζουν όλοι αυτοί εκεί έξω ότι προδίδεις το στεφάνι σου, έχω μια τιμή και μια υπόληψη να υπερασπιστώ. Τις έντονες αντιρρήσεις και τα θυμωμένα αντεπιχειρήματα του Αλέξανδρου τα κατέστειλε γρήγορα η απειλή ότι θα τον έπαυε από συνδικαιούχο των τραπεζικών της λογαριασμών. Το χρήμα πάντα νικάει σε έναν διάλογο.

Έτσι λοιπόν κάθε βράδυ κατέφθαναν στην αρχοντική οικία κούρσες γεμάτες γλεντοκόπους. Κοστουμαρισμένοι κύριοι, κυρίες με έξαλλα ντυσίματα και έντονα μακιγιάζ, αυτές οι δεύτερες υποχρεωτικά νεαρής ηλικίας, μεταξύ 20 και 25. Αααα ήταν μερακλής ο Αλέξανδρος, δε χαλάλιζε τα λεφτά του, τέλος πάντως της γυναίκας του τα λεφτά, όπου να'ταν. Το χωριό έπαψε να κουβεντιάζει τα ολονύχτια ξεπορτίσματα του συζύγου της Μαρίνας και έπιασε να ασχολείται με τα πλούσια και θορυβώδη πάρτυ που ελάμβαναν χώρα στο ευρύχωρο σαλόνι του ζεύγους. Αλλά και πάλι η καημένη δε βρήκε παρηγοριά στη μετατροπή της  οικίας της σε χαμαιτυπείο, για χάρη του καλού της, για να τον έχει κοντά της, διότι έβλεπε μπροστά της, ζωντανά, να διαδραματίζονται σημεία και τέρατα που έως τώρα μόνο τα υποψιαζόταν. Ο άνθρωπός της να χαριεντίζεται και να έρχεται περισσότερο από κοντά (για να ειπωθεί κομψά) με άλλες γυναίκες και μάλιστα εντός τους συζυγικού καταφυγίου! 

Κάπως έτσι η Μαρίνα άρχισε να πίνει. Με τόση στενοχώρια μέσα της και τόσα ποτά γύρω της ήταν άλλωστε απόλυτα φυσιολογικό. Έπινε σαμπάνια υποδεχόμενη τάχα μου χαρούμενη τους καλεσμένους του κυρίου της, συνέχιζε με τζιν μόλις κάθονταν στο τραπέζι, κατόπιν με κόκκινο κρασί κατά την ώρα του δείπνου, λικεράκια με το γλυκό κι ύστερα ξανά τζιν - πολύ τζιν, έως αργά. Όμως ο οργανισμός της ήταν ντελικάτος και αμάθητος και μια τέτοια αλκοολούχα υπερβολή ήταν λογικό να την διαλύσει. Έπεσε άρρωστη αρχές Μαΐου και μέχρι να βγει το καλοκαίρι παρέδωσε την βασανισμένη ψυχούλα της και άφησε τον Αλέξανδρο χήρο και μοναδικό της κληρονόμο. Λέγεται ότι το πάρτυ που έλαβε χώρα το βράδυ μετά την κηδεία της Μαρίνας, κράτησε ως την άλλη μέρα το μεσημέρι κι αυτό μόνο και μόνο τελείωσαν τα ποτά.

Ελεύθερος πλέον ο Αλέξανδρος ενέτεινε τις ακολασίες του αυτή τη φορά μη τηρώντας κανένα πρόσχημα, με περισσότερη ορμή, περισσότερη χλιδή και περισσότερες νεαρές υπάρξεις. Και όταν τα μετρητά στις τράπεζες στέρεψαν - έχει κάτι τέτοιες κακιές συνήθειες βλέπετε το χρήμα αν το αφήσεις να τεμπελιάσει, έβαλε χέρι πρώτα στα κοσμήματα της θανούσης, μετά στα χωράφια και στα ακίνητα της πόλης και τέλος στα έπιπλα και τα κειμήλια. Πούλησε καρέκλες, τραπέζια, γραφεία, κρεβάτια, σεβίτσια  χαλιά, υφάσματα όλα άριστης ποιότητας και υψηλής αξίας αλλά όλα όσο - όσο.  
Έμεινε μόνο ένα σκρίνιο απούλητο κανείς δεν ξέρει γιατί και ο μισοτελειωμένος πίνακας της Μαρίνας. Αχχ, δεν εκτιμάται όσο πρέπει η προοδευτική Τέχνη στις μέρες μας.

Τότε ήταν που αποφάσιε να πουλήσει και το σπίτι, αλλά εδώ δυστυχώς τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη καθώς ο δικηγόρος του υποψήφιου αγοραστή του θύμισε ότι αυτό ήταν υποθηκευμένο για ένα δάνειο που είχα πάρει πριν από κάμποσους μήνες. Μα πως μου διέφυγε μια τέτοια λεπτομέρεια απάντησε ατάραχος ο Αλέξανδρος.
Μαζί με τα χρήματα στέρεψαν και οι ωραίες συντροφιές. Πάνε οι παλιές δόξες, πάνε οι κούρσες οι φορτωμένες με αιθέριες υπάρξεις, πάνε τα λουκούλλεια δείπνα, πάνε οι κάσες με τα ακριβά κρασιά και τα κρυστάλινα μπουκάλια με τα σπάνια κονιάκ. Όταν λοιπόν και ο τελευταίος παλιατζής αποχώρησε, ο άφραγκος Αλέξανδρος, έβαλε σε μια βαλίτσα κάτι λιγοστά ρούχα που του είχαν απομείνει κι έφυγε από το χωριό περπατώντας. Το σπίτι είναι ακόμη άδειο καθώς η τράπεζα που το κατέσχεσε ζητά πάρα πολλά χρήματα, που ναι μεν του αξίζουν, αλλά ποιός θα δώσει μια περιουσία για ένα τεράστιο σπίτι σε αυτό το εσχατοχωριό;
Τον λεγάμενο δεν τον ξαναείδε κανείς από τους χωριανούς ποτέ. Ένα βράδυ στο καφενείο ο σωφέρ Λευτέρης υπό την επήρεια αρκετών καραφακίων τσίπουρου, αποκάλυψε ότι ήταν ερωτευμένος με τη Μαρίνα από παιδί και ισχυρίστηκε ότι ο Αλέξανδρος του είχε εξομολογηθεί πως δεν ήταν ζωγράφος, αλλά ζιγκολό, που σύχναζε σε γκαλερί και ψάρευε εύπορες μεγαλοκυρίες που οι ομορφιές τους βρίσκονταν στο χειμώνα αλλά η τσέπη τους είχε καλοκαίρι. Όταν όμως συνάντησε την νέα και θεσπέσια Μαρίνα, του άρεσε τόσο πολύ που της πούλησε πως ήταν ανερχόμενος ζωγράφος κι εκείνη που αναζητούσε απεγνωσμένα ένα παραμύθι για να πιστέψει, πιάστηκε στο δόλωμα. Αλλά δεν ξέρουμε αν συνέβησαν τα πράγματα έτσι, καθώς δεν είναι σωστό να δίνουμε σημασία στις κουβέντες του ποτού και στα λόγια των ερωτευμένων.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Η Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Θεσσαλονίκη 1989. Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της. Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης. Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα... Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής ...