Κρήτη, Αύγουστος 1976. Εκείνο το καλοκαιρινό μεσημέρι ο Μαρνιερογιάννης αφού είχε κατατροπώσει τους συμπαίκτες του στην πρέφα, απολάμβανε κάτω από τη σκιά της κρεβατίνας στην ταράτσα του καφενείου την παγωμένη λεμονάδα που είχε κερδίσει με την απαράμιλλη μαστοριά του. Ήταν η ώρα που η μεσημεριανή κάψα διέκοπτε το παιχνίδι μας στα στενά του χωριού – παίζαμε Πόλεμο, και πιάσαμε κι εμείς στασίδι στη δροσεράδα, για να ξαποστάσουμε δίπλα στον στρατηγό της τράπουλας, ο οποίος μας παρατηρούσε με ενδιαφέρον καθώς ρουφούσε το αναψυκτικό του. Ήμασταν αλήθεια ένα αλλοπρόσαλλο στρατιωτικό κλιμάκιο. Άλλος φορούσε ένα πλαστικό κράνος με το αστέρι του αμερικάνικου στρατού, δώρο σίγουρα κάποιου θείου από τη “Χώρα”, άλλος ένα στρογγυλό τάπερ κλεμμένο από τη μάνα του, άλλος ένα φθαρμένο στρατιωτικό τζόκεϊ – προφανώς λάφυρο από κάποιον συγγενή που το ‘χε κρατήσει ενθύμιο από τη θητεία, άλλος παρέμενε ασκεπής είτε επειδή δεν πρόλαβε να σουφρώσει κάτι από το σπίτι είτε γιατί το είχε χάσε
Τελευταία Κυριακή της σεζόν. Το μέρος έμοιαζε με συνέδριο κρετίνων. Κρετίνοι κάθε τύπου, ηλικίας, φύλου, τάξης και ιδεολογίας. Κρετίνοι μέσα στη θάλασσα που λαμπύριζε κάτω από το χάδι του ήλιου, κρετίνοι στις ξαπλώστρες της παραλίας που ήταν παραταγμένες σαν αλουμινένια στρατιωτάκια κάτω από τις ψάθινες ομπρέλες, κρετίνοι στα τραπεζοκαθίσματα του «ντεκ» από εμποτισμένο με χημικά ξύλο, κρετίνοι στη «σάλα» που έβραζε κάτω από το ξύλινο στέγαστρο με τους ανεμιστήρες που ανακάτευαν τον αέρα αντί να τον δροσίζουν, κρετίνοι βάδιζαν αμέριμνοι στο διάδρομο που τη χώριζε από την παραλία, κρετίνοι περίμεναν ανυπόμονα στο ταμείο για να πληρώσουν τα παγωτά τους, κρετίνοι μάλωναν με το παιδί στην είσοδο για το πεντάευρο της «ελάχιστης κατανάλωσης», κρετίνοι έβγαιναν από τις τουαλέτες χωρίς να έχουν τραβήξει το καζανάκι, κρετίνοι έπλεναν τα πόδια τους στους νιπτήρες με κίνδυνο στην καλύτερη να βουλώσουν την αποχέτευση ή γλιστρήσουν και να σπάσουν κανέναν γοφό στη χειρότερη. Μια βοή από κλάματα μωρ