Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος.
Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας.
- Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο.
Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο.
- Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο.
"Του ποταμού μας το νερό
βρέχει δε βρέχει τρέχει
ωραία το Μανδράκι μας
κορίτσια που τα έχει".
- Πρέπει να ίσχυε το ίδιο και για τα αγόρια, συμπλήρωσα κλείνοντάς της το μάτι.
Πάει το σύννεφο έφυγε. Χαμογέλασε χωρίς ψευτοντροπές.
- Κι αν είχανε πει τραγούδια με τον Πανάγο μου στις καντάδες!
Πάλι ο Πανάγος.Οι νεκροί δε λένε να μας αφήσουν στην ησυχία μας, σκέφτηκα.
- Δε σας ρώτησα τι θα πάρετε να κεράσω.
Σοβάρεψε απότομα.
- Εγώ θα σε κεράσω Κώστα, είπε επιτακτικά και έκανε νόημα στον Σφακιανό ο οποίος κυνηγούσε το αεικίνητο εγγόνι του που έτρεχε σαν σίφουνας ανάμεσα στα τραπέζια.
- Μισό λεπτό να τον πιάσω και έφτασα, έκανε αγκομαχώντας.
Παραγγείλαμε. Μπύρα εγώ, πορτοκαλάδα εκείνη.
- Αλλά και η Κρήτη καλή είναι, το ήξερες ότι γεννήθηκα στο Ηράκλειο;
- Αλήθεια; Κρητικιά δηλαδή;
- Όχι, Μικρασιάτισσα.
- Σωστά, έπρεπε να το μαντέψω από το όνομα. Και το επίθετο.
- Οι γονείς μου έφτασαν με ένα πλεούμενο μετά την Καταστροφή. Ο μπαμπάς μου ήταν έμπορος, έκανε περιουσία στο Ηράκλειο. Μέναμε σε ένα μεγάλο, υπέροχο σπίτι. Πέρασα πολύ ωραία στην Κρήτη Κώστα.
- Και γιατί φύγατε;
- Ο πόλεμος. Ο μπαμπάς μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας είχε πληροφορίες ότι οι Γερμανοί ετοίμαζαν επίθεση στην Κρήτη. Τον άκουσα ένα βράδυ να ψυθυρίζει στη μάνα μου ότι θα γίνει μακελειό. Θα βομβαρδίσουν το νησί έλεγε και πρέπει να φύγουμε. Η μαμά μου έκλαιγε. Πάλι ξεριζωμός!
- Εγώ στεναχωριόμουν που θα έχανα τις φίλες μου απ'το σχολείο. Ήμουν απαρηγόρητη. Ευτυχώς η  καλύτερη φίλη μου θα έφευγε κι εκείνη με τους γονείς της για Αθήνα. Έτσι θα είχα παρέα.
- Και φύγατε μαζί;
- Κάθε Πέμπτη έφευγε για Αθήνα ένα πλοίο του Ερυθρού Σταυρού. Επειδή τα άλλα πλοία ήταν στόχοι για τα γερμανικά αεροπλάνα, ήταν η ασφαλέστερη λύση. Εκείνη την Πέμπτη ήταν να ταξιδέψουμε όλοι μαζί και οι δυο οικογένειες, αλλά ο αγοραστής της επιχείρησης του μπαμπά έκανε πίσω την τελευταία στιγμή και χάσαμε το πλοίο.
- Τουλάχιστον την συνάντησες μετά;
Σκοτείνιασε πάλι το βλέμα της.
- Όχι, καθώς ταξίδευε ένα γερμανικό αεροπλάνο ανατίναξε το πλοίο. Μαζί με τη φίλη μου και την οιογένειά της. Αν είχαμε μπει θα είμασταν κι εμείς νεκροί. Όλοι. Κι εγώ και οι γονείς και ο αδερφός μου. Ποιός να μου πει μετά εμένα για τύχη και ατυχία. Η δική μου τύχη στέρησε τη ζωή της καλύτερής μου φίλης. Έτσι είναι η ζωή.
Αναστέναξε.
- Ας είναι, συνέχισε, την επόμενη Πέμπτη φύγαμε κι εμείς. Αλλά όχι όλοι. Ο μπαμπάς είχε πουλήσει το μαγαζί αλλά έμενε το σπίτι. Κι έτσι ταξίδεψε η μαμά μας με εμάς, δυο παιδιά. Μετά από ένα αγωνιώδες ταξίδι, φτάσαμε στον Πειραιά και ύστερα στην Αθήνα.
- Και ο μπαμπάς;
- Ο μπαμπάς, αναστέναξε. Τον περιμέναμε μήνες, νομίζαμε ότι πέθανε. Κλαίγαμε συνεχώς. Ευτυχώς μας είχε αφήσει τα χρήματα από την πώληση της επιχείρησης και ζούσαμε. Αλλά δε θα ξεχάσω εκείνη την αναμονή. Ποτέ δε θα την ξεχάσω.
- Ήρθε τελικά;
- Ήρθε. Ένα μεσημέρι άνοιξε η πόρτα και μπήκε. Ταλαιπωρημένος, αξύριστος, βρώμικος αλλά ζωντανός. Τρέξαμε και τον αγκαλιάσαμε. "όλα καλά"; ρώτησε η μαμά, "πούλησες το σπίτι";
Έβγαλε από το παλτό του ένα δέμα τυλιγμένο με παλιές εφημερίδες και της το έδειξε. "Το πούλησα για πενταροδεκάρες. Πήραν τους κόπους μου για τούτο εδώ" και έδειξε το δέμα. Το πέταξε  στο τραπέζι.
"Να το σπίτι μας" είπε δείχνοντάς ξανά πακέτο με το δάχτυλο "Μιάμιση οκά κιμάς".
Κι έβαλε τα κλάματα.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Ένα φίδι που το λένε Τες.

Με την Τες είμαστε μαζί 3 χρόνια. Την είχα βρει κουλουριασμένη κάτω από μια πέτρα στα ριζά ενός λόφου, χωρίς τ’ αδέρφια και τη μάνα της - ποιος να ξέρει τι τους είχε συμβεί. Τη λυπήθηκα έτσι μικρή, μοναχούλα και απροστάτευτη και την πήρα μαζί μου. Φαίνεται ότι τελικά είναι ψέμα ότι στα φίδια αρέσει το γάλα γιατί δεν ήθελε ούτε να το μυρίσει, έτσι την τάιζα τρυφερά έντομα και νεογέννητα ποντικάκια. Τώρα που μεγάλωσε τα τσακώνει μόνη της. Στην αρχή η Τες ήταν φοβισμένη και διστακτική, σιγά-σιγά όμως με συνήθισε και μάλιστα αρχίσαμε και να παίζουμε μαζί. Το αγαπημένο της είναι να κουλουριάζεται και να μαζεύεται κι ύστερα να τινάζεται με όλη της τη δύναμη πάνω μου, ενώ εγώ την αποκρούω πιάνοντάς την από το λαιμό για να την απιθώσω προσεκτικά στη θέση της. Με τον καιρό βελτιωθήκαμε και οι δυο τόσο πολύ σ’ αυτό το παιχνίδι που η μεν Τες φαίνεται σαν μια αχνή ασημένια λάμψη καθώς εκτοξεύεται και το χέρι μου από την άλλη τινάζεται τόσο ακαριαία που θυμίζει χτύπημα του μακαρίτη του Μπρου...