Θεσσαλονίκη 1989.
Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της.
Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης.
Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα...
Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής εστίας βρωμοπασόκα" της απαντούσα σκύβοντας να αποφύγω κάτι βιβλία βιολογίας χοντρά σαν τούβλα που μου εκσφεντονιζε. Ύστερα πηγαίναμε αγκαζέ για ρετσίνες στα "Κουμπαράκια" απέναντι από την Καμάρα.
Ο Μωχάμαντ δεν το χώνευε και πολύ το κολλητηλίκι μου με την καλή του, αλλά εκείνη του το 'χε ξεκόψει: "Ο μικρός είναι φίλος μου. Και οι φίλοι μου έχουν δικαιώματα". Πιστεύω όμως ότι δεν με έβλεπε σαν ανταγωνιστή κι ο ίδιος. "Πολύ μικρός για να μετράει" θα σκεφτόταν. Μου έριχναν κι οι δυο σχεδόν δέκα χρόνια ο καθένας. Καλού - κακού βέβαια είχε βάλει και τον αδερφό του το Γιούσεφ να μ'έχει από κοντά, πράγμα που δε με πείραζε γιατί είχα παρέα έναν ακόμα εργένη. Η σχέση μου με μια Κατερίνα είχε τελειώσει άδοξα, μάλλον λόγω ενός του χωριανού της από την Ασπροβάλτα, κάποιου Γιώργου.
Αυτός ήταν και ο πόνος που μοιράστηκα μαζί της εκείνο το βράδυ του Αγίου Βαλεντίνου καθισμένος στο στενό δωματιάκι της Α. στη φοιτητική εστία του ΑΠΘ. Αφού με παρηγόρησε και με κανάκεψε με ξαπόστειλε στο σπίτι μου στις 40 Εκκλησιές λέγοντας μισο-στεναχωρημένη μισο-χαρούμενη: "Περιμένω να με βγάλει σήμερα έξω ο Μωχάμαντ".
Στη γκαρσονιερα μου, τρεις ώρες, μισό πακέτο και ένα μπουκάλι αργότερα σκέφτηκα ότι είναι μαλακία να κάθομαι να κλαίω τη μοίρα μου ξύπνιος κι ότι είναι καλύτερο να κακομοιριάσω στον ύπνο μου. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα λοιπόν, χώθηκα κάτο από τα σκεπάσματα και περίμενα έναν ύπνο που δε φαινόταν πολύ διατεθιμένος να έρθει να με πάρει. Αντ'αυτού χτυπησε η πόρτα.
Ήταν η Α. αγνώριστη από το κλάμα. "Τι έπαθες"; ρώτησα ανήσυχος. "Ο μαλάκας" απάντησε με λυγμούς, "Ο μαλάκας δεν ήρθε" ξαναείπε κλαίγοντας και άναψε με τρεμάμενα χέρια ένα τσιγάρο. Της έδειξα τη μοναδική μου καρέκλα για να κάτσει. Άναψα κι εγώ τσιγάρο κι έκατσα στο κρεβάτι.Ήταν η σειρά μου να την παρηγορήσω. "Κάτι θα έτυχε ρε Α.", αφού ξέρεις δουλεύει νύχτα, μπορεί κάτι να τον καθυστέρησε. "Τον είδα από το παράθυρο, ήρθε με το αμάξ, πάρκαρε, ανέβηκε στο δωμάτιό του. Μετά το είδα που ξαναβγήκε έξω, πήρε το κωλοάμαξο και την εκανε. Τ'ακούς Κωστή; Ήρθε, στολίστηκε και ξαναέφυγε. Κι εγώ καθόμουνα και περίμενα όλο το βράδυ".
Τοτε άρχισε να μου λέει και τα υπόλοιπα, τα μεθύσια του, τα ντουμάνια του με μαύρο, τις απουσίες του για μέρες. Την άφησα να μιλάει, σχεδόν δεν την άκουγα. Σκεφτόμουνα την Κατερίνα. Λίγες μέρες πριν είχα πάει σπίτι της μ'ένα μπουκέτο λουλούδια. Οι υπόλοιποι επιβάτες στο λεωφορείο κοίταζαν την ανθοδέσμη και σιγοψυθίριζαν κρυφογελώντας. Έφτασα στην πολυκατοικία της Κατερίνας και βρίσκοντας ανοιχτή την εξώπορτα όρμησα στις σκάλες μέχρι τον δεύτερο όροφο που ήταν το διαμέρισμά της. Χτύπησα το κουδούνι. Ονειρευόμουν την έκπληξη, το χαμόγελο που θα ξεσπούσε ολόλαμπρο στη θέα των τριαντάφυλλων, το παραδομένο στη ρομαντική μου πράξη βλέμα της. Άλλη μια συναρπαστική νύχτα ερωτικής συμφιλίωσης. Αντί όλων αυτών άνοιξε την πόρτα εκείνος ο Γιώργος. Φορούσε ένα φακελλάκι. Δε με αναγνώρισε και απορημένος με κοίταξε. Τα ποντίκια του και οι δελτοειδείς του ήταν εντυπωσιακό θέαμα. παλαιστής κανονικός. "Με συγχωρείτε", ψέλισα, "η κυρία Ελένη Δημητρίου εδώ δε μένει"; κατάφερα να ψελίσω. "Όχι", απάντησε ευγενικά. "Αμμμ συγνώμη για την ενόχληση, μαλλον μπέρδεψα τα κουδούνια".
Άφησα το Γιώργο με τους δελτοειδείς του και τα μπράτσα του σύξυλους και κατέβηκα τις σκάλες κουτρουβαλώντας. Πέταξα τα λουλούδια πίσω από το άσο του θυρωρού και βγήκα στο ξεροβόρι.
Η Α. ακόμα μίλαγε όταν επέστρεψα στο τότε παρόν. Τη σταμάτησα. "Πάψε. Πάμε θα το κανονίσω εγώ το θέμα". Ο θυμός μου για εκείνη την Κατερίνα που δεν ήταν πια δικιά μου αλλά ανήκε πλέον σ'εκείνον το Γιώργο το μπρατσαρά μεταφέρθηκε αυτούσιος στο Μωχάμεντ. Ξύπνησε μέσα μου ο Κρητικός, και σκέφτηκα ότι κάποιος έπρεπε να πάρει εκδίκηση για την ερωτική αογοήτευση της Α. και μαζί με αυτήν και για όλες τις Α. και τους Κωστήδες που ένιωθαν τέτοια νύχτα ματαιωμένοι και προδομένοι.
Την πήρα από το χέρι και σχεδόν την έσερνα κατεβαίνοντας προς τις Εστίες. Είχε κι η ίδια τρομάξει από το μένος μου και την αποφασιστικότητά μου και δεν είπε κουβέντα μεχρι που την έσπρωξα μέσα στο δωμάτιό της και γύρισα για να φύγω. "Μην του κάνεις κακό" παρακάλεσε. "Μην ανησυχείς" έγρουξα, "ένα μαθηματάκι μόνο, ένα μικρό κρητικό μαθηματακι". κατέβηκα στο ισόγειο της εστίας, και κάθισα στο άθλιο καθιστικό έξω από το κυλικείο. Το κάθαρμα που το είχε ετοιμαζόταν να κλείσει. "θες τίποτα να σου φέρω πριν φύγω Κωστή;" ρώτησε με γλοιώδη ευγένεια το κάθαρμα. "Τον πούλο να φέρεις και να τον πάρεις να φύγετε παρέα" του πέταξα και του γύρισα την πλάτη.
Περίμενα μέχρι που ξημέρωσε, όσο περνούσαν οι ώρες η οργή μου μεγάλωνε. Κάποιοι μπήκαν. Τνάχτηκα. Τελικά ήταν ένα αγκαλιασμένο ζευγάρι φοιτητών. Λίγο πριν ανέβουν τη σκάλα τη φιλήθηκαν διψασμένα. Ζήλεψα. Η ώρα περνούσε, κι άλλο ζευγαράκι, κι άλλο υγρό φιλί. Κι ύστερ κι άλλο, κι άλλο. Λίγο πριν τις 6 το πρωΐ άκουσα θόρυβο αυτοκινήτου. Πάρκαρε. Ήχος από κλειδιά, Στο μισοσκόταδο της εισόδου η ψηλή σιλουέτα του Μωχάμαντ, κινήθηκε προς τις σκάλες τρεκλίζοντας. Περίμενα να ανεβεί, άφησα λίγα ακόμα λεπτά και άρχισα να ανεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες. Έμενε στον 5ο όροφο κι όσο λαχάνιαζα στο ανέβασμα τόσο φούντωνα, νόμιζα ότι θα σκάσω. Επιτέλους, έφτασα στην πόρτα του. Χτύπησα 2 φορές με τη γροθιά. Ο ήχος μέσα στ=ε τέτοια ησυχία ήταν λες βγαλμένος σαν από μουσική υπόκρουση θρίλερ. Η πόρτα άνοιξε, τα πράσινα μάτια του Μωχάμεντ ήταν μισοβασιλεμένα μα μόλις με είδε ζωντάνεψαν. "Τι θες"; ρώτησε και ο τόνος του είχε την ίδια ενοχλημένη ηχώ όπως τα λόγια εκείνου του Γιώργου.
"Ρε αρχίδι αυτό που έκανες στην Α. θα το πληρ...". η χερούκλα του Μωχάμαντ διέκοψε άκαιρα το λογύδριο, με άρπαξε από το πέτο του τζάκετ, με τράβηξε σα βαλίτσα στα χέρια εισπράκτορα των ΚΤΕΛ και με σώριασε στο εσωτερικό του δωματίου. Έπεσα πάνω σ'ένα βρώμικο χαλί και ακολούθησαν τα γυαλιά μου που κύλησαν κάτω από ένα τραπεζάκι. Μαζί τους έπεσαν στο πάτωμα η κρητικη αντριωσύνη μου, το απράμιλλο θάρρος μου και η κοχλάζουσα ορφή μου.
Στάθηκε για λίγο από πάνω μου, ύστερα εβγαλε ένα τσιγάρο το άναψε και φύσηξε τον καπνό ψηλά. Έμεινε εκεί να με κοιτάζει. Δεν τολμούσα να κουνηθώ. Σε μια τέτοια κατάσταση σκέφτηκα θα βγήκε η παροιμία "ψόφιος κοριός".
"Τι θα γίνει τώρα"΄τολμησα να ρωτήσω, εγώ θα κάθομαι μπρούμητα κι εσύ θα με κοιταζεις και θα καπνίζεις;
"Ξέρεις με πόσους τρόπους μπορώ να σε σκοτώσω"; είπε ψυχρά;
"Όχι αλλά δεν έχει σημασία, διότι το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο", κοίτα που βρήκα και θάρρος για χιουμοράκι, σκέφτηκα. Χαμογέλασε και τράβηξε άλλη μια τζούρα από το Marlboro.
Mαζεύοντας λίγη ακόμη αξιοπρέπεια συνέχισα "Αλλά κι εγώ ξέρεις με πόσους τρόπους μπορώ να αντισταθώ;"
"Όχι, αλλά δεν έχει σημασία, διότι το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο" με τάπωσε κι έσκασε στα γέλια. Το χέλιο του ήταν μπάσο, καθαρό και δυνατό. Άρχισα να γελάω κι εγώ.
Ο Μωχάμαντ γελώντας ακόμα, έσκυψε, πήρε τα γυαλιά και μου τα έδωσε.
"Καφέ ή τσάι;" ρώτησε. "Κανένα κρασάκι δεν παίζει να πάει κι η καρδιά μου στη θέση της;"
"Δεν πίνω" με ξάφνιασε. "Τι δεν πίνεις ρε φίλε"; κάγχασα καθώς σηκωνόμουνα και τίναζα σκόνη και τρίχες από πάνω μου. "Εσύ έχεις κατεβάσει το θερμαϊκό απόψε".
"Δεν πίνω ποτό. Αλλά μπορείς να πεις ότι απόψε κάπνισα το ολόκληρο γήπεδο της Τούμπας" με διόρθωσε και μπήκε στο κουζινάκι. Άναψε ένα γκαζάκι κι έβαλε ένα μεγάλο μπρίκι με νερό να βράσει. "Ας πιούμε ένα τσάι να καθαρίσει το μυαλό και μετά θα μιλήσουμε".
Λίγα λεπτά αργότερα καθόμασταν ο ένας απέναντι στον άλλο με δυο κούπες καυτό τσάι.
Έβγαλε έναν φάκελο με φωτογραφίες και μου τον έδωσε. Είδα ένα ωραίο σπίτι, λευκό με έναν καταπράσινο κήπο. Μετά μια BMW 520, μετά ένα σαλόνι. Στην επόμενη φωτογραφία μια παρέα καλοντυμένων ανθρώπων δίπλα σε μια πισίνα να πίνουν αναψυκτικά. Σε μια άλλη είδα μια μεγάλη εξωτερική είσοδο με καμαρα και μια τεράστια καγκελόπορτα. Οι φωτογραφίες έμοιαζαν να βγαίνουν από σκηνικό σαπουνόπερας. πολυτέλεια και πλούτος.
Του έδωσα πίσω τις φωτο κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά. Έβγαλε ένα παλιό περιοδικό, το άνοιξε στο σημείο που υπήρχε ένας σελιδοδείκτης και το γύρισε προς το μέρος μου. Το ξεφύλισα. Εκόνες καταστροφής. Πεσμένα ντουβάρια, τρύπες στη γη που έχασκαν, κομμάτια επίπλων διαλυμένα. Είδα και τη θεόρατη καγκελόπορτα πέντε-δέκα μέτρα μακριά από τη διαλυμένη καμάρα, στραβωμένη με τα κομένα σίδερά της να προεξέχουν σαν πόδια εντόμου.
Με ήσυχες κινήσεις μου πήρε το περιοδικό από τα χέρια και μου έδωσε μια φωτογραφία καδραρισμένη. Αντίκρυσα ένα υπέροχο θηλυκό με ένα κίτρινο φουστάνι. Τα μαλλιά της είχαν το ίδιο ανοικτοκάστανο χρώμα με του Μωχάμαντ και τα μάτια της το ίδιο ζαφειρένιο χρώμα. Μου έδωσε ένα άλλο περιοδικό. Βρήκα μόνος μου το σελιδοδείκτη. Είδα την ίδια κοπέλλα, αυτή τη φορά σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Ξεραμένα αίματα στο κάποτε ωραίο πρόσωπο που του έλειπε ένα μάτι. Ένα κενό στο σεντόνι έδειχνε ότι το δεξί πόδι δεν υπήρχε. Και από το χέρι μάλλον λίγα πράγματα είχαν απομείνει.
"Βόμβα" με ενημέρωσε ξερά και πήρε ανάσα.
"Το σπίτι μου έγινε ρεπορταζ στο Time και η αδερφή μου στο Der Spiegel. Η μάνα μου κι ο πατέρας μου δεν ξέρω που είναι. Μάλλον σε στρατόπεδο στο Λίβανο. Το ίδιο και τα άλλα μου αδέρφια. Αν ζουν. Μόνο Ο Γιούσεφ μου έμεινε γιατί κατάφερα να τον πάρω μαζί μου φεύγοντας. Άστα πως φύγαμε. Πολύ δύσκολα. Μέσω της PLO κατάφερα και έφτασα εδώ. Ήρθαμε εδώ ως φοιτητές. Το διαβατηριό μου έληξε. Δεν μπορώ να το ανανεώσω. Ήμουνα μαχητής της Al Fatah. Εκεί κάτω είμαι επικηρυγμένος. Δεν μπορώ να επιστρέψω. Δε θα ξαναδώ τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Η αδερφή μου είναι σε ένα ίδρυμα της κακιάς ώρας. Χωρίς πόδι, χωρίς χέρι, χωρίς μάτι και χωρίς κάποιον δικό της κοντά". Μιλούσε σχεδόν ψυχρά, με στεγνά μάτια. Ο δικός του ακρωτηριασμός ήταν εσωτερικός.
"Κάθε φορά που ο κόσμος χαίρεται και γλεντάει εγώ νιώθω ότι θέλω να κάνω εμετό. Οι γιορτές και οι επέτειοι μου φέρνουν αναγούλα το καταλαβαίνεις; Δεν έχω μέσα μου πόνο απλώς, εγώ είμαι ολόκληρος ένας πόνος που έχει μέσα του λίγο άνθρωπο. Αυτόν τον άνθρωπο τον έχω χαρίσει στην Α. Το ξέρω ότι της πέφτει ελάχιστος αυτός ο μικρός άνθρωπος αλλά δεν έχω άλλον. Μακάρι να είχα γιατί και αυτόν πάλι στην Α. θα τον έδινα".
Δε βρήκα καμμιά ζεστή κουβέντα να του πω. Δεν την ήθελε άλλωστε. Ήπια την τελευταία γουλιά από το τσάι που είχε κρυώσει, σηκώθηκα και στράφηκα προς την πόρτα. Σηκώθηκε με ευγένεια και με ξεπροβόδισε. "Να ξανάρθεις όποτε θες" με αποχαιρέτισε.
Ήταν το πιο πικρό τσάι της ζωής μου.
Υ.Γ. Συνέχισα για καιρό να κάνω παρέα με την Α. και το Μωχάμεντ. Ώσπου ένα Πάσχα τον έπιασαν και τον έχωσαν στη φυλακή Διαβατών. Δε θέλω να πω γιατί. Ύστερα χαθήκαμε. Ακόμη κι αν δεν είναι πια μαζί ξέρω ότι η Α. τον αγαπάει ακόμη. Όπως ξέρω κι ότι ο Γιούσεφ δε θα συγχωρέσει ποτέ την εξαφάνισή μου.
Εκείνη η Κατερίνα επέστρεψε κοντά μου λίγες εβδομάδες αργότερα. Δυστυχώς γι'αυτήν την είχε προλάβει μια Σοφία. Η τελευταία φουρκισμένη με την αντίζηλο μου πέταξε ένα μπουκάλι Blue Curacao στο κεφάλι. Δε με πέτυχε αλλά έφυγε. Την ακολούθησα απελπισμένος με τα πόδια μέχρι τα Αναψυκτήρια. Εκεί γνώρισα την Ελένη.
Καλά να είναι και οι τρεις όπου κι αν βρίσκονται.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου