Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2018

Σπύρος "the Pilot"

Άμα με τσάκωνε να γράφω τη νεκρολογία του θα μου έλεγε αυστηρά: - Τι ψάχνεις να βρεις τώρα ρε φιλιότσο, τον άξονα της γης; ο άξονας της γης είναι νοητός. - Ρε νονέ, αφού πέθανες, να μη γράψω το κατιτίς μου; - Και τι είσαι συ, γραφέας επικηδείων; - Ο βαφτισιμιός σου είμαι νονέ. - Ναι αλλά εκτός τούτου, και συν τοις άλλοις, φιλιότσο, σημασία έχει ο Μανώλης ο Μαρνιέρος, ο Βαγγέλης ο Σπαντής, ο Γιάννης ο Ζερβός, ο Παπαδογιάννης, ο Γιάννης ο Μέτζος, ο Κωστής, ο Γιώργης τ'Αλεξά, η Μαριάννα και όλοι μα όλοι οι χωριανοί να είναι καλά και να περνάνε ωραία. Και ο σύντεκνος οπωσδήποτε και η συντέκνισσσα. - Ναι ρε νονέ αλλά μπορεί να μην περνάνε και τόσο καλά τώρα γιατί, μόλις σε θάψανε. - Ναι, αλλά έκτός τούτου φιλιότσο, σημασία έχει η καλή παρέα και να περνάμε καλά. - Θυμάσαι τότε, λίγο μετά τη χούντα, που τραγουδούσε ο Ξυλούρης στο Ρέθυμνο και ήμασταν πίσω – πίσω με τους όρθιους νήπιο σχεδόν εγώ και δεν έβλεπα παρά τη

Το Πάρτυ

Ήχος κινητού. Έπρεπε να το είχα κλείσει ο μαλάκας. Ναι! Έλα ρε μάνα, ναι καλά είμαι, εσύ; Ναι ρε μαμά είχα δουλειές δε σε πήρα. Που είμαι; Σ'ένα πάρτυ μαμά... Ναι, πάρτυ. Ναι, μεσημεριάτικα ρε μάνα, αφού το ξέρεις, είναι ανώμαλοι αυτοί οι Αθηναίοι. Πολύς κόσμος ναι. Εξαιρετικοί άνθρωποι, ναι ρε μάνα, αφού ξέρεις ότι κυκλοφορώ ανάμεσα στην καλή κοινωνία. Ναι, ήρθανε όλοι ακάλεστοι κι εγώ μαζί, φοράνε και τα καλά τους, σα τις μύγες είναι με τα μαύρα γυαλιά. Τι; Λέω, γυαλιά καρφιά θα τα κάνουμε μετά. Όχι ρε μάνα δεν πίνω δεν παίζει πιοτό εδώ. Κανένα κονιάκ στο τέλος με τον καφέ. Τι; θα πάω για καφέ μετά λέω. Ένας παλιός φίλος το κάνει, ναι... δεν τον ξέρεις ρε μαμά... θυμάσαι που είχες βρεί στο βιβλίο της Ιστορίας μου στη 3η Γυμνασίου το ποίημα που έλεγε για τη σιλικόνη στα βυζιά, ναι ρε μαμά αυτουνού ήτανε, ναι, τότε που φώναζες σαν τρελή ότι θα καταστρέψω τη μικρή μου αδερφή με τις αηδίες που φέρνω στο σπίτι. Όχι ρε μάνα, δεν είσαι τρελή, τρόπος του λέγειν, που λέει ο λόγος

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη