Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το Πάρτυ


Ήχος κινητού. Έπρεπε να το είχα κλείσει ο μαλάκας.
Ναι!
Έλα ρε μάνα, ναι καλά είμαι, εσύ;
Ναι ρε μαμά είχα δουλειές δε σε πήρα.
Που είμαι; Σ'ένα πάρτυ μαμά... Ναι, πάρτυ.
Ναι, μεσημεριάτικα ρε μάνα, αφού το ξέρεις, είναι ανώμαλοι αυτοί οι Αθηναίοι.
Πολύς κόσμος ναι. Εξαιρετικοί άνθρωποι, ναι ρε μάνα, αφού ξέρεις ότι κυκλοφορώ ανάμεσα στην καλή κοινωνία. Ναι, ήρθανε όλοι ακάλεστοι κι εγώ μαζί,
φοράνε και τα καλά τους, σα τις μύγες είναι με τα μαύρα γυαλιά.
Τι; Λέω, γυαλιά καρφιά θα τα κάνουμε μετά.
Όχι ρε μάνα δεν πίνω δεν παίζει πιοτό εδώ. Κανένα κονιάκ στο τέλος με τον καφέ.
Τι; θα πάω για καφέ μετά λέω.
Ένας παλιός φίλος το κάνει, ναι... δεν τον ξέρεις ρε μαμά...
θυμάσαι που είχες βρεί στο βιβλίο της Ιστορίας μου στη 3η Γυμνασίου το ποίημα που έλεγε για τη σιλικόνη στα βυζιά, ναι ρε μαμά αυτουνού ήτανε, ναι, τότε που φώναζες σαν τρελή ότι θα καταστρέψω τη μικρή μου αδερφή με τις αηδίες που φέρνω στο σπίτι.
Όχι ρε μάνα, δεν είσαι τρελή, τρόπος του λέγειν, που λέει ο λόγος δηλαδή.
Τι λες μάνα; με βλέπεις στην τηλεόραση; Δίπλα στον Ψινάκη; Μάνα τρελάθηκες;
Όχι ρε μάνα, δε σε είπα τρελή, μια έκφραση είναι.
Που το βρήκα αυτό το μαύρο μπουφάν; έλα ρε μάνα; κλείσε την τηλεόραση σου χει κάνει το μυαλό κοτόσουπα. Όχι ρε μάνα, δε σε λέω τρελή, αλλά άμα μου λες ότι περνάει από πίσω μου ο Παπακαλιάτης τρομάζω. Ναι ρε μάνα, κανένας που μου μοιάζει είναι. Κλείσε την τηλεόραση μαμά... τι πα να πει ποιά είναι αυτή δίπλα μου, άστο ρε μάνα,
ρε μάνα τι κλαις τώρα δεν είμαι εγώ σου λέω. Βάλε να δεις κανένα σηριαλ, θα σε μουρλάνουν οι ειδήσεις. Σου λείπω ρε μαμά και νομίζεις ότι με βλέπεις στην τηλεόραση.
Βάλε κανένα κανάλι με τούρκικα να ηρεμήσεις.
Ναι, μαμά, θα τα δώσω τα χαιρετίσματα στην Άννα.
Ρε μάνα να σου πω, ακούς; να προσέχεις μαμά, και πες στο μπαμπά να μη τρέχει να κλαδεύει ελιές χειμωνιάτικα τ'ακούς; Ν'αφήσει τα αντριλίκια, δεν είναι μπλιό κοπέλι.
Ναι ρε μάνα, εντάξει, τι; πάλι τα ίδια, ρε μάνα δεν τον ξέρεις τον άνθρωπο σου λέω, όχι,
τι πως τον λένε; Τζίμη τον λένε ρε μάνα, άντε γεια τώρα, φίλα μου το μπαμπά.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Το πορτρέτο της Μαρίνας

Ήταν η πριγκίπισσα του χωριού. Μοναχοκόρη του μεγαλοκτηματία, εμπόρου, μεταπράτη, μεσίτη, τοκογλύφου, πολιτευτή και τι δεν ήταν ο ο μπαμπάς της, κυρίου Θεοδώρου,  που είχε καταφέρει να αυγατίσει την ήδη μεγάλη περιουσία του πατρός του και να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του τόπου του. Η σύζυγός του και μητέρα της η Ασπασία, ήταν μια ευειδής αλλά κάπως τροφαντή μοσχαναθρεμένη κόρη μεγαλεμπόρου ζωοτροφών (συνεργάτη του κυρίου Θεόδωρου), που όσο η τρισχαριτωμένη κορούλα της ομόρφαινε και ψήλωνε, τόσο εκείνη ασχήμαινε και χόντραινε. Όσο για τον κύριο Θεόδωρο εκείνος συνέχισε να πλουτίζει  Έτσι είναι, τα νειάτα και η ομορφιά διαρκούν λίγο, μα η ανθρώπινη πλεονεξία δεν έχει τελειωμό. Αντίθετα με άλλους προνομιούχους, ο κύριος Θεόδωρος δεν άφηνε το χωριό για να μετοικήσει στην πόλη έχοντας υπόψιν το σχετικό ρητό περί πρωτιάς και δευτεροσύνης και απολάμβανε την πρωτοκαθεδρία του απέναντι σε αγροτοκτηνοτρόφους, εργάτες και υπαλληλίσκους οι οποίοι τον έβλεπαν σαν ένα θεσμ...

Η Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Θεσσαλονίκη 1989. Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της. Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης. Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα... Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής ...