Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ



 


 Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα.

Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν  βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ  κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,  κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη  απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους.
Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο
Mittagspause  αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να προπορευόμουν, το Σαββατοκύριακο θα με ξεπερνούσαν με άνετο βηματισμό.
Ξαφνικά πρόσεξα ότι δεν ήμουν ο μόνος άτακτος στο χώρο! Ένας καλοστεκούμενος γηραιός –πατημένα 75, μπορεί και 80, άδειαζε με ευλάβεια σε ένα μακρόστενο ποτήρι μια
Paulaner.
Μωρέ σταθερό χέρι ο γέρο-μπαγάσας, σκέφτηκα. Άδειασε όλη τη μπύρα στο ποτήρι χωρίς να χύσει σταγόνα και ξαφνικά, στράφηκε και με κοίταξε σα να με τσάκωσε που κρυφοκοιτούσα. Του έκανα εβίβα με το μπουκάλι της
Erdinger μου. Ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και αφού έφερε προσεκτικά το ποτήρι μέχρι τα χείλια του, ήπιε μια γερή. Ύστερα συνεχίσαμε και οι δυο το φαγητό μας σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
Όταν σηκώθηκα για τη δεύτερη δόση μπύρας, είδα ότι καθόταν ακόμα στη θέση του όπως πριν με τη μόνη διαφορά ότι το πιάτο και το ποτήρι του ήταν άδεια. Του έδειξα το μπουκάλι με την μπύρα. Μου έκανε νόημα
JA !
Επέστρεψα με 2 μπύρες στα χέρια και έκατσα στο τραπέζι του. Τον άφησα να γεμίσει μόνος του το μακρόστενο ποτήρι και έμεινα να τον παρατηρώ. Αδύνατος αλλά σε φόρμα, όχι ντελικάτος, μέτριο ύψος, λευκά μαλλιά αραιά πολύ, κάποτε σίγουρα ξανθά, το καταλάβαινες από τα φρύδια που χρύσιζαν λίγο, γαλάζια, ελαφρώς θαμπά μάτια, γυαλιά στρογγυλά με ασημί μεταλλικό σκελετό,  χέρια λεπτοκαμωμένα  γεμάτα σκούρες φλεβίτσες, λαιμός λίγο ζαρωμένος, προτεταμένο μήλο του Αδάμ που ανεβοκατέβαινε καθώς έπινε την μπύρα του. Συμπαθητικό πρόσωπο αν και λίγο αποστεωμένο, πράγμα που έκανε κάπως έντονα τα ζυγωματικά. Χείλη φτενά και άχρωμα.
-
Prost, είπε και σήκωσε το γεμάτο ποτήρι.
- Prosit, υπερθεμάτισα και σήκωσα το μπουκάλι μου.
- Έλληνας ε;
- Σωστά.
- Από πού ήρθατε;
- Αθήνα.
- Έχετε καιρό στη Γερμανία; Ρώτησε.
- Ένα μήνα … νομίζω.
- Νομίζετε;
- Πολλή δουλειά, πολλά νέα πράγματα, ελάχιστος χρόνος για να υπολογίσω το χρόνο.
- Μιλάτε καλά τα Γερμανικά.
- Μιλάω χάλια γερμανικά αλλά σας ευχαριστώ.
- Τα μιλάτε με αποφασιστικότητα όμως.
- Όποιος μιλά γερμανικά ακούγεται αποφασιστικός. Ακόμα κι όταν λέει «νομίζω».
Χαμογέλασε. Ωραία δόντια. Ψεύτικα βέβαια, αλλά καλή δουλειά. Όταν γεράσω θα έρθω εδώ να μου φτιάξουν μασέλες, σκέφτηκα.
- Για να σας προσλάβουν σε γερμανική εταιρία θα πει ότι τα μιλάτε καλά.
- Που ξέρετε ότι με προσέλαβαν;
Έδειξε ένα γύρω τους υπόλοιπους πελάτες.
- Δεν υπάρχουν τουρίστες εδώ μέσα, είπε. Η περιοχή έχει μόνο γραφεία.
- Α σωστά. Στο γραφείο μιλάμε Αγγλικά κυρίως. Είμαστε από διάφορες χώρες.
- Ε τότε θα μιλάτε  καλά Αγγλικά.
- Ούτε. Κώδικα για υπολογιστές γράφω. Αυτή τη γλώσσα την ξέρω άπταιστα, κοκορεύτηκα.
- Να λοιπόν, ήξερα ότι κάτι κάνατε καλά!
- Είστε, πως το λένε, εμμμ αυτός που καταλαβαίνει… που εμμ βλέπει πράγματα.
-
Scharfsinnig: οξυδερκής.
- Αυτό!
- Μάθατε μια καινούρια λέξη σήμερα.
- Ευχαριστώ δάσκαλε.
-
Bitte.
- Κι εσείς εργαζόμενος;
- Φυσικά!
- Αλήθεια;
- Ναι μα τω Θεό, είμαι ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου!
- Α!
- Τέλος πάντων ήμουν, τώρα το διαχειρίζεται ο γιός μου. Μου έδειξε τον τύπο στο ταμείο που μας παρατηρούσε εδώ και ώρα καθισμένος πίσω από το πόστο του. Εγώ απλώς επιβλέπω.
- Α!
- Σας αρέσει η Γερμανία;
- Για να πω την αλήθεια λατρεύω κυρίως το γερμανικό μάρκο και την ισοτιμία του με τη δραχμή.
- Α! Ήταν η σειρά του να απαντήσει με το διεθνές αυτό επιφώνημα.
- Και οι Γερμανίδες μου αρέσουν. Για να πω την αλήθεια έχω διαπιστώσει ότι μας στέλνετε τις πιο άσχημες για τουρισμό και κρατάτε για τον εαυτό σας τις όμορφες.
Αυτή τη φορά γέλασε τρανταχτά.
- Έχουν χιούμορ οι Έλληνες, διαπίστωσε.
- Μόνο αυτό έχουμε δικό μας. Τα άλλα τα αγοράζουμε.
- Και μάλιστα με κακή ισοτιμία, ε;
Ήταν η σειρά μου να γελάσω;
- Έχετε επισκεφτεί την Ελλάδα;
- Βέβαια.
- Για τουρισμό;
- Και για τουρισμό.
Μου φάνηκε ότι σκοτείνιασε λίγο αλλά δεν ήμουν σίγουρος γιατί σήκωσε το ποτήρι να  αποτελειώσει την μπύρα του και δεν έβλεπα καλά το πρόσωπό του. Άφησε το ποτήρι προσεκτικά στο τραπέζι.
- Εγώ δε θα πιώ άλλο για σήμερα, η ηλικία μου δεν το επιτρέπει αλλά αν εσείς θέλετε κερνάω ακόμα μια μπύρα…
- Ευχαριστώ αλλά όχι, σε λίγο πρέπει να επιστρέψω στο γραφείο. Κοίταξα το ρολόι μου. Σε 10 λεπτά πρέπει να πάω πίσω.
- Σας λείπει το σπίτι σας;
- Μου λείπουν οι φίλοι μου.
- Το κορίτσι σου;
- Δεν ξέρω. Νομίζω.
- Κατάλαβα, μάλλον δεν είναι η εκλεκτή ε;
- Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.
- Υπάρχει. Η Χέλγκα μου ήταν η δικιά μου εκλεκτή. Πέθανε πριν 3 χρόνια.
- Λυπάμαι…
- Αυτά έχει η ζωή. Αλλά περάσαμε πολλά καλά χρόνια.
- Εγώ δε θα βρω την εκλεκτή.
- Πού το ξέρεις.
- Το ξέρω.
- Απογοητευμένος ε;
- Μάλλον ρεαλιστής.
- Το ίδιο κάνει νεαρέ.
- Κώστας.
- Φόλκερ.
- Χάρηκα πολύ.
- Κι εγώ νεαρέ Κώστας.

Πλήρωσα το βλοσυρό υιό - ταμία κι έφυγα χαρούμενος που έκανα τον πρώτο μου Γερμανό φίλο κι ας με περνούσε πάνω – κάτω μισό αιώνα. Από εκείνο το μεσημέρι τα λέγαμε συχνά παρέα με μπύρες και τυριά που με φίλευε από την κουζίνα και τα έφερνε τυλιγμένα στις μπορντό χαρτοπετσέτες του μαγαζιού του. Δεν υπάρχει καλύτερο επιδόρπιο από το τυρί, έλεγε. Το γλυκό είναι για μαλάκες.
Käse rundet ein gutes Essen ab: Το τυρί ολοκληρώνει ένα καλό γεύμα. Συζητούσαμε γελώντας για διάφορα και κουτσομπολεύαμε τους άλλους πελάτες.
Μπορείς να βγάλεις πολλά συμπεράσματα βλέποντας κάποιον να τρώει και επειδή είναι και μια ας πούμε ενστικτώδης διαδικασία, βλέπεις διάφορα τικ και κουσούρια. Ήταν ας πούμε κάποιος που πριν βάλει το πιρούνι με το φαγητό στο στόμα το μυριζόταν σαν σκύλος (αυτό ήταν και το πρατσούκλι του: Hund ) ή ο
Fataula που δεν έπεφτε ποτέ κάτω από τρία βαρυφορτωμένα πιάτα τη φορά αλλά ο πιο διασκεδαστικός και θορυβώδης απ’ όλους ήταν ο Ρουφήχτρας (Saugnapf) που ρούφαγε τη σούπα του με τέτοια μανία βγάζοντας έναν ήχο που θύμιζε υπερηχητικό τζετ.
Καλαμπουρίζαμε και κρυφοχαχανίζαμε σαν γυμνασιόπαιδα μέχρι που τέλειωνε και η δεύτερη μπύρα και επέστρεφα χορτάτος από φαγητό και γέλιο στο γραφείο.


Μια μέρα ήρθε ένας συνάδελφος από Αθήνα στο σπίτι κρατώντας μου ένα φοβερό πεσκέσι: ο αθεόφοβος είχε χώσει στη βαλίτσα μισό κεφάλι κρητική γραβιέρα και μια μποτίλια τσικουδιά που είχε ψωνίσει από ένα μαγαζί με κρητικά στην Καλλιθέα. Ήταν το ευχαριστώ που τον βοήθησα σε μια παρουσίαση στον «Μεγάλο» ακριβώς πριν τα κάνει εντελώς θάλασσα. 
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, έκοψα ένα καλό κομμάτι από το τυρί, έβαλα κάμποση  ρακή σε ένα μικρότερο μπουκάλι και το μεσημέρι φτάνω στο σελφ - σερβις. Ο Φόλκερ που ήταν όρθιος στο ταμείο και κάτι έλεγε σε επιτακτικό τόνο στον βλοσυρό, μου έκανε νόημα να κάτσω και θα έρθει. Ήρθε πάνω που τέλειωνα το πιάτο μου (εξαιρετικό μοσχάρι κατσαρόλας με πουρέ πατάτας και γλυκά κρεμμύδια).
- Φόλκερ, έχετε φάει;
- Τρώω πάντα νωρίς όπως ξέρεις. Πάντως είμαι έτοιμος για τα υπόλοιπα όπως πάντα φίλε!
- Σήμερα κερνάω το επιδόρπιο!
Ξετύλιξα τελετουργικά το ασημόχαρτο με την κεφαλογραβιέρα και έβγαλα από την τσέπη του παλτού το μπουκάλι με τη ρακή και ξεβίδωσα το καπάκι. Τινάχτηκε προς τα πίσω.
- Τι είναι αυτά;
- Τυρί και ρακή. Από την πατρίδα.
- Από την Αθήνα;
- Από την Κρήτη.
- Α.
- Μα δεν είμαι από την Αθήνα. Κατάγομαι από την Κρήτη. Δε στο έχω πει. Βλέπεις ποτέ δε μιλάμε για το παρελθόν, χα χα χα, για τα νιάτα μας.  Θα κανονίσω να μου στείλουν και φέτα, θα πάθεις πλάκα με αυτό το άσπρο τυρί. Και θα βρω και απάκια. Ξέρεις, καπνιστό κρέας από χοιρινό. Εξαιρετικό για μπύρα!
- Α.
- Φόλκερ, κοίτα, δεν ήθελα να σε προσβάλω. Απλά είπα να ανταποδώσω το …
- Δε με προσβάλεις, απλά ξαφνιάστηκα.
- Μου τα έφερε χτες ένας φίλος και είπα να σου κάνω έκπληξη.
- Καλά έκανες. Κρήτη λοιπόν, ωραίο νησί. Είχα πάει κάποτε.
- Τουρίστας;
- Εχμ.. ναι.
Δεν έδωσα σημασία στην αμηχανία. Ίσως δεν έχει συνηθίσει στα δώρα. Τι παράξενοι οι Γερμανοί τελικά.
- Τι λες, θα πιούμε τις μπυρίτσες μας; Δεν έφαγα μεγάλη μερίδα ίσα – ίσα για να αφήσω χώρο.
- Εμμ, ναι, ναι. Κάτσε να φέρω ένα πιάτο!
- Και δυο ποτηράκια. Μικρά.
Έφερε ένα πιάτο και 2 φλυτζάνια του εσπρέσο.
- Από ποιο μέρος της Κρήτης λοιπόν;
- Ρέθυμνο. Γέμισα τα φλυτζάνια ποτό.
- Ωραία πόλη.
- Ε καλά, δεν είμαι από την πόλη, σε χωριό του Νομού Ρεθύμνου γεννήθηκα.
- Και πώς το λένε το χωριό σου;
- Σιγά μην το ξέρεις. Ένα μικρό, ασήμαντο χωριουδάκι. Ορεινό.
- Α. Και πως το λένε λοιπόν;
Μόλις του είπα το όνομα του χωριού μου έπαιξε μερικές φορές νευρικά τα ματοτσίνορα και έμεινε να με κοιτάει μαρμαρωμένος. Φοβήθηκα. Κόλπος του ήρθε; Τον ακούμπησα στον ώμο.
- Φόλκερ!
- Το ήξερα. Με το που τα μύρισα το κατάλαβα αμέσως!
- Ποιο πράγμα;
- Φύγε.
- Τι;
- Πήγαινε στο γραφείο, τέλειωσε τη δουλειά σου και έλα αμέσως εδώ.
Έπιασε ένα-ένα τα φλυτζάνια του καφέ και άδειασε ξανά τη ρακή στο μπουκάλι. Λίγες σταγόνες έβρεξαν  το τραπέζι. Το χέρι του είχε χάσει τη σταθερότητά του. Ύστερα ξανα-τύλιξε το τυρί στο χρυσόχαρτο.
- Έχουμε να μιλήσουμε.
- Αυτό δεν κάνουμε κάθε μέρα;
- Σοβαρή κουβέντα.
- Τι θα πούμε δηλαδή;
- Εγώ θα σου πω. Εσύ θα ακούς.
- Δεν καταλαβαίνω.
- Εξαφανίσου. Τι ώρα σχολάς;
- Πέντε.
- Έλα από εδώ, το μαγαζί θα κλείνει εκείνη την ώρα, θα είμαστε μόνοι μας.
- Δεν καταλαβαίνω.
- Έχεις κάπου να πας μετά το γραφείο;
- Όχι.
- Ωραία. Θα σε περιμένω.

Δεν είχα μυαλό για δουλειά για την υπόλοιπη μέρα. Ευτυχώς ήταν Παρασκευή και ο «Μεγάλος» την είχα κάνει νωρίς οπότε δεν είχα κάτι επείγον κι έτσι σκότωνα την ώρα μου παίζοντας πακ-μαν στον υπολογιστή του γραφείου, προσπαθώντας να μαντέψω τι διάολος είχε καβαλήσει τον φίλο Φόλκερ.  
Πέντε η ώρα ακριβώς ξαναέμπαινα στο μαγαζί του, όπου τον βρήκα να κάθεται στο συνηθισμένο του μέρος αλλά αυτή τη φορά όχι στο πλάι, παρά ανφάς με τους δυο αγκώνες του ακουμπισμένους στο τραπέζι και ανάμεσά τους το μπουκάλι με τη ρακή.
- Αν ανοίξεις το μπουκάλι και πάρεις βαθιές ανάσες θα κάνει καλύτερη δουλειά, αστειεύτηκα.
Μισο-γέλασε.
- Κάτσε. Σήμερα θα μεθύσουμε.
- Αμήν.
Γέμισε τα δυο φλυτζανάκια. Και ξεκίνησε την ιστορία του:

Με τη Χέλγκα μου γνωριστήκαμε το 1946, λίγο μετά τον πόλεμο. Ήμουνα 26 κι εκείνη 24.
Εγώ μόλις είχα επαναπατριστεί μετά τη συνθηκολόγηση του 1945, και έφτασα ύστερα από ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι, άνεργος σε μια διαλυμένη χώρα. Τουλάχιστον εδώ στην περιοχή δεν είχαν πέσει πολλές βόμβες κι έτσι βρήκα το σπίτι μου άθικτο και τους γονείς μου σώους. Για εβδομάδες τρεφόμασταν από συσσίτια. Σε ένα τέτοιο τη γνώρισα. Δούλευε εθελόντρια. Την ερωτεύτηκα εξ αρχής αλλά δεν τολμούσα να της ζητήσω να βγούμε. Που να την πάω άλλωστε; Και με τι λεφτά; Καθόμουν στην ουρά με τον υπόλοιπο κόσμο και όταν έφτανε η σειρά μου απλώς της χαμογελούσα ηλίθια και της έλεγα ευχαριστώ. Εκείνη μου απαντούσε με ένα βιαστικό χαμόγελο και γύρναγε το βλέμμα της στον επόμενο. Μια μέρα αντί να φύγω έκατσα μέχρι που τέλειωσε η διανομή του φαγητό και είδα τη Χέλγκα μου να βγάζει την ποδιά της και να κατευθύνεται προς το διπλανό αλσύλλιο. ‘Έκατσε σε ένα παγκάκι εξουθενωμένη. Άναψε τσιγάρο. Καθώς την πλησίαζα, σκεφτόμουν τι θα μπορούσα να της πω για να κάνω εντύπωση. Εκείνη με παρατηρούσε ήρεμη καθώς περπατούσα προς το μέρος της και μόλις την έφτασα μου χάρισε ένα χαμόγελο, όχι όπως εκείνα που μου έδινε με το ζόρι όταν στεκόταν πίσω από τον πάγκο του συσσιτίου αλλά πιο πρόσχαρο και ζεστό. Λοιπόν; με ρώτησε, θα μου ζητήσετε επιτέλους να βγούμε;
Έτσι ξεκίνησε η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου. Και κράτησε έως τη μέρα που έφυγε…
Λίγους μήνες αργότερα είχα ξανανοίξει το εστιατόριο του πατέρα μου που είχε κλείσει με τον πόλεμο, όχι αυτό εδώ, αυτό το άνοιξα μετά το 60 γιατί το άλλο κατεδαφίστηκε για να γίνει  ένα τεράστιο κτίριο γραφείων. Τα πράγματα στη Γερμανία καλυτέρεψαν. Έπεσαν λεφτά με την ανοικοδόμηση και γρήγορα η ζωή βρήκε άλλους ρυθμούς, η χώρα ολόκληρη έμοιαζε με ένα απέραντο εργοτάξιο, τα συσσίτια εξαφανίστηκαν, ο κόσμος έβγαινε σιγά-σιγά από τη μαυρίλα του πολέμου και όλοι κοιτάζαμε με αισιοδοξία το μέλλον. Τα επόμενα χρόνια οι άνθρωποι που κάποτε μας πολεμούσαν στις χώρες τους, γιατί προσπαθούσαμε να τις κατακτήσουμε, τώρα ήρθαν εκείνοι σε εμάς εν ειρήνη ως εργάτες. Μεταξύ αυτών και πάρα πολλοί Έλληνες.
Η Χέλγκα μου τέλειωσε τις σπουδές που είχε διακόψει ο πόλεμος και διορίστηκε δασκάλα σε σχολείο. Για να το γιορτάσουν, ο ευκατάστατος πατέρας της αγόρασε ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο και της το έκανε δώρο. Εγώ δεν απέκτησα ποτέ αυτοκίνητο, δε μου άρεσε. Εκείνη λάτρευε την οδήγηση και τα Σαββατοκύριακα εξαφανιζόμασταν όσο πιο μακριά μπορούσαμε. Οδηγούσε με τις ώρες και όταν κουραζόταν σταματούσαμε στην πρώτη πανσιόν που βρίσκαμε και περνούσαμε εκεί τη νύχτα. Αλωνίσαμε όλη τη Γερμανία. Για πολύ καιρό με παρακαλούσε να κάνουμε ένα μεγάλο ταξίδι με το αμάξι εκτός χώρας αλλά εγώ είχα το εστιατόριο, δε μπορούσα να λείψω πολλές μέρες.
Όταν της έκανα πρόταση γάμου, εκείνη δέχτηκε με έναν όρο: να ταξιδέψουμε οδικώς μέχρι την Ελλάδα. Είναι η ώρα να συμφιλιωθείς με τα φαντάσματα του πολέμου, μου είπε γελώντας..
Όταν πρωτογνωριστήκαμε δεν ήξερε ότι είχα εφιάλτες από τον πόλεμο, μέχρι που αρχίσαμε να κοιμόμαστε μαζί. Όχι, δεν ήταν γι’ αυτά που έπαθα στο μέτωπο αλλά για εκείνα που έκανα εγώ, σε απλούς ανθρώπους. Αμάχους. Δε θα κρυφτώ πίσω από διαταγές ανωτέρων όπως έκαναν οι ναζί εγκληματίες. Έπρεπε να επιβάλουμε την τάξη αλλιώς θα μας έτρωγαν ζωντανούς εκεί κάτω στην Κρήτη. Μπορεί να μη συμμετείχα σε μαζικές εκτελέσεις, βιασμούς ή βασανιστήρια αλλά ήμουν ενεργό στοιχείο στο καθεστώς του φόβου που είναι απαραίτητος για ένα στρατό κατοχής.
Το να σημαδέψεις με το όπλο όχι απλώς έναν άοπλο πολίτη, αλλά μια έγκυο, έναν γέροντα ή ένα παιδί κι αυτό έγκλημα είναι. Αν εγώ βλέπω εφιάλτες εξ αιτίας των πράξεων μου τι εφιάλτες να βλέπουν εκείνοι που τις υπέστησαν;
Το ήξερα ότι δεν είχαμε δίκιο. Ποιό δίκιο; Να πας να καταπατήσεις τα χώματα ανθρώπων που δε γνώριζες και που δε σε είχαν πειράξει; Να τους πάρεις το σπίτι; Την περιουσία; Να τους σημαδεύεις με ένα τουφέκι; Γιατί; Επειδή κάποιος που κάναμε ότι δεν ξέραμε πως ήταν παρανοϊκός αποφάσισε ότι θα κάνει τη Γερμανία μεγάλη; Γιατί το έκανα; Μα γιατί είχα πειστεί ότι η Γερμανία έπρεπε να είναι μεγάλη. Όχι δεν ήμουν σκληροπυρηνικός ναζί. Αλλά ήμουν μαζί τους. Τους είχα πιστέψει, άρα είχα γίνει πρόθυμο εργαλείο τους.
Στους εφιάλτες μου έβλεπα τα τρομαγμένα μάτια  των παιδιών του χωριού και το κρυμμένο μίσος στα μάτια των μεγάλων. Θυμάμαι ότι φύγαμε από το χωριό νύχτα, να μην καταλάβουν  ότι είχαμε χάσει τον πόλεμο και μας έτρωγαν ζωντανούς.
Να λοιπόν που τα πράγματα άλλαξαν, οι Έλληνες εργάτες ερχόταν στη Γερμανία για να βρουν μια καλύτερη τύχη και οι Γερμανοί τουρίστες επισκέπτονταν την Ελλάδα αναζητώντας ήλιο, θάλασσα και καλοπέραση, μεταξύ αυτών κι εγώ με τη Χέλγκα μου. Ήταν Άνοιξη του 1960 όταν ξεκινήσαμε οδικώς για Ιταλία, επιβιβαστήκαμε σε ένα καράβι και φτάσαμε στον Πειραιά ένα ηλιόλουστο πρωϊνό. Μείναμε λίγες μέρες στην Αθήνα, ανεβήκαμε στην Ακρόπολη, περπατήσαμε για ώρες στο κέντρο της πόλης, απολαύσαμε το ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο, φάγαμε σε υπέροχα ταβερνάκια και ύστερα, ξανά πάλι με καράβι από τον Πειραιά φτάσαμε στο λιμάνι της Σούδας στα Χανιά. Θα μέναμε σε ένα μικρό ξενοδοχείο στο Ρέθυμνο κι έτσι ξεκινήσαμε αμέσως με το αυτοκίνητο. Στη διαδρομή ανακάλυψα ότι δε θυμόμουν τίποτα από τα ωραία τοπία που περνούσαμε πέρα από το ότι οι δρόμοι ήταν ακόμα στενοί και κακοτράχαλοι. Ούτε το Ρέθυμνο αναγνώρισα κι ας είχα αποβιβαστεί εκεί για πρώτη φορά το 1942. Τότε τα έβλεπα όλα χακί και γκρίζα, λες κι ο πόλεμος είχε ρίξει στα μάτια μου ένα πέπλο. Ανέπνευσα για πρώτη φορά στη ζωή μου τον αλμυρό αέρα του λιμανιού με τις ψαρόβαρκες τη μέρα που φτάσαμε εκεί πιασμένοι χέρι – χέρι με τη Χέλγκα μου. Προσπάθησα να αναβάλω όσο γινόταν την επίσκεψη στο χωριό σου. Την μια έλεγα ότι ήθελα να δούμε το κάστρο της Φορτέτσας, την άλλη ότι έπρεπε οπωσδήποτε να επισκεφτούμε τη Μονή Αρκαδίου, ώσπου ένα πρωί που της είπα ότι ήθελα να πάμε στο Ηράκλειο, με έβαλε σχεδόν με το ζόρι στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Οδηγούσε προσεκτικά και αργά. Η διαδρομή ήταν καταπληκτική! Καταπράσινα χωράφια με ελιές που στις ρίζες τους κοκκίνιζαν παπαρούνες, μικρά αμπέλια και χωραφάκια με σπαρτά, άγρια βάτα και στις άκρες των δρόμων. Σαν να είχαμε μπει μέσα σε πίνακα ζωγραφικής! Πώς διάολο μου είχε ξεφύγει τέτοια ομορφιά;
Μετά από μια ώρα αντικρύσαμε τα πρώτα σπίτια του χωριού. Φόρεσα ένα καπέλο και κάτι γυαλιά του ήλιου και χώθηκα όσο πιο βαθιά μπορούσα στο κάθισμα του συνοδηγού. Η Χέλγκα μου με κοίταξε και γέλασε. «Έφυγες στρατιώτης και επέστρεψες κατάσκοπος» με κορόιδεψε.  «Αν με αναγνωρίσουν»; Ρώτησα ανήσυχος. «Ε και; Όλο και κάποια συνθήκη θα τους απαγορεύει να σε σφάξουν». Έσκασε στα γέλια. Χώθηκα ακόμα βαθύτερα στο κάθισμα και κοίταξα με προφύλαξη από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Το χωριό πάντως το θυμόμουν ακριβώς όπως το έβλεπα. Στο έμπα αριστερά μια εκκλησία, αμέσως μετά το σχολείο, ναι και ο Στρατώνας, ο Στρατώνας μας που είχαμε αναγκάσει τους κατοίκους να χτίσουν, ύστερα η πλατεία με τον μεγάλο πλάτανο, δυο καφενεία αντικρυστά και ο δρόμος που διέσχιζε όλο το χωριό και ανηφόριζε μέχρι το νεκροταφείο του. Η Χέλγκα έκοψε ταχύτητα και το αυτοκίνητο πέρασε γουργουρίζοντας ανάμεσα από τα καφενεία. Ήμασταν τόσο κοντά τους που μπόρεσα να δω ότι κάποιοι θαμώνες έπαιζαν χαρτιά, άλλοι έπιναν καφέδες και άλλοι εκείνο το καυτερό ποτό τους, την τσικουδιά. Όλοι μας κοίταγαν με περιέργεια, κάποιοι μάλιστα μας χαιρέτησαν, η Χέλγκα απάντησε βγάζοντας το χέρι από το παράθυρο κι εγώ έστρεψα το βλέμα προς τα κάτω κι άρχισα να παρακαλώ να με καταπιεί το αυτοκίνητο. Πιο πάνω ήταν κάτι γριές καθισμένες σε ένα πεζούλι και έπλεκαν με βελονάκι, μετά συναντήσαμε κάτι παιδιά που έπαιζαν μπάλα. Παραμέρισαν για να περάσουμε και ύστερα ακολούθησαν για λίγο το αυτοκίνητο φωνάζοντας. Στην ανηφόρα μας άφησαν ήσυχους και φτάσαμε στο νεκροταφείο χωρίς τη θορυβώδη συνοδεία τους. Η Χέλγκα έκανε επιδέξια στροφή σε ένα μικρό πλάτωμα και σταμάτησε ακριβώς έξω από το μικρό εκκλησάκι που περιτριγυριζόταν από τάφους. «Ας κάνουμε ένα τσιγάρο εδώ που είναι ήσυχα» πρότεινε καθώς τραβούσε το χειρόφρενο. Βγήκαμε έξω από το αμάξι και κάτσαμε σε έναν παλιό κορμό που μάλλον προοριζόταν για κάθισμα έτσι όπως ήταν τοποθετημένος. «Μου αρέσει που αντί να φτιάξουν παγκάκια άφησαν αυτόν εδώ τον κορμό. Από τι δέντρο να είναι άραγε»; αναρωτήθηκε η Χέλγκα μου, που πάντα παρατηρούσε κάτι τέτοιες λεπτομέρειες. «Α, είναι τόσο μαύρος που είναι αδύνατον να το ξεχωρίσεις. Πρέπει να είναι πολύ παλιός» έκανα ανόρεχτα. Ακούγονταν κάτι πουλιά να τιτιβίζουν μαζί με βουίσματα από κάθε λογής έντομα. «Αχχχ, ωραία η Άνοιξη στην Κρήτη, ε»;

«Νομίζω ότι είναι ώρα να φύγουμε» είπα. Πάτησα εκνευρισμένος το μισοτελειωμένο μου τσιγάρο και σηκώθηκα. «Μείνε εκεί που είσαι και περίμενε» είπε η Χέλγκα και αφού με τράβηξε από το χέρι για να ξανακαθήσω σηκώθηκε. «Που πας»; Τη ρώτησα. Αντί να απαντήσει έτρεξε στο αυτοκίνητο, και έβαλε μπρος. Έμεινα για λίγο άναυδος από αυτή  την εξέλιξη, κάτι που της έδωσε την ευκαιρία να ξεκινήσει. Όπως προχωρούσε έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο και μου φώναξε «θα τα πούμε  αργότερα. Γεια σου αγάπη μου». Πάτησε γκάζι και χάθηκε από τα μάτια μου.
Θα επιστρέψει, σκέφτηκα, είναι άλλη μια από τις πλάκες της. Μπήκα μέσα στον περίβολο του νεκροταφείου κι άρχισα να περιεργάζομαι το χώρο. Τουλάχιστον μου είχε αφήσει τα τσιγάρα. Περπάτησα για λίγο ανάμεσα στα μνήματα. Σε τζαμένιες προθήκες κάτω από το σταυρό είδα λαδοκάντηλα, άλλα σβηστά άλλα αναμμένα. Κάποια είχαν δίπλα και φωτογραφίες των νεκρών. Αναγνώρισα έναν γέρο που τον θυμάμαι να κάθεται ολημερίς στον πλάτανο και να μασουλάει έναν ξεραμένο καρπό χαρουπιάς. Κάθε φορά που περνούσαμε κάνοντας περίπολο έφτυνε κάτω και μουρμούριζε. Ο διερμηνέας μας είχε πει ότι είχε πολεμήσει στον προηγούμενο πόλεμο. Ο διοικητής μας ισχυριζόταν ότι στη Μάχη της Κρήτης είχε σκοτώσει αλεξιπτωτιστές στο Μάλεμε. Ήθελε να τον εκτελέσει αλλά είχε άλλες διαταγές.

Αφού κάπνισα το τέταρτο τσιγάρο περιμένοντας μάταια τη Χέλγκα μου να επιστρέψει, άρχισα να σκέφτομαι τι να κάνω. Ξεκίνησα 2-3 φορές να πάρω τον κατήφορο αλλά δεν το αποφάσιζα. Στο τέλος η δίψα νίκησε το φόβο. Η Άνοιξη στην Κρήτη είναι ζεστή και εκείνο το μεσημέρι ο ήλιος είχε βάλει τα δυνατά του.
Φόρεσα ξανά το καπέλο και τα γυαλιά και ξεκίνησα. Λίγο πιο κάτω τα μικρά συνέχιζαν την μπάλα τους που δεν ήταν παρά ένας μπόγος από κουρέλια. Καθώς περνούσα, ένα από τα παιδιά την έστειλε προς το μέρος μου. Του ανταπέδωσα την πάσα. Μου ξαναέστειλε την μπάλα. Την πάσαρα σε ένα άλλο παιδί. Τα ίδια. Άρχισαν να γελούν. Ξαφνικά χωρίστηκαν σε δυο ομάδες που παρατάχτηκαν δεξιά και αριστερά και μου ζήτησαν να διαλέξω ποια ήθελα. Διάλεξα την αριστερή. Κάποια στιγμή, έχασα το καπέλο, και τα γυαλιά.
Για τέρματα είχαν δυο πόρτες σπιτιών με καμάρα που βρισκόντουσαν απέναντι το ένα από το άλλο.
Οι γριές που βρίσκονταν λίγα βήματα παρακάτω σταμάτησαν το πλέξιμο και παρακολουθούσαν τον αγώνα. Όταν η ομάδα μου έβαλε το πρώτο γκολ άρχισαν να χειροκροτούν σαν μικρά κορίτσια. Σκουντούσαν η μια την άλλη και με έδειχναν. Με τέτοιο κοινό αποφάσισα να δείξω τις ποδοσφαιρικές μου ικανότητες και έστειλα ένα σουτ στο τέρμα των αντιπάλων που ο νεαρός τερματοφύλακας απέκρουσε με επιτυχία. Το ξεραμένο μου στόμα μου θύμισε απαιτητικά ότι δίψαγα. Έσκυψα βάζοντας τα χέρια στα γόνατα. Μια από τις γριές φώναξε κάτι στα αγόρια. Ένα από αυτά έτρεξε, άνοιξε μια πόρτα και μετά από λίγο επέστρεψε με ένα ποτήρι νερό. Το κατέβασα με απόλαυση και έδωσα στον πιτσιρικά το ποτήρι. Μου έκανε νόημα αν ήθελα κι άλλο. Όταν απάντησα με ένα κούνημα του κεφαλιού έφυγε πάλι τρέχοντας για να ξαναγεμίσει το ποτήρι. Δεν άφησα σταγόνα. Μια άλλη από τις γηραιές κυρίες άφησε το πλεκτό της στο πεζούλι, και μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Με έβαλε να κάτσω στο πεζούλι δίπλα στις άλλες. Μετά από λίγο επέστρεψε κρατώντας ένα πιάτο και ένα μικρό ποτήρι στο χέρι. Ελιές και κρασί. Μου τα έτεινε. Δεν είχα προλάβει να φάω την πρώτη ελιά (που η αλμύρα της με ξάφνιασε ευχάριστα) και άρχισαν να σηκώνονται μια – μια και να φέρνουν ό,τι είχε η κάθε μια. Πατάτες, κρέας βραστό, κάτι πεντανόστιμα τηγανητά που αργότερα έμαθα ότι τα έλεγαν καλτσούνια, παξιμάδια, μπισκότα, λαχανικά, χόρτα κάθε λογής. Είχαν απιθώσει τα πιάτα τους στο πεζούλι και με παρακολουθούσαν όρθιες να τα καταβροχθίζω. Φαίνεται ότι το ποδόσφαιρο μου είχε ανοίξει την όρεξη.
Μου γέμιζαν με κρασί το ποτήρι συνεχώς και μου έδειχνα ότι έπρεπε να πιώ.
Θυμήθηκα τη μέρα που μπήκαμε στο χωριό με αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες, αυτές με το καλάθι στο πλάι. Εγώ συνοδηγός σε ένα τζιπ έβλεπα τους χωριάτες να μας κοιτούν. Δεν είχα φανταστεί έτσι είναι η αλήθεια την είσοδό μου στο κατακτημένο μέρος. Αντί να δω φόβο έβλεπα περιέργεια. Αυτό ήταν που με τρόμαξε τότε τόσο πολύ. Ένιωθα ότι με παρατηρούσαν σαν θήραμα όχι ως θύτη. Στα χρόνια που ακολούθησαν τους σημάδεψα με το όπλο μου πολλές φορές, πότε για να τους μαζέψουμε για μια ανακοίνωση του διοικητή που μετέφραζε ένας απρόθυμος διερμηνέας, πότε για καταμέτρηση, πότε για καταναγκαστικά έργα όπως το κτίσιμο του Στρατώνα. Κοίταζαν τότε μια εμένα, μια το όπλο με περιφρόνηση. Μαζεύονταν υπάκουα στην πλατεία του χωριού στον πλάτανο αλλά εκείνα τα βλέμματα τους μου φαίνονταν πιο τρομακτικά από τις κάνες των όπλων μας - εκείνα τα βλέμματα που έβλεπα στους εφιάλτες μου μετά τον πόλεμο. Μα καλά, δεν ήξεραν ότι μπορούσαμε να τους εκτελέσουμε ανά πάσα στιγμή όπως έκαναν οι συνάδελφοί μας σε άλλα χωριά;
Είχα χορτάσει πια και μου φαινόταν ότι θα έσκαγα από το πολύ φαΐ. Πάνω στην ώρα μια από τις γερόντισσες σήκωσε το χέρι και μου έδειξε τα καφενεία. Κινήθηκα σαν υπνωτισμένος προς τα κάτω και στρέφοντας το βλέμμα για να πω ευχαριστώ και να τις αποχαιρετήσω είδα τις μαυροφόρες να χαιρετούν στρατιωτικά. Τώρα κατάλαβα! Με είχαν αναγνωρίσει, με θυμόντουσαν! Όλο αυτό δεν ήταν παρά το τελευταίο γεύμα του θανατοποινίτη. Με τάισαν για να με στείλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ζαλισμένος από το κρασί πήρα το δρόμο για να συναντήσω τη μοίρα μου.
Έφτασα στον πλάτανο και στάθηκα ανάμεσα στα καφενεία αναποφάσιστος. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω μου σαν κάννες τουφεκιών. Λοιπόν, σκέφτηκα, ποια ομάδα ανταρτών θα με αποτελειώσει; Διάλεξα πάλι την αριστερή. Καθώς κινήθηκα προς το μέρος τους κάποιοι παραμέρισαν να περάσω και ο σβέλτος καφετζής έφερε μια καρέκλα για να κάτσω. Στο διπλανό τραπέζι μια μποτίλια τσικουδιά και πάνω από δυο ντουζίνες ρακοπότηρα. Ο καφετζής γέμισε τα ποτήρια και τα περιέφερε με το δίσκο προσφέροντας σε όλους – και στα δυο καφενεία. Στο τέλος έδωσε ένα και σε μένα. Πήρα την πρωτοβουλία και σήκωσα το ποτήρι μου. «
Prost» έκανα ξεψυχισμένα. Με πλησίασε ο διερμηνέας, τον αναγνώρισα αμέσως. Όχι κύριε Φόλκερ. Εδώ λέμε «εβίβα», και το λέμε δυνατά. Με θάρρος. «Εβίβα» έκραξα. «Εβίβα» ακούστηκε μονομιάς κι από τα δυο καφενεία και όλοι κατέβασαν μονορούφι εκείνο το θειάφι. Τους μιμήθηκα. Σηκώθηκε ο γέρος που είχα δει στο νεκροταφείο, όχι ο ίδιος βέβαια, αλλά ο γιός του που του έμοιαζε πολύ τώρα που γέρασε κι εκείνος και γέμισε τα ποτήρια ολονών. «EBIBAAAAA» έκραξε και τα ποτήρια άδειασαν μεμιάς.
Ένας – ένας οι θαμώνες κέρναγαν και πίναμε. Ίδια όπως ο εφιάλτης μου: να πίνω με τους χωρικούς τσικουδιά και στο τέλος να με σκοτώνουν με το ίδιο όπλο που κάποτε τους σημάδευα…
Αφού κέρασαν όλοι, ήρθε και η σειρά μου. Πήρα το μπουκάλι – που είχε στο μεταξύ αδειάσει πολλές φορές αλλά ο καφετζής σαν καλός ταχυδακτυλουργός το αντικαθιστούσε αμέσως, και γέμισα τα ποτήρια ολονών. Και στα δυο καφενεία.  Το είχα πια πάρει απόφαση, θα πέθαινα εδώ, κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό, κάτω από έναν καταπράσινο γέρο πλάτανο, ακούγοντας σπουργίτια, χελιδόνια, σφήκες και μελίσσια να μου πλέκουν τον επικήδειο, κερνώντας τσικουδιά το εκτελεστικό μου απόσπασμα . Θα ξέπλενα τις αμαρτίες του γαμημένου τρίτου Ράιχ με το αίμα μου, εγώ ο γαμημένος Φόλκερ Κλίνκε, λοχίας πεζικού της γαμημένης γερμανικής πολεμικής μηχανής που «καμε μανάδες δίχως γιούς, γυναίκες δίχως άντρες, που ‘καμε τα μωρά παιδιά, να κλαιν’ δίχως μανάδες». «Εβίβααααααα» φώναξα. «Εβίβαααααααααααα» αντιγύρισαν οι χωριανοί και αφού κατέβασαν μονορούφι την τσικουδιά έπιασαν να τραγουδούν.  
«Τι είναι αυτό»; Ρώτησα το διερμηνέα. «Τι τραγουδούν»; «Το λέμε «ξόδι» στα κρητικά, στα γερμανικά είναι
erpicht». «Μοιρολόι»! αναφώνησα. «Λογικό μου ακούγεται». Περίμενα στωικά ώσπου το μοιρολόι λοιπόν τέλειωσε με ένα δραματικό φωνητικό κρεσέντο. Πιο πολύ από περιέργεια παρά από φόβο περίμενα τη συνέχεια. «Και τώρα»; Ρώτησα το διερμηνέα. «Τώρα, τελείωσε η κηδεία και ξεκινά η βάφτιση». «Η ποια»; Ο διερμηνέας χαμογέλασε. «Περίμενε».
Τότε σηκώθηκε ένας γενειοφόρος με ράσα και άρχισε να απαγγέλει μια ψαλμωδία. «Τι λέει»; Ρώτησα. «Βαφτίζει» απάντησε, «Ποιόν»; «Εσένα». Σάστισα, μάλλον τους πείραξε η τσικουδιά.
«Φτάνει πια» φώναξα, «σταματήστε, σκοτώστε με να τελειώνουμε». Ο διερμηνέας έβαλε τα γέλια.
«Γιατί να σε
σκοτώσουμε, αφού θάψαμε το Λοχία Φόλκερ που ήτανε μεγάλο ναζιστικό καθίκι εδώ που τα λέμε, βαφτίζουμε τον Φόλκερ που ήταν καλός και έσωσε το γέρο Νικολή από το απόσπασμα.»; «Από ποιό απόσπασμα»;
«Δε θυμάσαι που όταν ο Λοχαγός σου πήγε να εκτελέσει το γέρο που έτρωγε τα χαρούπια στον πλάτανο, έβγαλες ένα χαρτί με τη διαταγή του Υποστράτηγού σας  - πως τον έλεγαν, και του θύμισες ότι απαγορεύονται οι εκτελέσεις»; «Μου έκανε αναφορά, και τότε ήταν που υποβιβάστηκα σε Λοχία». «Ε αυτό». «Μάλιστα, εβίβα». Ο παππάς τέλειωσε την ψαλμωδία, ήρθε κοντά μου και κρατώντας ένα ποτηράκι τσικουδιά με έλουσε, έκανε το σημάδι του σταυρού και κάτι μου είπε σε επίσημο τόνο. «Τώρα είσαι ο Φόλκερ ο άνθρωπος» μετέφρασε ο διερμηνέας και επέστρεψε στη θέση του.  Ο καφετζής μου έφερε ένα φλυτζάνι καφέ. Ήταν χωρίς ζάχαρη αλλά εμένα μου φάνηκε πιο γλυκός κι από την ίδια τη Ζωή. Ακούστηκε θόρυβος αυτοκινήτου, η Χέλγκα μου άραξε το αμάξι στην πλατεία και ήρθε κοντά μου χαμογελώντας. «Λοιπόν; πώς πήγε η βάφτιση»; ρώτησε παιχνιδιάρικα. Πήρε ένα ποτήρι, το σήκωσε ψηλά και φώναξε: «Εβίβααααααα».


Έμεινα να κοιτώ τον γέρο-Φόλκερ μαρμαρωμένος.
- Εσύ γλίτωσες λοιπόν τον παππού μου από την εκτέλεση;
- Μάλλον ο παππούς σου με γλίτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα. Λοιπόν, θα πιούμε εκείνη την τσικουδιά που έφερες;
- Εβίβαααααα!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Ένα φίδι που το λένε Τες.

Με την Τες είμαστε μαζί 3 χρόνια. Την είχα βρει κουλουριασμένη κάτω από μια πέτρα στα ριζά ενός λόφου, χωρίς τ’ αδέρφια και τη μάνα της - ποιος να ξέρει τι τους είχε συμβεί. Τη λυπήθηκα έτσι μικρή, μοναχούλα και απροστάτευτη και την πήρα μαζί μου. Φαίνεται ότι τελικά είναι ψέμα ότι στα φίδια αρέσει το γάλα γιατί δεν ήθελε ούτε να το μυρίσει, έτσι την τάιζα τρυφερά έντομα και νεογέννητα ποντικάκια. Τώρα που μεγάλωσε τα τσακώνει μόνη της. Στην αρχή η Τες ήταν φοβισμένη και διστακτική, σιγά-σιγά όμως με συνήθισε και μάλιστα αρχίσαμε και να παίζουμε μαζί. Το αγαπημένο της είναι να κουλουριάζεται και να μαζεύεται κι ύστερα να τινάζεται με όλη της τη δύναμη πάνω μου, ενώ εγώ την αποκρούω πιάνοντάς την από το λαιμό για να την απιθώσω προσεκτικά στη θέση της. Με τον καιρό βελτιωθήκαμε και οι δυο τόσο πολύ σ’ αυτό το παιχνίδι που η μεν Τες φαίνεται σαν μια αχνή ασημένια λάμψη καθώς εκτοξεύεται και το χέρι μου από την άλλη τινάζεται τόσο ακαριαία που θυμίζει χτύπημα του μακαρίτη του Μπρου...