Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν.
Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενηντάρικα και κόκκκινα κατοστάρικά μέχρι να κορώσει το παιχνίδι και να βγούν τα πράσινα πεντακοσάρικα και τα καφετιά, τα χιλιάρικα που όσο έζεχνε όλο και περισσσότερο η κάψα του παιχνιδιού στοιβάζονταν μπροστά στους αναψοκοκκινισμένους παίχτες.
Τους θυμάμαι έναν - έναν μαζί με τα σουσούμια τους. Πως έπιαναν τα ζάρια, πως τα έριχναν πως τα προετοίμαζαν, άλλος τα φυσούσε, άλλος τα σταύρωνε, άλλος τα έφτυνε.
Μερικοί, διακριτικά πάντα, τα έτριβαν στ'αρχίδια τους.
Εκείνος τα έπιανε με τα τρία δάχτυλα, και χωρις πολλά - πολλά τα έριχνε χωρίς να τα κανακέψει. Συνήθως έχανε. Μεγάλη φυσιογνωμία "το Στελιώ τσ'Αννίτσας. Άνθρωπος του μεροκάματου, δούλευε σαν το γάϊδαρο στα χωράφια και στο ελαιοτριβείο του "Φώτη".
Ακούραστα, ασταμάτητα, αγόγγυστα κουβαλούσε πενηντάκιλα τσουβάλια ελαιόκαρπου στο αποφυλλωτήριο, έτρεχε να γεμίσει τους με ζύμη τους ντορβάδες που στοίβαζε ο Παυλής στο πιεστήριο, μετά τους άδειαζε με κοπιαστικά τινάγματα από την αχνιστή "πυρήνα" και τέλος έτρεχε να ξανακάμει τον κύκλο από την αρχή.
Όταν σχόλαγε, βράδυ πια, έτρεχε στο σπίτι, πλυνότανε και φόραγε το κουστούμι του (αχ αυτό το φτηνό, καθαρό κουστούμι) κι έβγαινε στο καφενείο να πιει καφέ και μετά τσικουδιές με άσπρο σιδερωμένο πουκάμισο χωρίς γραβάτα.
Αν ήμουνα ζωγράφος, θα έφτιαχνα το μικρόσωμο, αδύνατο, φρεσκολουσμένο και ηράκλειο Στελή μέσα σ'αυτό το κουστούμι και θα ονόμαζα το έργο μου "ο αγαθός προλετάριος".
Το ίδιο κουστούμι φόραγε εκείνο το βράδυ παραμονής Πρωτοχρονιάς όταν έβαζε μπροστά του σωρό τα χιλιάρκά, που ΄ταν καρπός του ιδρώτα του και των μαραζωμένων από τη δουλειά χεριών του.
Έβλεπα τρομαγμένος τα χιλιάρικα να σώνονται και να χάνονται από άσπλαχνα ασσόδυα και διαβολικά ντόρτια. Όμως εκείνος ψύχραιμος, συνέχιζε να τα χάνει, σχεδόν χαρούμενος μου φαινόταν, που έπαιζε τον άγιο κόπο του πάνω στην πράσινη τσόχα, αστόχαστα, αδιάφορα με πείσμα παιδικό.Δεν έπαιζε για να χάσει, ούτε για να κερδίσει, έπαιζε για να παίξει.
Η μάνα μου κερνούσε κάθε μια ώρα τους παίχτες κι εκείνοι έπαιρναν στο χέρι το ποτήρι, κι αφού ευχόντουσαν για τη νέα χρονιά, άφηναν στο δίσκο "το βιδάνιο" το ποσοστό του μαγαζιού από το παιχνίδι. Κι εκείνος, κατέβαζε μονορούφι το ποτήρι, έπιανε μάτσο τα λεφτά και τα πέταγε στο δίσκο.
Έβλεπα τα χιλιάρικα του Στέλιου να χάνουνται και να περνούν σε άλλα χέρια και μετρούσα πόσα τσουβάλια ελιές κουβάλησε, πόσους ντορβάδες ελαιοζύμης γέμισε πόσες σκαλιδιές είχε ρίξει για να τα κερδίσει. Όμως ο παίχτης δεν σκεφτότανε τέτοιες λεπτομέριες. Απλώς το γλένταγε.
Περασμένα μεσάνυχτα πια, ο χρόνος είχε αλλάξει, οι ευχές ανταλλάχτηκαν, η μάνα μου με φίλησε τρυφερά για να μου ευχηθεί, μα εγώ με λοξό βλέμα κοίταζα τα χιλιάρικα του Στελή να λιγοστεύουν. Ώσπου χάθηκε και το τελευταίο.
Πασπάτεψε το πακέτο με τα τσιγάρα του, βρήκε το τελευταίο το άναψε και φύσηξε ευχαριστημένος τον καπνό στο ταβάνι. Έριξε μερικές ακόμα ρουφηξιές παρακολουθώντας το παιχνίδι που συνέχιζε χωρίς αυτόν, και ζούληξε τη γόπα στο τασάκι. Σηκώθηκε και πλησίασε το τεζιάκι (το παρατηρητήριό μου) και μου είπε: Κωστάκι, δώ μου έναν Άσσο Φίλτρο. Πήρα το πακέτο και του το έδωσα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο έπιανα το χαρτί με τα βερεσέδια. Έβαλε τα τσιγάρα στην τσέπη, κι έβγαλε ένα πενηντάρικο. Περίσευαν δεκαοχτώ δραχμές ρέστα να του δώσω. Άφησα το βερεσεδόχαρτο και άνοιξα το συρτάρι για να μετρήσω τα ψιλά. Άστα μου είπε, μπουρμπουάρ για να πάει καλά ο χρόνος.
Ξεκρέμασε το γκρίζο του παλτό από την κρεμάτρα, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι του νέου έτους χωρίς να καληνυχτίσει τους πρώην συμπαίχτες του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου