Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οκτώ λεπτά.

 

Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει».
Χακί αριθμητική ακριβείας…

-          Και από τι πέθανε ο φίλος σου;

-          Από τσιγάρο.

-          Κάπνιζε πολύ;

-          Μπα, δεν το  ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του.

-          Α, παθητικός καπνιστής.

-          Ούτε.

-          Ε τότε;

-          Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθελε ο καλός της να κάνει παρέα με άλλους,  ούτε για καφέ δεν ήθελε να πηγαίνουμε οι δυο μας. Στο τέλος ήρθε και θρονιάστηκε μόνιμα στο μικρό φοιτητικό μας δυάρι, ανέλαβε τον Στέλιο υπό την πλήρη επιστασία της, κατέλαβε την κουζίνα με τις σαλάτες και τις ομελέτες της, γέμισε το μπάνιο με σερβιέτες, γυναικείες κρέμες, αρώματα, βαφτικά και γλαστράκια  με ψεύτικα φυτά κι έτσι πήρα την άγουσα για να μείνω μονάχος σε μια άθλια γκαρσονιέρα σε άλλη συνοικία. Τουλάχιστον δεν περίμενα τρία τέταρτα να κατουρήσω κάθε πρωί μέχρι να ολοκληρώσει η κυρία την πρωινή της ρουτίνα.

-          Τυραννική καριόλα ε;

-          Όχι ρε φίλε, μια χαρά κορίτσι ήταν, απλώς φοβόταν την κακή μου επιρροή. Εδώ που τα λέμε δεν είχε άδικο. Από τότε που χώρισα τη Σοφία, βασικά… από τότε που με χώρισε η Σοφία, ζούσα κάπως άστατα, γάμησέ τα, κάθε βράδυ έφερνα κι άλλη στο σπίτι, κι αυτή η άλλη είχε και φίλη ή φίλες, με πιάνεις… Ούτε το Στέλιο κατηγόρησα ποτέ, ήταν στον τύπο του βλέπεις. Κάθε φορά μετά από το πρώτο πήδημα ερωτευότανε παράφορα, ξέχναγε φίλους, οικογένεια, σπουδές, όλος ο κόσμος ήταν η εκάστοτε αγαπητικιά, καλή, κακή, όμορφη, άσχημη, όλες τις ερωτευότανε με ένα θάρρος που το ζήλευα μερικές φορές.

-          Θάρρος;

-          Ναι ρε, θέλει θάρρος τέτοιο δόσιμο, και δεν είναι ότι είχε άγνοια κινδύνου, ήξερε τι τον περίμενε, πόνος, απογοήτευση, ματαίωση και προδοσία αλλά εκείνος εκεί, το στήθος μπροστά στα πολυβόλα. Έχανε πάντοτε σαν κύριος και μόλις συνερχόταν βουρρρ για την επόμενη εκ των προτέρων χαμένη μάχη.

-          Ναι.

-          Μετά πήγα φαντάρος, απολύθηκα, έπιασα δουλειά, με απέλυσαν, έπιασα άλλη δουλειά, με ξανα-απέλυσαν και πάει γαμιώντας. Ύστερα έκανα εκείνο το μεταπτυχιακό, έφυγα για Γερμανία, δούλεψα αλλά με απέλυσαν, βρήκα άλλη δουλειά πάλι με απέλυσαν, στο τέλος πάνω στην απελπισία μου έμπλεξα με ένα πατριώτη έμπορο αυτοκινήτων, μεγάλο λαμόγιο, έβγαζα καλά λεφτά ώσπου …

-          Σε απέλυσαν;

-          Όχι, τελικά με απέλασαν! Τα αυτοκίνητα ήταν κλεμμένα, μας τσάκωσαν, εκείνον τον έχωσαν  στη φυλακή κι εμένα σε ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής για Αθήνα. Τα τελευταία μου λεφτά τα ξόδεψα στο ταξί από το αεροδρόμιο. Από κει και πέρα ακολούθησα την πεπατημένη, δουλειά και απόλυση.

-          Μα καλά ρε φίλε, τι έκανες και σε έδιωχναν συνέχεια;

-          Αφιερωνόμουνα πολύ στη δουλειά. Εργασιομανής.

-          Και γι’ αυτό σε απέλυαν;

-          Ναι. Μ’ έπιανε μανία, δούλευα σαν τρελός,  παρατούσα γκόμενες, φίλους, συγγενείς, δεν έβγαινα, δεν διασκέδαζα, δεν έβλεπα τηλεόραση, όλη μου η ύπαρξη ήταν κατακυριευμένη από την εργασία που έκανα. Για να κοιμηθώ το βράδυ έπινα μισό μπουκάλι ουΐσκυ, έπεφτα σε λήθαργο και ονειρευόμουνα πίνακες, διαγράμματα, καμπύλες απόδοσης, αναφορές πωλήσεων και λίστες εργασιών. Πήγαινα πρώτος στο γραφείο – έφευγα τελευταίος, έκανα παρατηρήσεις και υποδείξεις στους συναδέλφους, έστελνα ατέλειωτες αναφορές στη διοίκηση με προτάσεις για βελτίωση της απόδοσης και αύξηση των πωλήσεων, συνέτασσα μελέτες του ανταγωνισμού, έρευνες αγοράς, εξελόχαρτα με διεθνείς τάσεις και ό,τι άλλη μαλακία μπορείς να φανταστείς. Στο τέλος με βαριόντουσαν κι έφευγα κλωτσηδόν.

-          Τι λε ρε φίλε!

-          Μάλιστα. Μια φορά παρέδωσα στον διευθυντή μου μια εμπεριστατωμένη έκθεση με προτάσεις για την αντικατάσταση του προβληματικού προσωπικού.

-          Και;

-          Ήμουν ο πρώτος που αντικατέστησε. Τέλος πάντων, μια μέρα που έπινα καφέ στα Εξάρχεια ποιόν βλέπω να περνά από μπροστά μου;

-          Ποιόν.

-          Τον Στέλιο, ναι ρε φίλε, τον Στέλιο! Τον φώναξα, αγκαλιαστήκαμε, σταυροφιληθήκαμε, τον κέρασα καφέ, μετά αρχίσαμε τις μπύρες, περάσαμε στα σφηνάκια ουίσκι και να ‘μαστε σφιχταγκαλιασμένοι  να αναπολούμε κλαυθμηρίζοντας τα νιάτα μας τα σκοροφαγωμένα.

Τέλος ανταλλάξαμε τα πρόσφατα νέα μας,  εγώ μόλις είχα λάβει τη νιοστή απόλυση κι εκείνος μόλις είχε χωρίσει με τη νιοστή γκόμενα.

-          Κι εκείνος πάλι γιατί τον χώριζαν όλες;

-          Για τον ίδιο λόγο που κι εμένα με απέλυαν. Υπερβολικό ενδιαφέρον, με άλλα λόγια προσπάθεια συνεχούς και απόλυτου ελέγχου: υπέρτατη μορφή καταπίεσης.

-          Ψυχολογική ερμηνεία.

-          Που ήταν η αφορμή να απολύσω κι εγώ κάποτε κάποιον.

-          Αλήθεια; Ποιόν ρε σύ;

-          Το ψυχολόγο μου!

-          Χα χα χα χα χα !

-          Ας είναι. Εμένα που λες με έδιωχναν οι εργοδότες κι εκείνον τον έστελναν από κει που ήρθε οι γκόμενες. Βρήκαμε έναν κοινό τόπο πάλι, τη μανία μας, όπως τότε μαθητές ακόμα που παίρναμε σβάρνα τα ηλεκτρονικάδικα και τα μπιλιαρδάδικα, αργότερα τα ροκ μπαρ και πιο μετά ως φοιτητές τα μουσικά καφενεία και τα κουτούκια με τα  νεορεμπέτικα και τα έντεχνα. Ξαναγίναμε κολλητοί ! Ώσπου, ναι καλά κατάλαβες, ξαναβρήκε γκόμενα ή μήπως ξαναβρήκα εγώ πρώτος δουλειά; δε θυμάμαι, μεθυσμένες μέρες, το πιάνεις, τριαντάρηδες σε πλήρη ακμή, καταστρέφαμε ό,τι αγαπούσαμε ή το αφήναμε να μας καταστρέψει, δεν το ‘χω ξεδιαλύνει ακόμη και τώρα.  Στα διαλείμματα ξανασμίγαμε, φιλιώναμε, μεθάγαμε και δώστου πάλι από την αρχή.

-          Ζευγαράκι!

-          Παθιασμένο, από κείνα που χωρίζουν με την ίδια φυσικότητα που τα ξαναβρίσκουν.

-          Και πότε άρχισε να καπνίζει. Δε μου πες ότι πήγε από τσιγάρο;

-          Ποτέ ρε μαλάκα, σου είπα δεν το έβαζε στο στόμα του.

-          Α ναι;

-          Μη βιάζεσαι, φτάνω και σ’αυτό σύντομα. Η κατάσταση άλλαξε όταν απηυδισμένος  από τη δουλειά στο γραφείο έπιασα να κάνω τον διανομέα σε μια εταιρία ταχυμεταφορών, κούριερ ελληνιστί. Τότε κάτι άλλο συνέβη μέσα μου, το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βελτιστοποιήσω τη διαδρομή μου τόσο  ώστε να μοιράζω τα περισσότερα δέματα στη λιγότερη ώρα. Είχα σχεδιάσει κάθε πιθανή διαδρομή από και προς το κέντρο και τα προάστια, σημείωνα παρακάμψεις, υπολόγιζα την κίνηση ανάλογα με τη μέρα και την ώρα, είχα γίνει εξπέρ στη δρομολόγηση. Ο διευθυντής του υποκαταστήματος της εταιρίας με λάτρευε, το ίδιο και οι πελάτες, ενώ για πρώτη φορά στη ζωή μου άρχισαν να με συμπαθούν οι συνάδελφοι γιατί τους ξαλάφρωνα. Άρχισα λοιπόν να ζω σε μια κανονικότητα, πρωτόγνωρη και ίσως γι’ αυτό γοητευτική για μένα που δεν είχα τόσα χρόνια ησυχασμό. Πήρα τηλέφωνο τον Στέλιο: του λέω θέλω να σου πω ότι μπορείς να κάνεις τη ζωή σου καλύτερη κολλητέ, δε μπορούσε να μιλήσει ήταν λέει σε σύσκεψη. Άσε του λέω τις μαλακίες, Παρασκευή απόγευμα σύσκεψη, στη γκόμενα ετοιμάζεσαι να πας μαλάκα. Ε και, απαντά φουρκισμένος, λογαριασμό θα σου δώσω; Και μου κλείνει στα μούτρα το τηλέφωνο. Όταν ξαναπήρα μου απάντησε η γραμματέας του ότι ο κύριος Στέλιος έχει λέει μίτινγκ. Τον καλούσα για μέρες αλλά ποτέ δεν έβγαινε στο τηλέφωνο. Ακόμα και το κινητό στη γραμματέα του το άφηνε, ενώ τα βράδια το κρατούσε κλειστό. Στο τέλος κάποιος τον δασκάλεψε και έβαλε φραγή στον αριθμό μου. Απογοητεύτηκα και μετά θύμωσα.

-          Δηλαδή τι ήθελες να του πεις με τόση φόρτσα;

-          Να τον συμβουλέψω τον μαλάκα να κάνει ότι κι εγώ για να βρει ηρεμία και γαλήνη.

-          Τι δηλαδή, να σχεδιάσει το βέλτιστο δρομολόγιο για την κοπέλα του;

-          Όχι ρε ηλίθιε, να εστιάσει στις λεπτομέρειες που έχουν πραγματική σημασία, να δώσει χώρο σε αυτά που δε μπορεί να ελέγξει και να αφοσιωθεί σε κείνα που είναι στο χέρι του.

-          Όπως;

-          Στο ντύσιμό του, στον τρόπο που της κάνει έρωτα, στο πως της απευθύνεται, να βρει το καλύτερο εστιατόριο της Αθήνας και να την τραπεζώσει, τον καλύτερο ξενώνα της Βόρειας Γαλλίας να τη κοιμίσει ξέρω γω; Όχι  πάντως να τρώγεται με ποιόν μιλά στη δουλειά, τι συζητά με τις φίλες της, πόσοι ήταν οι πρώην της ή τι γνώμη έχει μάνα της για την πάρτη του.

-          Ξαφνικά έβγαλες οδηγό ερωτικής αυτοβελτίωσης;

-          Άσε τις ειρωνείες γιατί  δε θα μάθεις ποτέ το τέλος της ιστορίας;

-          Καλά το κόβω, παρακαλώ συνέχισε.

-          Μια μέρα τον παραφύλαξα έξω από το γραφείο του. Στην αρχή δε με γνώρισε με το μηχανάκι και το μπουφάν της εταιρία, αλλά μόλις πλησίασε λίγο με πήρε πρέφα κι άρχισε να με βρίζει. Πικράθηκα. Έβαλα μπρος το παπί και έφυγα. Δυο μέρες μετά, αργά το βράδυ χτυπάει το κινητό. Ήταν εκείνος. Η φωνή του έβγαινε βραχνή και δυσοίωνη. Έλα στο σπίτι γρήγορα. Τι είναι ρε Στέλιο; Με παράτησε η Έλενα ψελλίζει και λύνεται σε λυγμούς.

-          Και πήγες;

-          Αποφάσισα να του κάνω καψόνι, του άξιζε άλλωστε: δε γαμιέσαι ρε Στελάκη που σε κυνηγάω εδώ μια βδομάδα, μου κρύβεσαι και όταν με βλέπεις έξω απ’ το γραφείο με ξεφτιλίζεις και τώρα θες να έρθω να σου σκουπίσω τα δάκρυα επειδή σου έφυγε η Ιουλιέτα σου  ρε αποτυχημένε Ρωμαίε; Με συγκοπτόμενη φωνή από τους λυγμούς μου απαντάει κράξε με ρε φίλε αλλά έλα σπίτι σε έχω ανάγκη. Θα το σκεφτώ, του κάνω, κι αν είναι θα πεταχτώ. Να έρθεις κολλητέ σε έχω ανάγκη σου λέω. Του το έκλεισα στα μούτρα. Ύστερα καβάλησα το μηχανάκι και ξεκίνησα για το σπίτι του.

-          Πήγες λοιπόν ε; Μπράβο.

-          ΄Ναι πήγα. Ένα τετράγωνο πριν φτάσω στην πολυκατοικία που έμενε - στον πέμπτο όροφο, έκανα άκρη στο φανάρι και έβγαλα το κράνος. Κοίταξα από τη συνήθεια της δουλειάς το ρολόι: 11 και 10. Άναψα τσιγάρο. Μου ‘χε περάσει ο θυμός πια και ήθελα να σκεφτώ με ψυχραιμία πως θα τον παρηγορούσα και πως θα του έδινα συμβουλές για να άλλαζε τη ζωή του από Μάρθα Βούρτση σε Έλενα Ναθαναήλ. Αποτέλειωσα το Camel μου και το πέταξα στη σχάρα της αποχέτευσης δίπλα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, τακτοποίησα κάποιες τελευταίες σκέψεις, έβαλα μπρος και έφτασα στην είσοδο της πολυκατοικίας του Στέλιου.

-          Επιτέλους!

-          Βρήκα αυτοκίνητα σταματημένα με ανοιχτές τις πόρτες στη μέση του δρόμου με οδηγούς και επιβάτες να πλησιάζουν τρέχοντας στο σημείο, οι περισσότεροι ψιθύριζαν ανάστατοι εκτός από δυο κυρίες που έσκουζαν σα δαιμονισμένες. Παράτησα το μηχανάκι που έσκασε κάτω με έναν μεταλλικό θόρυβο και βρέθηκα κοντά στον Στέλιο. Ήταν ξυπόλυτος, φορούσε το παντελόνι του κουστουμιού του κι ένα γαλάζιο πουκάμισο που σε κάποια σημεία μαύριζε από το αίμα που χυνόταν με ορμή. Η πτώση από τον πέμπτο τον είχε κάνει αγνώριστο και τα άκρα του είχαν πάρει αφύσικες γωνίες. Βεβαιώθηκα ότι ήταν εκείνος από το ρολόι του. Καθώς έσκυψα να του πάρω σφυγμό είδα και την ώρα: 11 και 18. Κοίταξα το δικό μου ρολόι: 11 και 19.

-          Τι λες ρε μαλάκα;

-          Αυτό που ακούς λέω. Αν δεν είχα σταματήσει για να καπνίσω θα τον είχα προλάβει και ο Στέλιος θα ζούσε. Αυτό το τσιγάρο τον σκότωσε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

  Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση … Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.   Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα! Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο