Καλοκαίρι μετά την έκτη δημοτικού.Αύγουστος.
Δούλευα στην ανακαίνιση της Νομαρχίας Ρεθύμνου. Ο εργολάβος, ένας συμπαθής παλιόγερος, που με είχε προσλάβει, είχε αναλάβει να αντικαταστήσει τα κεραμίδια της σκεπής με καινούρια. Η δουλειά μου ήταν να κόβω ένα κομμάτι σύρμα από μια μεγάλη κουλούρα (περίπου είκοσι πόντους τη φορά) να το περνάω από μια τρύπα του κεραμιδιού, να το στρίβω δυο τρεις φορές και μόλις έφτιαχνα δυο ντουζίνες τέτοια κεραμίδια, τα έβαζα σε ένα ζεμπίλι και τα ανέβαζα με ένα μηχανοκίνητο μπαλάντζο στη σκεπή του κτιρίου όπου τα έπαιρναν οι μάστορες και αντικαθιστούσαν τα παλιά. Το σύρμα, το τέλι, χρησίμευε στο να δένουν τα κεραμίδια πάνω στον ξύλινο σκελετό στης στέγης. Ο ήλιος με έδερνε αλύπητα και το μόνο που με προστάτευε ήταν ένα παλιό καπέλο που μου είχαν δώσει. Τα ρούχα μου βρωμούσαν αλατισμένη ιδρωτίλα ακόμα και μετά το πλύσιμο. Στο τέλος της κάθε μέρας έμπαινα εγώ στο ζεμπίλι και με ανέβαζαν πάνω όπου έρποντας μάζευα τα σπασμένα υπολείματα κερμιδιών και διάφορα μπάζα που έπεφταν στα ταβάνια. Από τις τρύπες της οροφής έβλεπα τους υπαλλήλους της Νομαρχίας που ετοιμάζονταν να σχολάσουν και μάζευαν βιαστικοί τα πράγματά τους. Ξεκινούσαμε στις έξι το πρωι για να μη μας πιάνει ο ήλιος και τελειώναμε λίγο μετά τις 2 το απόγευμα.
Ένα χιλιάρικο δραχμές μεροκάματο! Το Marlboro έκανε 98 δραχμές, ο καφές στο μαγαζί μας ένα δεκάρικο και το ψωμί 22 ή κάπου τόσο... Πήγε ο παλιόγερος ο εργολάβος να μου δώσει εννιακόσιες την πρώτη μέρα αλλά ο πατέρας μου του τα πέταξε στη μούρη και του είπε ή το κοπέλλι θα πλερώνεται σαν τον άθρωπο ή να βρεις άλλον. Ο μπαμπάς δούλευε κι εκείνος εργάτης. Κουβαλούσε τσιμέντο για τα μερεμέτια. Με χίλες διακόσιες δραχμές μεροκάματο.
Ήμουνα πολύ περήφανος που έβγαζα περίπου όσο και οι μεγάλοι και κάθε πρωΐ στις πέντε που με ξύπναγε η μάνα μου σκεφτόμουν ότι επιτέλους μεγάλωσα. Άλλωστε εγώ ήμουν που είχα παρακαλέσει το μπαμπά να με βάλει στη δουλειά. Εφηβική περηφάνεια που τη μετάνιωνα από τις έξι το πρωί μέχρι την ώρα που επιτέλους μου έλεγαν ότι σχόλαγα. Δύσκολο πράμα η πρόωρη ενηλικίωση. Γιατί ο μπαμπάς να μην ήταν φραγκάτος επιχειρηματίας ή έστω υπάλληλος σε τράπεζα; Αλλά όπως έλεγε τότε και η Λωξάντρα στο ομώνυμο σήριαλ που είχε γοητεύσει τότε τη γιαγιά μου, "αυτό έτσι είναι". Κι αφού η γιαγιά μου η Μαριάννα συμφωνούσε με τη Λωξάντρα εγώ δεν είχα απολύτως κανένα λόγο να αμφισβητήσω τις δυο πιο σπουδαίες κυρίες των παιδικών μου χρόνων.
Όταν επιστρέφαμε σπίτι ήμουνα ένα στεναχωρημένο ράκος. Κάτι μεταξύ Όλιβερ Τουΐστ και Μικρού Ιρλανδού. Αφού καταβρόχθιζα το φαΐ που είχε ετοιμάσει η μάνα μου ανέβαινα "απάνω", στο δωμάτιό μου. Εκεί με περίμενε ένα ραδιοκασετόφωνο Sharp. Πολύ καμάρι το είχα αυτό το εργαλείο. Το είχα αγοράσει την προηγούμενη με τα λεφτά από τα κάλαντα και κάτι χαρτζιλικώματα θείων από το Stereo Park του μακαρίτη πια του μπάρμπα μου του Στέφανου. Εννιά ολόκληρα χιλιάρικα. Μιάμισης εβδομάδας μεροκάματα! Μέσα στο εργαλείο είχα αποβραδύς τοποθετήσει την κασέτα η οποία περιείχε την παρηγοριά και την ξεκούρασή μου: "She works hard for the money", της Donna Summer.
She, αυτή! Βλέπετε δεν ήξερα άλλο κομμάτι σχετικό που να αναφέρεται σε αρσενικό εργατάκι, αν εξαιρέσετε το "A Hard Day's Night" των Beatles τους οποίους όμως ποτέ δε συμπάθησα. Κι ας ήταν μουσικές ιδιοφυίες.Ας είναι ...
Με το που ξεκινούσε το κομμάτι σαν κάποιος να ρούφαγε την κούραση, τον ιδρώτα και την κακομοιριά από πάνω μου. Λες και ήμουν στο περίφημο "Studio 54", χτυπιόμουνα σαν παλαβός, κι όταν το κομμάτι τέλειωνε το έβαζα από την αρχή. Ξανά και ξανά.
Μόλις χόρταινα ξεκούραση έβγαινα έξω για να παίξω με τους φίλους μου αμπάριζα.
Υ.Γ. Στη Δ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου