Συνήθως με ξύπναγε ο θόρυβος του δρόμου και η φασαρία των γειτόνων. Αυτή τη φορά με ξύπνησε μια νεκρή σιωπή. Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας σκέφτηκα ότι κουφάθηκα, κι αυτό με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου τρομαγμένος. Κοίταξα το ρολόι στο κομοδίνο: επτά και μισή. Μετά έστρεψα το βλέμα στο παράθυρο, το γκρίζο του πρωϊνού χλώμιαζε για να μεταμορφωθεί στο αρρωστιάρικο, θαμπό φώς της πόλης. Κανονικά τέτοια ώρα ο κυριούλης του απέναντι διαμερίσματος θα έπρεπε να είχε τελειώσει το πρωϊνό του χέσιμο και θα τραβούσε μανιασμένος το καζανάκι· ο πρώτος ήχος της ρουτινιάρικης κόλασης των πολυκατοικιών. Τρία χρόνια που ξύπναγα σε αυτό το δυάρι, ακριβώς την ίδια ώρα ο κυριούλης έστελνε το βραδινό της προηγούμενης στα σπλάχνα της πρωτεύσουσας. Η ακρίβειά του ήταν τόσο απόλυτη που τον είχα βαφτίσει "ελβετικό άντερο". Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι και αφουγκράστηκα: πού είναι το ουρλιαχτό του τηλεοπτικού πρωϊνάδικου που αγαπούσε ν’ ακούει στη διαπασών η κυριούλα του κυριούλη; Μετά συνειδητοποίησα ότι δεν άκουγα ούτε το ρόγχο των αυτοκινήτων που θα περίμεναν με ανυπομονησία να ανάψει το φανάρι που θα τους ξέρναγε στη Βασιλίσσης Σοφίας. Που είναι τα οργισμένα κορναρίσματα; Είχα ακούσει ότι το αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση αλλά για κώφωση δε μου είχαν πει τίποτα...
Κροτάλισα τα δακτυλά μου κοντά στο αριστερό αυτί. Check! Έκανα το ίδιο και στο δεξί. Check! Τ'αυτιά μου δούλευαν κανονικά. Άνοιξα το παράθυρο, ο βρώμικος αέρας της αττικής άνοιξης έδιωξε και τα τελευταία υπολείματα ύπνου. Μα και πάλι, κανένας από τους γνώριμους ήχους. Ούτε μια χριστοπαναγία για την προτεραιότητα ούτε ένα μαρσάρισμα ούτε μια αγανακτισμένη κόρνα. Έβαλα να κάνω γαλλικό καφέ. Άκουσα κανονικά το θόρυβο της βρύσης και μετά από λίγο το κροτάλισμα του ατμισμένου νερού που πάλευε να φτάσει μέχρι το φίλτρο. Μέχρι να γίνει το μαυροζούμι, μπήκα στην τουαλέτα, κατούρησα και τράβηξα το καζανάκι. Ο γνώριμος ήχος ήταν εκεί. Επέστρεψα στην κουζίνα και ήπια βιαστικά δυο - τρεις γουλιές καφέ, πήρα τα κλειδιά που διαμαρτυρήθηκαν με το γνωστό γκλιν-γκλιν τους και βρόντηξα την πόρτα πίσω μου ορμώντας προς το ασανσέρ. Πάτησα το κουμπί και μετά από λίγο ήρθε η σωστή απάντηση: ντίίίν! Ο θάλαμος κατέφθασε και στάθηκε μπροστά μου σα νεοσύλεκτος σε πρωινή αναφορά τάγματος !
Βγαίνοντας από την πολυκατοικία αντίκρυσα το γνωστό κομβόι οχημάτων: ταξί, γιώτα-χι, φορτηγά διανομών, κλούβες, ψυγεία. Όμως η ησυχία εξακολουθούσε να παραμένει απόλυτη, άκουγα μονάχα τα δικά μου βήματα καθώς επιθεωρούσα μια ακινητοποιημένη παρέλαση τροχοφόρων χωρίς οδηγούς κι επιβάτες! Μάλιστα. Ούτε ψυχή ζώσα στα αμάξια. Αααα δεν κουφάθηκα, τρελάθηκα λοιπόν! Πίσω από ένα φορτηγό ψυγείο βρισκόταν μια μοτοσυκλέτα σταματημένη, χωρις καβαλάρη. Στεκόταν αγέρωχη πάνω στο σταντ και κοίταζε τον κώλο του φορτηγού. Το κλειδί ήταν πάνω και ο διακόπτης στο off. Πίσω της ένα ταξί, άδειο ! Σκύβω στο ανοιχρό παράθυρο, τεντώνομαι και βλέπω ότι κι εδώ υπήρχε το κλειδί στη μίζα. Κι αυτό κλειστό.
Λες και για κάποιο υπερβατικό λόγο όλοι αυτοί οι οδηγοί άφησαν τα οχήματά τους στη μέση του δρόμου και πήγαν στη δουλειά με τα πόδια. Δε μπορεί κάποια εξήγηση θα υπάρχει. Μήπως έγινε καμμιά μαλακία στην Αμερικάνικη πρεσβεία ή κανένα χοντρό τροχαίο και έτρεξαν όλοι να χαζεψουν; Πήγα τροχάδην μέχρι τη γωνία, όπου αντιίκρυσα ένα ακόμα μεγαλύτερο - και μακρύτερο πλήθος αυτοκινήτων σταματημένα χωρίς κανέναν μέσα! Γαμώ την κηδεία μου γαμώ.
Αυτό ήταν, πανικοβλήθηκα, το μυαλό μου δεν μπορούσε να επεξεργαστεί κάτι τόσο αδιανόητο,ναι, σίγουρα μου είχε σαλέψει. Οπωσδήποτε η μόνη λογική εξήγηση του πράγματος ήταν ότι είχα χάσει τα λογικά μου. Έτρεξα σαν παλαβός πίσω στο διαμέρισμά μου από τις σκάλες. Κοίταξα το μπουκάλι με το ουΐσκυ στο έπιπλο δίπλα στο γραφείο. Μπα, θα τα κάνει χειρότερα είπα μέσα μου, άλλωστε αυτό που συμβαίνει θα είναι απόροια του χτεσινοβράδινου ποτού, πέντε ποτήρια δεν είναι και λίγο, δεν είμαι πια πιτσιρίκος μάλλον θα πρέπει να το ελαττώσω ή να το κόψω τελείως το γαμημένο. Τέρμα το ποτό, το αποφάσιασα. Ύστερα έπιασα το μπουκάλι, έβαλα διπλή δόση σ’ ένα ποτήρι και το κατέβασα. Σε δυο δόσεις. Τουλάχιστον μου πέρασε ο πανικός και η ταχυκαρδία. Ναι, οπωσδήποτε πρέπει να το κόψω, ξανασκέφτηκα.
Άρχισε να μου τη δίνει τόση ησυχία, έβαλα ραδιόφωνο. Σιωπή κι εδώ. Έπιανα το σήμα των σταθμών αλλά άκουγα μόνο λευκό θόρυβο. Ούτε οι σαχλές μουσικές, ούτε οι αποστειρωμένες φωνές των ραδιοφωνικών παραγωγών με τα κρύα αστεία, ούτε οι διαφημίσεις για λοβοτομημένους καταναλωτές. Ουδένα κακόν αμιγές … Έβαλα έναν Bob Dylan στο πικάπ. Επιτέλους, ανθρώπινος ήχος! Μάλλον έπρεπε να βάλω το The sound of silence καλαμπούρισα από μέσα μου κι έβαλα τα γέλια. Τι διάολο, θα κάτσω να ηρεμήσω, ίσως πάρω και κανέναν υπνάκο, να καλμάρουν τα νεύρα μου ρε αδερφέ, να ισιώσω λίγο. Θα πάρω τηλέφωνο και στη δουλειά να πω ότι έπαθα δηλητηρίαση ή ότι έχω πυρετό, θα δούμε. Δεν έγινε κάτι, θα 'ναι όπως τότε που είχα κρίσεις πανικού και νόμιζα ότι πάθαινα έμφραγμα. Χρειάστηκαν 2 παθολόγοι, ένας γαστρεντερολόγος, ένας καρδιολόγος και μια γκόμενα στο μπαρ του Σωτήρη για να με πείσουν ότι όλα ήταν στο μυαλό μου. Τι παιχνίδια λοιπόν που μπορεί να σου παίξει αυτό το μυαλό. Άκου να νομιζω ότι πεθαίνω από έμφραγμα! Είσαι μαλάκας αγόρι μου. Πήρα δυο-τρεις βαθειές ανάσες. Μπορεί να φταίει που δεν έριξα νερό στη μούρη μου. Μπήκα στο μπάνιο και παρατήρησα με οίκτο τον μεσόκοπο τύπο που με κοίταζε με μάτια γεμάτα φόβο μέσα απ'τον καθρέφτη. Του έριξα κατάμουτρα μια φούχτα δροσερό νεράκι. Ύστερα κι άλη, κι άλλη. Κατόπιν τον σκούπισα όλος τρυφερότητα με το προσόψι. Προσόψι, χρησιμοποιεί άραγε πια κανείς αυτή τη λέξη; Α ρε χέστη, μαλάκα...
Είχα σιχαθεί εδώ και καιρό αυτή τη σκατούπολη. Πιο πολύ κι από την επαρχία που είχα πριν από δυο δεκαετίες εγκαταλείψει για χάρη της ακατανόμαστης. Καλή της ώρα εκεί που βρίσκεται η καριόλα, από τότε που μ'εγκατέλειψε για κείνον τον παλιομαλάκα που μετά την εγκατέλειψε εκείνος. Έτσι εγκατέλειψαν και οι θεοί αυτή την πόλη πριν από αιώνες. Γαμώτο, σήμερα φαίνεται ότι την εγκατέλειψαν και οι άνθρωποι. Που να πήγαν; ίσως πρέπει να πάω να τους βρώ! Άνοιξα ξανά την πόρτα, χύθηκα στο ασανσέρ και ξαναβρέθηκα στο πεζοδρόμιο.
Κανένας. Δεν υπήρχε κανένας. Βασικά κι εγώ τώρα χωρίς την παρουσία άλλων ανθρώπων να ήμουν ένας κανένας αφού δεν υπήρχε κανένας να αναγνωρίσει το ποιός ήμουν. Άφησα τους φιλοσοφικούς στοχασμούς και άρχισα να περπατάω στην τύχη. Στάθηκα έξω από το καφέ της γωνίας, άδεια τραπεζοκαθίσματα, κανένας πίσω από τα ταμεία.
"Καλημέρα, είναι κανείς εδώ;Εεεεε, κατάστημα!". Μπα τίποτα.
Πίσω από τις γυάλινες βιτρίνες του μαγαζιού βρίσκονταν αραδιασμένες τυρόπιτες, σπανακόπιτες, κρουσανάν, σάντουιτς, μπάρες δημητριακών κλπ. Πήγα πίσω από τον πάγκο, έπιασα μια ζεστή ακόμα σπανακόπιτα και την καταβρόχθισα. Το ταμπελάκι έγραφε 3 ευρώ. Πέταξα ένα χαρτονόμισμα των πέντε όμως μιας και δεν ήταν κανείς εκεί για να μου δώσει ρέστα βούτηξα πίσω το πεντάευρο και βγήκα έξω.
Θυμάμαι έναν χιονιά που είχε σταματήσει την κυκλοφορία για 2 μέρες. Νεκρική σιγή και ακινησία, το μόνο που έβλεπς ήταν οι νιφάδες που έπεφταν νωχελικά στην άσφαλτο και τα πεζοδρόμια, χωρίς να βγάζουν τον παραμικρό ήχο. Μόνο που τότε οι δρόμοι ήταν άδειοι από αυτοκίνητα, εκτός από κανα δυο παρατημένα βέβαια, όμως εδώ οι δρόμοι ήταν τίγκα στα μεταλλικά τροχοφόρα με τζάμια που γυάλιζαν άψυχα σαν μάτια νεκρού στον ήλιο του πρωϊνού. Έβγαλα το κινητό από την τσέπη, πήρα στη δουλειά. Νεκρή η γραμμή. Κάλεσα τον αριθμό της Μαρίας. Σιωπή κι εδώ. Κάλεσα τη μάνα μου στο χωριό. Τίποτα. Καλεσα τον Στέλιο. Τα ίδια. Ξαναέχωσα το κινητό στην τσέπη και συνέχισα το περπάτημα. Παντού το ίδιο αποκαρδιωτικό θέαμα: διάσπαρτα, ορφανά μηχανήματα στους δρόμους. Χτύπησα μερικά κουδούνια σε πολυκατοικίες. Τίποτα. Κανένας.
Συνέχισα το περπάτημα.
Βρήκα ένα περίπτερο κοντά στο κολωνάκι. Άδειο βέβαια. Κάτι σκατοπεριοδικά λικνίζονταν στα μανταλάκια. Πήρα ένα. Σελέμπριτυ, κώλοι, σελέμπριτυ, θεωρίες συνωμοσίας, βυζιά, άνδρες με τα λευκά δόντια των καρχαριοειδών, συνταγές μαγειρικής, κι άλλα βυζιά, κι άλλοι κώλοι, κι άλλα σελέμπριτιζ. Πέταξα το περιοδικό στη μπούκα του περιπtέρου περιμένοντας ν'ακούσω τις βλαστήμιες του περιπτερά. Μάταια.
Έφτασα στο κέντρο κι άρχισα να χαζεύω βιτρίνες καταστημάτων. Καλά κατάλαβες φίλη ή φίλε, όλα ανοιχτά και όλα έρημα, κενά από ανθρώπους. Είδα ένα ωραίο σακάκι μπλέιζερ. Μπήκα μέσα και βρήκα το νούμερό μου. Το φόρεσα, άφησα στην κρεμάστρα το μπουφάν μου και συνέχισα την περιήγηση στην εγκαταλελειμένη πόλη. Στην Πανεπιστημίου συνάντησα μια μηχανή BMW R 1200 GS. Αφού την καλημέρισα, την καβάλησα και τράβηξα κατά την Πατησίων. Στη Στουρνάρα μπήκα σ'ένα μαγαζί με υπολογιστές, βρήκα ένα i9 με 128GB Ram και Nvm δίσκο. Δοκίμασα να μπω στο Internet. Το απόλυτο λευκό, λες και κάποιος είχε πάρει ένα ψηφιακο σφουγγάρι και τα έσβησε όλα. Προσπάθησα να στείλω email, τζίφος κι εδώ. Έμεινα σκεφτικός για λίγο στην περιστρεφόμενη ανατομική πολυθρόνα. Το βλέμα μου έπεσε πάνω σε μια ραφιέρα με video games. Μετά από αρκετό ψάξιμο βρήκα ένα flight simulator, σύνδεσα χειριστήρια joystick, ηχεία και κούμπωσα και δυο οθόνες κολοσιαίων διαστάσεων. Πολύν καιρό είχαν να πετάξω με Boeing 747.
Πείνασα. Άφησα την BMW για ένα KTM super duke και τράβηξα ξανά για το κέντρο. Στη Μητροπόλεως μπήκα σε ένα μοδάτο μεζεδάδικο όπου μου τηγάνισα ένα λαβράκι στο βούτυρο. Το συνόδευσα με μια παγωμένη Μαλαγουζιά! Δυστυχώς δε βρήκα παλαιωμένο τσίπουρο για τη χώνεψη. Φεύγοντας συλλογίστηκα ότι αν έπεφτα με τη μηχανή δε θα υπήρχε ασθενοφόρο ούτε γιατρός και νοσοκόμες στα επείγοντα, οπότε άφησα το KTM για ένα τεράστιο τζιπ Range Rover. Δυσκολεύτηκα λίγο να το ξεστριμώξω ανάμεσα σε ένα ταξί και μια νεκροφόρα αλλά τα κατάφερα. Στο τέλος έβαλα πρώτη κόλλησα το προφυλακτήρα του τέρατος στο αμάξι του ταρίφα και κατόπιν με μια γκαζιά το έστειλα να κολλήσει στο μπροστινό λεωφορείο. Δε στάθηκα να ανταλλάξουμε ασφάλειες. Ήταν δύσκολη ομολογώ η πορεία ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα αλλά ευτυχώς υπάρχουν και τα πεζοδρόμια. Σημείωσα νοερά να θυμηθώ να βρώ μια μπουλντόζα για να καθαρίσω μερικούς δρόμους...
Το απόγευμα απόλαυσα μια ταινία σε ένα σινεμά στην Αλεξάνδρας. Παιδεύτηκα λίγο με τη μηχανή του ποπ κορν αλλά αποδείχτηκε ότι ήταν ευκολότερη από τη μηχανή προβολής. Συγκινητική η ερμηνεία της πανέμορφης πρωταγωνίστριας. Έφαγα σπαλομπριζόλα ψημένη στα κάρβουνα σε ένα υπέροχο σπίτι του Παλιού Ψυχικού με τη συνοδεία ενός εκλεκτού ξινόμαυρου. Έσβησα την καούρα με ένα δεκαοκτάχρονο single malt. Όταν υπάρχουν σπουδαία ουϊσκυ και καλά πούρα σε ένα σπίτι η μοναξιά γίνεται λιγότερο αβάσταχτη. Ξύπνησα με πονοκέφαλο. Ένας πικρός καφές μαζί με ένα αναβράζον ντεπόν τον εξαφάνισε. Ωραίο σπίτι, είχε τα πάντα. Εκτός από ανθρώπους.
Δεν ωφελεί να αναρωτιέσαι γιατί συμβαίνει το οτιδήποτε. Η ζωή κάνει αυτο που πρέπει χωρίς ν'ακούει τις διαμαρτυρίες και τις οιμωγές σου. Ο χρόνος ρέει χωρίς να σου δίνει σημασία, τα γεγονότα που σε ορίζουν δεν ενδιαφέρονται για την άποψή σου για αυτά, εδώ που τα λέμε δεν ενδιαφέρονται για τίποτα διότι είναι πλέον παρελθόν, οριστικό και αμετάκλητο. Το τετελεσμένον φυγείν αδύνατον. Αν απόμεινα μόνος σε τούτη την άσχημη πόλη έχει καλώς. Αν έχω μουρλαθεί και νομίζω πράγματα, πάλι καλώς, θα το απολαύσω.
Πήρα την τζιπάρα και έφτασα στη Βουλή, πάρκαρα μπροστά στο σημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Μάλλον του Αφάντου θα έπρεπε να γράφει τώρα πια. Γέλασα με το κρύο αστείο μου.
Όπως καταλάβατε κανένας δε βρέθηκε να με σταματήσει ούτε στην είσοδο, ούτε στο Περιστύλιο και στον κεντρικό διάδρομο κι έτσι και με βήμα εθνάρχη μπούκαρα στην αίθουσα του κοινοβουλίου. Τα άδεια έδρανα περίμεναν με ανυπομονησία τον πρώτο μου λόγο. Ανέβηκα στο βήμα. "Ένα δυο τεστ - ένα δυο". Η φωνή μου αντήχησε στη μεγάλη αίθουσα. Ανακοίνωσα πανηγυρικά στην απούσα ολομέλεια την ίδρυση της Ελληνικής Μου Εγωκρατίας και αποδέχτηκα με ταπεινοφροσύνη το αξίωμα του ανώτατου πολιτικού και πολιτειακού άρχοντα. Ήμουν πλέον και επίσημα ο πρώτος Έλλην Εαυτοκράτορας! Απόλαυσα έναν ωραίο εσπρέσσο στο εντευκτήριο της Βουλής και μου έφτιαξα ένα υπέροχο σαντουϊτς με μοτσαρέλα και μια λεπτή φετούλα Ζαμπόν φουαντρέ. Καλά περνούν οι πατέρες του Έθνους.
Πήρα τη Συγγρού για Πειραιά. Παρά την πυκνή κίνηση ή μάλλον παρά την πυκνή ακινησία κατάφερα να προσεγγίσω το Μικρολίμανο. Ένα ωραίο πιάτο γαρίδες σαγανάκι και μια μπουκάλα ούζο με βοήθησαν να πάρω έναν ωραίο λικνιστικό υπνάκο στην πλώρη ενος ιστιοφόρου. Ξύπνησα γεμάτος αισιοδοξία για το μέλλον του τόπου. Το αξίωμά μου επιτρέπει να αναζητήσω ένα ωραίο σπίτι στην Καστέλα για να περάσω το βράδυ μου. Χρειάστηκε να βρω ένα χωρίς πόρτα ασφαλείας διότι το προηγούμενο στο Ψυχικό με ταλαιπώρησε. Το επόμενο πρωΐ με βρήκε να ατενίζω την ασημένια θάλασσα παρέα με έναν φραπέ μέτριο. Δεν είχε άλλον καφέ το κωλόσπιτο. Αλλά είχε κάτι κρακεράκια μούρλια!
Σκέφτηκα τη μάνα μου. Με εκνεύριζαν τα τηλεφωνήματά της, γεμάτα ερωτήσεις και παραινέσεις "είσαι καλά; τι γίνεται με τη Μαρία; να πας να κάνεις εξετάσεις, είσαι μεγάλος πια, θα νοικοκυρευτείς επιτέλους; να βάλεις τα χωράφια στο κτηματολόγιο, ακόμα καπνίζεις; δεν πιστεύω να πίνεις; βρες μια σταθερή δουλειά, τρως καλά; πότε θα ρθεις; ο πατέρας σου έχει πλαντάξει; πλήρωσες τον ένφια;πούλα τη μοτοσυκλέτα, θα σκοτωθείς". Πού να ειναι τώρα άραγε;
Ίσως είναι καιρός να βρω τον εαυτό μου, τον πραγματικό μου εαυτό. Ειδικά τώρα που δεν υπάρχουν άλλοι. Ειδικά τώρα που είμαι ο Κανένας.
Θα ήθελα, ειδικά τώρα, να ήμουν ένας Ρένος Αποστολίδης ή ένας Ηλίας Πετρόπουλος. Γνωστοί μισάνθρωποι, ειδικά επειδή αγαπούσαν πολύ τους ανθρώπους. Και γι'αυτό υποθέτω τους έκριναν τοσο αυστηρά και απόλυτα. Μπα, καλύτερα ένας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που δε μισούσε κανέναν, παρά μόνο τον απατόν του.
Στον Πειραιά σκεφτηκα να βάλω μπρος ένα καράβι, τι μαλάκας. Δεν έχει μίζα το καράβι, είναι ένας τεράστιος μηχανικός οργανισμός· χρειάζεται μια ολόκληρη μικρή κοινωνία να το δουλέψει.
Μου λείπει που δεν έχω κανέναν να διαφωνήσει μαζί μου. Πάντα πίστευα ότι όσοι μου αντιτίθενται ειναι χρησιμότεροι από εκείνους που συμφωνούν μαζί μου. Πώς το είχε πεί ένας σοφός; "Η μοναξιά σε κάνει να γνωρίσεις τον εαυτό σου μια που δεν υπάρχουν φίλοι να σε πείσουν για το αντίθετο”.
Γυρνάω εδώ και μήνες την καταραμένη, άδεια από ζωή πόλη. Έχω βεβαιωθεί πια: δεν υπάρχει κανείς, ούτε πουλί πετάμενο, γάτες, σκύλοι, περιστέρια, σπουργίτια, κοτσύφια κανείς. ΚΑΝΕΙΣ! Σκέφτηκα να φύγω από τη Σκατούπολη να πάω π.χ. μέχρι το Καπανδρίτι ή τον Ωρωπό ή τη Λαμία, μα αν πράγματι είμαι το μοναδικό ζωντανό πλάσμα που απέμεινε δω χάμου δε θα τρομάξω μέχρι θανάτου; Φοβάμαι να διαπιστώσω τόση πραγματικότητα και απλώς επιζώ με ό,τι απέμεινε από τους πρώην συνανθρώπους μου: κατεψυγμένα προϊόντα, αλλαντικά, κονσέρβες και «ξηρά τροφή» που λέγαμε στο στρατό. Φοβάμαι, είμαι μόνος και μια το διασκεδάζω μια ψάχνω στα φαρμακεία για ζαναξ. Δεν ξέρω τι θα φέρει αυτή κινηματογραφική κατάσταση, ίσως τρελλαθώ, ίσως πεθάνω, ίσως διάγω ευτυχής το υπόλοιπο του βίου μου, μονάχος και ανεξάρτητος, ένας ευτυχής εγωτικός που θα αφήσει αυτός τελευταίος το σημάδι του τέρατος στη γη. Ποιος ξέρει; Αυτό είναι η συνοπτική καταγραφή του μοναχικού μου δράματος.
Κι αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που έγραψε ο άνθρωπος στην Ιστορία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου