Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έξοδος

-->

Ο Θεός κοίταξε με οδύνη το ζεύγος των πρωτόπλαστων καθώς διέσχιζαν με βαριά και αβέβαια βήματα την πύλη του Παραδείσου. Ο πόνος του ήταν βέβαια άσχετος με το γεγονός της Εξόδου. Σκέφτηκε πως ήταν πράγματι σωστή ιδέα να ενσαρκωθεί στο ναυαγισμένο σώμα αυτού του ασπρομάλλη γέρου που υπέφερε από αρθριτικά, δισκοπάθεια, δυσπεψία, υπερταση, κνησμό, συχνουρία και όλα τα κακά που σέρνει ένα γέρικο ανθρώπινο σκαρί. Η πρόσκαιρη αυτή ταλαιπωρία τον βοηθούσε να παίξει το ρόλο του απογοητευμένου Πατέρα σ’αυτήν τη δραματική περίσταση. Στην πραγματικότητα ήταν περήφανος για τα δίποδα κατασκευάσματά του: επιτέλους έφτιαξε κάτι σωστό, και αυτό δεν ήταν άλλο από δυο πλάσματα που ήταν αρκετά σοφά ώστε να πράξουν ένα σοβαρό λάθος. Είχε βαρεθεί να βλέπει τόση τελειότητα στο σύμπαν, το οποίο συμπεριφερόταν με ακρίβεια μηχανής, πάντοτε αυστηρά προβλέψιμο, πάντοτε απελπιστικά κοινότυπο.
Ο Άγγελος δίπλα του με την πύρινη λόγχη περίμενε ένα νεύμα του για να ψήσει τα αμαρτωλά παιδιά του σε θερμοκρασία πολλαπλάσια του κέντρου της γης.
Όμως Εκείνος του ένευσε να κατεβάσει το τρομαχτικό όπλο και να σβήσει το πυρ. Δε χρειαζόταν άλλωστε, τα δυο άτριχα δίποδα είχαν αποδεχτεί τη μοίρα τους και έσερναν τα βήματά τους πιασμένα χέρι – χέρι προς το πεπρωμένο τους.
Καμάρωσε για λίγο τα στιλπνά, γυμνά τους κορμιά που είχε κάποτε φτιάξει από χώμα και νερό και είχε φυσήξει εντός των ένα κομμάτι του εαυτού του. Του εαυτού του. Χα χα χα, γέλασε εντός Του.
Όλα τα είχε κάποτε, μια που ήταν Θεός, εκτός από ένα: την συνείδηση της ίδιας του της υπάρξεως. Ετούτα όμως τα πρωτόβγαλτα ανθρώπινα πλάσματα, προικισμένα όχι μόνο από την απέραντη σοφία του αλλά έχοντας αναπτύξει και μια τελείως δική τους γνώση ανακάλυψαν ή μάλλον όχι δεν ανακάλυψαν, αλλά ΕΦΗΥΡΑΝ το αδιανόητο: τον Θεό και πατέρα τους ως προσωπικότητα. Έως τότε ο Κύριος ήταν ένα με το σύμπαν (το Α και το Ω θα πουν οι επίγονοι όταν ανακαλύψουν κάποτε το αλφάβητο).
Το δένδρο δεν ήξερε ότι ήταν δένδρο, η σαύρα δεν είχε ιδέα ότι ήτα η σαύρα, ο λιόντας δεν ξεχώριζε ότι ήταν άλλο εκείνος και άλλο η γαζέλα που κατακρεουργούσε. Αυτά τα παλιόπαιδα όμως συνειδητοποίησαν την ύπαρξή τους, την ετερότητα, την μοναδικότητά τους και ως αποτέλεσμα αυτής της τρομερής ανακάλυψης συμπέραναν ότι αφού εγώ είμαι εγώ, η Εύα και εσύ είσαι ο Αδάμ, τότε το δένδρο είναι κάτι άλλο, το πουλί κάτι επίσης διαφορετικό και (ω τι φοβερό εύρημα) ο Θεός είναι ένα άλλο υποκείμενο.
Αυτό ήταν λοιπόν το αμάρτημα των αγαπημένων του παιδιών, και για τούτο ένιωθε πραγματικά υπερήφανος, που τα δημιουργήματά του τόλμησαν να δημιουργήσουν μια γνώση η οποία δεν θα υπήρχε χωρίς εκείνους. “Είναι μικροί Θεοί” σκέφτηκε χαχανίζοντας και έδωσε μια φιλική καρπαζιά στον Άγγελο που κοίταζε σαστισμένος τον αφέντη του.
Σο μεταξύ ο Αδλαμ όπως πάντα γκρίνιαζε. Τα πόδια του πονούσαν στο κακοτράχαλο μονοπάτι, κρύωνε, δίψαγε, πείναγε, τον έτρωγαν τ’αρχίδια του, τον έτσουζαν τα μάτια του. Η Εύα όπως πάντα τον παρηγορούσε υπομονετικά και μόνο ένας αλάνθαστος παρατηρητής όπως ο Θεός διέκρινε μια στάλα εκνευρισμού στη φωνή της καθώς εκείνη καθησύχαζε το σύντροφό της.
“Καλά θα περάσουν ετούτοι οι δυο” ξανασκέφτηκε σκωπτικά ο Πανάγαθος και έριξε άλλη μια ξεγυρισμένη φάπα στον Άγγελο.
Ύστερα, το πνεύμα του σοβάρεψε και η ματιά του ξαναστάθηκε τρυφερή στις πλάτες των οριστικά εξόριστων της Εδέμ. Συγκίνηση και στοργή τον κατέκλυσαν και σκέφτηκε εν τη μεγαλοθυμία Του πως αυτά τα δυο παιδιά που τα διώχνει μακριά από τη σκέπη του αξίζουν ένα καλό μπαξίσι για τους κόπους που πρόκειται να κάνουν. Φυσικά δεν έπρεπε αυτά τα αισθήματα να φανερωθούν γιατί υπήρχε φόβος να εκληφθούν ως αδυναμία  ή (εμού του ιδίου φυλάξοι)  υπαναχώρηση.
Έτσι ξαναπήρε το βλοσυρό του ύφος και έκραξε αυστηρά: “Ε, εσείς!”.
Ο Αδάμ κοκάλωσε και γύρισε το κεφάλι όλος ελπίδα. Η Εύα διατηρώντας την αξιοπρέπειά της απλώς σταμάτησε χωρίς να στραφεί.
“Θα φύγετε όπως αποφάσισα” ξεκαθάρισε, “αλλά πριν γίνει αυτό, θα σας χαρίσω κάτι τελευταίο. Τη δυνατότητα να ξεφεύγετε πρόσκαιρα από την κακομοιριά που επέφερε η δόλια πράξη σας. Την Τέχνη, δηλαδή τη δυνατότητα εισόδου σε μια πραγματικότητα πιο ουσιαστική, που θα κανει την ύπαρξή σας πιο υποφερτή και θα σας ανακουφίζει έστω πρόσκαιρα από την ποταπή σας φύση. Θα ακυρώνει το πεπερασμένο του λίγου χρόνου που σας απομένει και θα σας δίδει μια γεύση της αιωνιότητας που κάποτε είχατε ως προοπτική αλλά τη χάσατε. Έτσι ξανακερδίζετε αυτό που υποτίθεται ότι τώρα απωλέσατε. Καταλάβατε;”
Ο Αδάμ πήρε μια ηλίθια έκφραση και στράφηκε απορρημένος προς την Εύα η οποία επιτέλους καταδέχτηκε να κοιτάξει τον ασπρομάλλη γέροντα. Το βλέμμα της όπως πάντα έφτανε πολύ πιο βαθειά από το ανθρώπινό του μασκάρεμα και του θύμισε ότι πάντοτε τον ενοχλούσε αυτή η διεισδυτικότητα και τον έκανε (ναι αυτό το παραδεχόταν) να νιώθει κάπως αμήχανα.
“Ευχαριστούμε μπαμπά, θα σου ανταποδώσουμε το δώρο. Σύντομα, όπως σου αξίζει”. Αχ αυτή ήταν η Εύα του, λιγομίλητη και ουσιαστική. Χωρίς φανφαρονισμούς και γαλυφιές έλεγε μόνο αυτό που σκεφτόταν, χωρίς να προσθέτει ή να αφαιρεί τίποτα.  Εντάξει λίγο διφορούμενη, αλλά του άρεσαν τα διπλά μηνύματα. Θεός ήταν.
“Ωραία δουλειά έκανα” συνεχάρη τον εαυτό του ο Πανάγαθος, “Μόνο αυτός εδώ μου βγήκε λίγο μαλάκας, αλλά που θα πάει αυτή θα τον στρώσει. Θα τους ξαναδώ κάποτε και φυσικά αυτή τη φορά δε θα φορέσω το κουφάρι αυτού του σαπιόγερο αλλά θα ξεκινήσω ως αμόλυντο και υγιές νεογέννητο, θα μεγαλώσω και θα γίνω ένας ωραίος νέος, θαλερός και σοφός. Και ύστερα  θα τους αφήσω να με σταυρώσουν. Έτσι θα τους δώσω μια καλή ευκαιρία για να με συγχωρέσουν ”.
Και με μια κομψή, ταχυδακτυλουργική κίνηση μεταμορφώθηκε σε φίδι και χάθηκε έρποντας με χάρη ανάμεσα στα πράσινα χορτάρια του Παραδείσου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...