Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Την νταλίκα μην την κατηγοράς, αυτή σου δίνει για να φας

Ο φίλος G.P. μας έστειλε το παρακάτω γράμμα που του έγραψε μακρινός του εξάδελφος.

Γεια σας.
Με λένε Μιχάλη και είμαι οδηγός νταλίκας και ιδιοκτήτης της. Ίσως με έχετε δει στις εφημερίδες και την τηλεόραση. Είμαι αυτός με την οδοντογλυφίδα στο αυτί. Κρατούσα και το πανό που έγραφε «Μην εμπαίζεται...» Λένε ότι ήταν γραμμένο λάθος, αλλά κανένα από τα παιδιά στο μπλόκο δεν μου είπε κάτι για αυτό, μόνο κάτι κρυόκωλες στις ειδήσεις το λέγανε. Επειδή ο ανιψιός μου ξέρει από δαύτα τα κομπιούτερ μου είπε να γράψω κάτι και να το στείλει κάπου που θα το διαβάσουν. Εγώ, λοιπόν, είμαι ιδιοκτήτης και ό,τι έκανα το έκανα για να γυρίσω στο χωριό και να έχω πρόσωπο. Πούλησα ένα χτήμα και έφυγα γιατί τα αδέρφια της Κούλας με απείλησαν όταν έμαθαν για μας. Έκανα λεφτά καλά, έκανα και κάτι παλιοδουλειές, αλλά και ποιος δεν κάνει; Και την ψήφο μου την έδινα εκεί που έπρεπε. Και τώρα όλοι μας κάνετε τους καλούς και αγίους! Εγώ έγινα κάποιος και σας πειράζει! Που πέτυχα! Ναι, ρε! Θα τα σπάσω όλα! Εμένα δε θα με περνάνε στο καφενείο για αποτυχημένο. Σας το λέω γιατί δεν θα τα παρατήσουμε. Όλη Η Εθνική Οδός ζει από μας. Από τους παραγωγούς ως τους προαγωγούς. Θα τα ξαναπούμε όταν θα πάτε να με προσπεράσετε με το κουβαδάκι σας. Εξυπνάκηδες νεόπλουτοι!

Για την αντιγραφή
 
Νυσταλέων

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...