Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Βιβλιο-κρητική


Όπως όλοι γνωρίζετε είναι ευκολότερο να κρίνεις την τέχνη παρά να την ασκείς. Το να γράψεις ένα βιβλίο μοιάζει με το να γεννήσεις και να αναθρέψεις ένα παιδί. Κανείς δεν ξέρει τι βάσανα και ξενύχτια πέρασες για να το μεγαλώσεις, κι όμως όλοι έχουν από μια γνώμη να πουν για τους τρόπους, τα “σουσούμια” , το χαρακτήρα και τις “επιδόσεις” του. Και ως συνήθως τα χειρότερα σχόλια ακούγονται από τους “άκληρους” εκείνους δηλαδή που δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν αυτό ακριβώς το οποίο με  περισσή ευκολία  (επι)κρίνουν.


Διαβάζοντας λοιπόν το τελευταίο πόνημα της Βάσιας Τζανακάρη με τίτλο “Τζόνι & Λούλου”, αποφάσισα να κλέψω λίγη δόξα από τους κριτικούς που σύντομα θα κληθούν να σχολιάσουν με το γνωστό περισπούδαστο ύφος το έργο της. 
Παρότι το εξώφυλλο και ο τίτλος δεν με προετοίμασαν θετικά, δεν ξεχνώ ποτέ την  αγγλική  παροιμία “Don't judge a book by its cover”. Όμως έχω βρει ένα κόλπο: διαβάζω πάντα την πρώτη σελίδα οποιουδήποτε βιβλίου πέσει στα χέρια μου, κι αν αυτή η σελίδα με κερδίσει, τότε είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα φτάσω μέχρι το τέλος του. Αυτό συνέβη και με το εν λόγω “love story” που κύλισε με ευκολία μέσα σε λίγες ώρες. Ο άλλος μπούσουλας που έχω εφεύρει, ως ερασιτέχνης βιβλιοκριτικός, είναι το αν θα 'θελα να το είχα γράψει εγώ. Αν ναι, σημαίνει πως δεν έχασα την ώρα μου!
Το “Τζόνι & Λούλου” πέρασε λοιπόν επιτυχώς τις δυο κύριες δοκιμασίες που του έθεσα εγώ ως γνήσιος ημιμαθής (φαντάζομαι πως οι επαγγελματίες συνάδελφοι έχουν το θεωρητικό υπόβαθρο και τα επιστημονικά εργαλεία να κάνουν καλύτερη δουλειά επ'αυτού χωρίς να πρέπει να καταφύγουν σε τέτοιες μπακαλίστικες πρακτικές).
Κατά τα άλλα με συνεπήρε το γεγονός πως μια Ελληνίδα συγγραφέας απέφυγε τις ασυγχώρητες ευκολίες στις οποίες τις τελευταίες δεκαετίες έπεσαν σωρηδόν οι περισσότεροι εγχώριοι ομότεχνοι της και έγραψε (επιτέλους) μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα ρομαντική ιστορία καταφέροντας να συγκεράσει με πειστικό τρόπο την πραγματικότητα με τη φαντασία. Βαρέθηκα πια τους άσκοπους συναισθηματισμούς του κάθε αλαφροΐσκιωτου και τον άχρηστο κυνισμό του οποιουδήποτε κακοπαθημένου.
Ανεξάρτητα με το τι έχει ο κάθε συγγραφέας στο κεφάλι του, στην πράξη  δεν κάνει  τίποτε άλλο παρά να ασκεί με τον τρόπο του κριτική στα γεγονότα που και ο ίδιος  ζει μαζί με τους υπόλοιπους, παρουσιάζοντας την αλήθεια μέσα από τα δικά του βιωματικά φίλτρα.
Άρα έχει καθήκον να είναι αρκετά γειωμένος ώστε να μπορεί να αντιληφθεί την ουσία των όσων συμβαίνουν γύρω του και ταυτόχρονα να είναι αρκετά νεραϊδο-χτυπημένος ώστε να τα σχολιάσει με τρόπο που θα σε ταξιδέψει.
Η συγγραφέας μας είναι σίγουρο πως ζει στον ίδιο πλανήτη με εμάς τους υπόλοιπους, τραβάει τα ίδια λούκια με εμάς, αλλά φαίνεται πως έχει έχει κάνει τα κουμάντα της και αντιπαρέρχεται τα δύσκολα: ακούει πολλή μουσική, διαβάζει πολλά  και φυσικά γράφει. Μέχρι τώρα δυο βιβλία και ελπίζω σύντομα να γίνουν τρία και περισσότερα. Ή μάλλον δεν ελπίζω, ανυπομονώ.

Μπράβο !

Υ.Γ. : Ψεγάδια; Ω, μα φυσικά υπάρχουν αγαπητοί μου. Αλλά αυτά είναι σίγουρο πως οι εμβριθείς κριτικοί μας θα τα ανακαλύψουν και θα σας τα επισημάνουν αρμοδίως. Μην ξεχνάτε όμως τη διαπίστωση του Θερβάντες: «Άντρες (σ.σ. και γυναίκες) με μεγάλα ταλέντα, σπάνια αποφεύγουν τις επιθέσεις αυτών, που χωρίς να έχουν καθόλου προικίσει τον κόσμο με έργα δικής τους παραγωγής, εντρυφούν στην επίκριση των έργων των άλλων.»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...