Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Φακές και σπανακόρυζο

Ο Μάκης ο παλιατζής πάρκαρε το φορτηγό πίσω από το σπίτι του στο Μενίδι. Καλά είχε πάει και σήμερα η μέρα: Κάτι παλιές σιδερόπορτες δίπλα από ένα κάδο στη Μεταμόρφωση, 2 θερμοσίφωνα στους Αγίους Αναργύρους κάτω απ' τη γέφυρα και μισό τόνο λαμαρίνα αυτοκινήτων από ένα φίλο φαναρτζή. Δόξα τω Θεώ ακόμα κι όταν οι άνθρωποι δεν είχαν φράγκα να αγοράσουν, πάντα υπήρχε κάτι για να πετάξουν. Βλέπεις, τα υπάρχοντά τους παλιώνουν κι αχρηστεύονται χωρίς να περιμένουν αντικαταστάτες. Θα μου πεις έτσι είναι και οι ίδιοι οι κάτοχοί τους. Σαν το φίλο του τον Αποστόλη το χασάπη που δεν περίμενε να τελειώσει το στρατό ο γιος του ο Γιώργης και ν' αναλάβει το μαγαζί, παρά σωριάστηκε ένα μεσημέρι πάνω στο κούτσουρο που έκοβε τα κρέατα και τώρα αναπαύεται εν ειρήνη. Θεός σχωρέστον το κακομοίρη κι ας έκλεβε στο ζύγι τους πάντες ακόμα και αυτόν τον ίδιο τον κολλητό του το Μάκη.
Αλλά ο Μάκης δεν κράταγε κακία. Μήπως κι ο ίδιος δεν έκλεβε στο ζύγισμα τον Κοσμά που του αγόραζε τα παλιοσίδερα, κι ας έπαιζαν κάθε απόγευμα “θανάση” πίνοντας τσίπουρα στο καφενείο του “Στραβού”; Είχε καβατζώσει 2 βέργες μολύβι που τις είχε απάνω στο αμάξι όταν ανέβαινε στη ζυγοπλάστιγγα, μα όταν ξεφόρτωνε τις έκρυβε πίσω από τη μάντρα κι έτσι όταν έπαιρνε άδειος το απόβαρο κέρδιζε ένα τριαντάκιλο. Έτσι είναι η ζωή, με κλέβεις λίγο εσύ, κλέβω εγώ κάποιον άλλο και κείνος τον παρακάτω και πάει κορδόνι μέχρι να κλείσει ο κύκλος. “Στο τέλος όλοι πάτσι θα βγούμε” έλεγε. Κι έτσι έδειχνε κατανόηση στην αμαρτία.
Γιατί ο Μάκης ξέρει τους ανθρώπους από τα μπάζα τους. Όπως ο γιατρός σου κάνει ανάλυση ούρων και σου λέει “το και το”, ο Μάκης χρειάζεται μόνο μια ματιά στο παλιό σου πλυντήριο και στα λέει καλύτερα κι από μέντιουμ: “για να φουντάρει ετούτος τέτοιο τεφαρίκι πάει να πει πως έχει πολλά λεφτά και γκρινιάρα γυναίκα”.  Το ίδιο ισχύει και για τις πόρτες: “Τώρα τηνε πέταξε τη παλιόπορτα ο καβουροτσέπης, μόνο η μπογιά τη βαστά να μη γίνει σκόνη. Και να πεις ότι δεν έχει φράγκα, τέτοια διπλή πόρτα μόνο σε μονοκατοικία θα βρεις”.
Κάποτε σε μια βάφτιση που ήταν καλεσμένος, κάθουνταν δίπλα σε έναν γραβατωμένο κύριο των Βορείων προαστίων ο οποίος του συστήθηκε ως Νίκος  Λαδόπουλος, Ουρολόγος. Ο Μάκης έδωσε το χέρι του λέγοντας “Χαίρω πολύ αγαπητέ, Μάκης Βαρθάγκας, Λαμαρινολόγος”.
Τριάντα εννιά ολόκληρα χρόνια αλωνίζει την Αθήνα και μαζεύει κομμάτια από τις ζωές των άλλων. Και μπορεί ως δεινός λαμαρινοδίφης να ειδικεύεται στα σίδερα αλλά δεν λέει κι όχι άμα βρει τίποτα τηλεοράσεις, παλιά έπιπλα, καλώδια, στρώματα κι ότι άλλο φανταστεί κανείς. Απλώς προτιμά το σίδερο γιατί δε χρειάζεται μετά να τρέχει στο μοναστηράκι για να παζαρέψει με τους εμπόρους. Ενώ το σίδερο του Θεού πάει με το κιλό και η τιμή του είναι στάνταρ.
Καθώς έστριψε τη γωνία για να πάει στο σπίτι (διπλοκατοικία παρακαλώ) θυμήθηκε μια μαντινάδα που του 'χε μάθει ο έτερος  συμπαίχτης του στο Θανάση ο Μανώλης από το Ρέθυμνο:

“Απ' όλα τα σιδερικά μ'αρέσει το ντιβάνι
εγώ να βλέπω πάτωμα κι εκείνη το ταβάνι.”


Φτάνοντας στο κονάκι του ο Μάκης έβγαλε τη φόρμα εργασίας (ένα τζιν παντελόνι που με τα χρόνια είχε το χρώμα της σκουριάς και μια βαμβακερή μπλούζα ιδίου χρώματος),  και αφού
πήρε το καθημερινό του μπάνιο, φόρεσε τη βραδινή στολή καφενείου : ένα γκρι κουστούμι κοπής του 70 και άσπρο πουκάμισο με κολλαριστό γιακά.  Πλυμένος, ξυρισμένος και μυρωδάτος έκατσε με την από τριακονταπενταετίας σύζυγο Ελένη για να φάει και ν' ακούσει τα νέα της φαμίλιας. Η κόρη και ο γαμπρός καλά και τα εγγόνια τρίκαλα, πάλι τη ζόρισαν τη κυρά του τα τσογλανάκια αλλά τώρα πήγαν “απάνω” γιατί όλοι ξέρουν πως ο παππούς θέλει ησυχία όταν τρώει. Ευχαριστημένος, ο Μάκης περιμένει να μαζέψει η κυρά Λένη τα πιάτα και να τα πάει στην κουζίνα για πλύσιμο  ούτως ώστε να μείνει μόνος και  να επιδοθεί στο καθιερωμένο του ρέψιμο. Α, όλα κι όλα μπροστά στο στεφάνι του αυτές οι γαϊδουριές είναι ανεπίτρεπτες: “καλύτερα να χάσω ένα άντερο παρά το Λενιώ μου” έλεγε χαρακτηριστικά. 
Μετά την καθιερωμένη επίσκεψη στα εγγόνια μετά χαρτζιλικώματος, ο δρόμος προς το καφενείο του “Στραβού” είναι ανοιχτός. Εκεί βρίσκονταν από νωρίς και η υπόλοιπη παρέα καθότι συνταξιούχοι οι περισσότεροι πλην του Κοσμά. Σχεδόν όλοι τους γέννημα θρέμμα μενιδιάτες αρβανίτες, δουλεμένοι αθρώποι όχι αγαθομούνηδες. Φαγάδες, πιοτήδες, φωνακλάδες, πλακατζήδες μα και πεισματάρηδες σα μουλάρια.
“Καλώς το Σκουριασμένο”, τον υποδέχτηκε ο Κώστας ο “Στραβός”. Όλοι έχουν εδώ το παρατσούκλι τους και ο καφετζής το κονόμησε γιατί όταν κατηγορούσαν κάποιον για χαρτοκλέφτη και ζητούσαν τη συνδρομή του εκείνος απαντούσε πάντοτε  “δεν είδα τίποτα”. Όχι άδικα βέβαια γιατί κάποτε που ανακατεύτηκε τον πήρε στο κυνήγι ... ο κατηγορούμενος με ένα μπυρομπούκαλο και από τότε αποφάσισε να αφήσει τους θαμώνες  του καταστήματος να λύνουν μόνοι τους τις χαρτοπαικτικές διαφορές τους.
Το παιχνίδι ξεκίνησε και ο Μάκης πήρε 2 παρτίδες μάνι – μάνι. Στη τρίτη ένας συνταξιούχος χωροφύλακας που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι (ο οποίος κυνηγούσε επί δικτατορίας το Μάκη για “λαθρεμπόριο σιδήρου”) άρχισε τη γνωστή γκρίνια του. Ήταν ο Βασίλης ο Γκιουλές σκέτο. Ο μόνος που δεν είχε παρατσούκλι όχι γιατί απολάμβανε του σεβασμού κανενός αλλά το αντίθετο. Παρατσούκλι δίνεις σε κάποιον που σε ενδιαφέρει και σχετίζεσαι μαζί του. Με το Βασίλη κανείς δεν είχε παρτίδες και τον δέχονταν στο καφενείο γιατί είχε ακόμη κάτι γνωστούς στο τμήμα που έκαναν τα στραβά μάτια για τα “τυχερά παίγνια”.
“Μας έκοψαν κι άλλο τη σύνταξη οι βρωμιάρηδες. Τώρα δε φτάνει μηδέ για να φάμε. Δευτέρα  φακές, Τρίτη φακές, Τετάρτη φακές, Πέμπτη φακές και τη Παρασκευή για αλλαγή σπανακόριζο”.
Ο Μάκης τραβάει ένα φύλλο, κάνει μια τετάρτη με ρηγάδες και πετάει με σκέρτσο το σκάρτο του στη τσόχα λέγοντας γελώντας:
“Α ρε κατακαημένε Βασίλη, δε μας λες  που χέζεις να πάμε να μαζέψουμε το σίδερο !”

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...