Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αρώματα

Στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας του κήπου κοιτάζοντας το μεγάλο πέτρινο σπίτι που έστεκε στο τέλος του μονοπατιού. Έκλεισε τα μάτια, κι ανέπνευσε απ'τη μύτη αργά και προσεκτικά προσπαθώντας να αναγνωρίσει τις μυρωδιές που πλέκονταν η μια με την άλλη. Ήταν ένα παιχνίδι που έπαιζε από παιδί όταν ερχόταν εδώ.  Νωπό χώμα και κοπριά απ' το κήπο, σάπιο άχυρο και κομμένο ξύλο απ' την αποθήκη, μυρωδικά απ'τις γλάστρες στη σκάλα. Κάποιος είχε βάψει μια σιδερένια πόρτα στο υπόστεγο με λαδομπογιά.

Μμμ, πολύ πρόσφατα, ίσως χτές ή προχτές. Να θυμηθεί να τους πει πως έχουν βγει οικολογικά χρώματα.
Κι ύστερα, στην επόμενη ανάσα, η όσφρησή του προσπάθησε να φτάσει λίγο μακρύτερα, στο παραθυράκι της κουζίνας. Ναι! ψητό αρνί στο φούρνο με πατάτες. Αχ, παλιότερα θα μπορούσε να καταλάβει αν η θειά Ελένη είχε βάλει ρίγανη και σκόρδο, και αν η αδερφή της η θειά Γιωργία είχε επιτελέσει τη  Σαββατιάτικη τελετουργία του σιδερώματος. Άλλους τους φορτώνονταν τα χρόνια στην πλάτη, εκείνου φαίνεται του μπήκαν στη μύτη. Και τα σαράντα!
Από παιδί οι αναμνήσεις του συνδέονταν με μυρωδιές. Τα ξύσματα του μολυβιού και τα καινούρια βιβλία στο σχολείο,  η "μωρουδίλα" της αδερφής του όταν την έφεραν οι γονείς από το μαιευτήριο, η μυρωδιά του λεωφορείου που έπαιρνε για να πάει στο γυμνάσιο,   τα μαλλιά της Ειρήνης, της πρώτης του γκόμενας, το λιβάνι της κυριακάτικης λειτουργίας στο χωριό, ο κήπος της μάνας στο σπίτι, το ούζο και οι μεζέδες στα φοιτητικά χρόνια της Θεσσαλονίκης, η βρώμα του στρατώνα, η τεχνητή ατμόσφαιρα στο γραφείο. Όλα μυρωδιές κι αρώματα λες κι οι οσφρητικοί του αδένες είχαν καταγράψει την ιστορία της ζωή του.
 Μόνο που η μύτη του είχε και άποψη ανάλογα με τα κέφια της. Όταν ήταν καλά ξεχώριζε ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα, ενώ όταν ήταν στις μαύρες του όλα του βρωμούσαν. "Χμμ, από έναν τύπο σαν κι εμένα πρέπει να βγήκε η γνωστή έκφραση", σκέφτηκε και χαμογέλασε.
Διέσχισε το πλακόστρωτο του μονοπατιού, ανέβηκε με διπλοσάλτα τη σκάλα, άνοιξε τη τζαμόπορτα και όρμησε στο εσωτερικό του σπιτιού:
- Θειάδεςςςςςς, που το λέτε; φώναξε και σχεδόν έπεσε πάνω στη θειά Ελένη που κουβαλούσε μια πιατέλα με πράσινα σαλατικά. ("Χμμμ πάλι το παράκανε με το ξύδι η θεια μου").
- Και καλώστο και καλώστοοο, κι αγαπώτοοο κι αγαπώτοοοο
έκανε γελώντας η ψιλόλιγνη ηληκιωμένη, που παρά τα χρόνια της περπατούσε καμαρωτή και στητή σαν την πέρδικα.
Άφησε όπως - όπως τη σαλάτα σ'ένα μικρό τραπεζάκι, τον έπιασε απ'τους κροτάφους και τον φίλησε και στα δυο μάγουλα. Τα χέρια της μύριζαν μαϊντανό, ελαιόλαδο, σκόρδο, υγρό πιάτων, ξύδι και ότι άλλο μπορούσε να βρει κανείς σε μια μερακλίδικη κουζίνα. Διότι η ειδικότητα της θειάς Ελένης ήταν αυτή: μαγείρισσα, τι μαγείρισσα, Σέφ καλύτερα. Πιτσιρικάς, κι όταν η μάνα του μαγείρευε εκείνα τα καταραμένα φασολάκια, εκείνος έφευγε κι ερχόταν εδώ, στο "καταφύγιο" όπως έλεγε μισοτσαντισμένος ο πατέρας του, για να φάει κεφτέδες με δυόσμο, καλτσούνια με ξυνομηζύθρα, αρνάκι με σταφίδες και μέλι, μοσχάρι κατσαρόλας με μυρωδικά. Ακόμα και τ'αυγά μάτια δεν τα τηγάνιζε, παρά τα έκανε στο φούρνο μέσα σε φωλιές με σπανάκι πασπαλισμένα με κεφαλοτύρι. Ήταν ν'απορεί κανείς πως ακόμα και στα εβδομήντα της η θεία δεν είχε ούτε υποψία λίπους πάνω της, παρότι όσο τη θυμάται δεν ξεκόλαγε από το "βασίλειο" της κουζίνας της.
- Ρε χαϊνη ήρθες;
Η θειά Γιωργία ξεπρόβαλε απ' το "αναγνωστήριο"  δηλαδή το καθιστικό με το τζάκι και τη βιβλιοθήκη, και  που αποτελούσε τη δική της "αυτοκρατορία" εντός του οίκου των δυο αδελφών. Παρέμενε κι εκείνη ίδια, φαρδοκάπουλη και ροδοκόκκινη όπως πάντα με το αφηρημένο βλέμα κάποιου που ενώ σε κοιτάει μοιάζει να βλέπει κάτι πίσω απ'τον ώμο σου. Μα έτσι ήταν πάντοτε η θειά Γιωργίτσα. Αλλού.
Άπλωσε τα χέρια της και τον άρπαξε για να τον σταυροφιλήσει με τον ίδιο τρόπο που τον φίλησε και η "αμπλά" της. Να που έμοιαζαν σε κάτι.
Κι ύστερα άρχισαν και οι δυο ταυτόχρονα, τι κάνει, πως πάει η δουλειά, πότε θα τους φέρει να γνωρίσουν καμμιά νύφη, γιατί δεν τους παίρνει τηλέφωνο. Ύστερα, σταμάτησαν κοιτώντας επιτιμητικά η μια την άλλη για τη ζαλούρα που προκαλούσαν με τις ερωτήσεις τους και ξανά μετά άρχιζαν να πυροβολούν κατά ριπάς.
- Πήγες απ'τη μάνα σου;
- Είδες πως μεγάλωσαν τα παιδιά της αδερφή σου;
- Ο πατέρας σου εντάξει με την εγχείριση;
-Θα κάτσεις αύριο να πάμε στην εκκλησία που 'ναι το μνημόσυνο του κακομοίρη του Βενομιχάλη κλπ κλπ κλπ
Πισωπάτησε ευχαριστημένος, για να απολαύσει το θέαμα. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Η ίδια αδημονία, το ίδιο νοιάξιμο. Μόνο οι ερωτήσεις αλλάζουν. Θυμάται τότε που πήγε να τους πει τα αποτελέσματα των πανελλαδικών. Τους φώναζε επί ένα δεκάλεπτο ότι πέρασε στη σχολή κι εκείνες εξακολουθούσαν να ρωτάνε γαι μόρια, βάσεις και βαθμολογίες.
Πόσο αγαπούσε τούτες τσοι δυο γυναίκες. Κάποτε μεθυσένος, είχε πει σ'ένα φίλο πως είχε τρεις μάνες. Ο άλλος βέβαι ήταν κι εκείνος κόκαλο, αλλά ο ίδιος θυμότανε αυτήν την κουβέντα με την ένταση που θυμάται κανείς μια μεγάλη του ανακάλυψη.
Μικροπατρεμένες κι οι δυο, και χήρες από νωρίς. Παιδιά που έφυγαν για να σπουδάσουν και έμειναν εκεί για να κάμουν δικιά τους ζωή. Εδώ άραγες δεν ήταν δικιά τους η ζωή;
Εγγόνια που τους μιλούσαν στον πληθυντικό και νύφες που τις κοίταζαν με φόβο και καχυποψία.
Μόνο εκείνος έρχονταν να τις δει με όρεξη (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Ανιδιοτέλεια; Μπα! Είχε δίκιο ο πατέρας του. Το καταφύγιο! Εδώ όλα ήταν σουτζουκάκια, Μποντλαίρ, χυλοπίτες, Καζαντζάκης, ψητές πατάτες με πάπρικα, Σεφέρης, καπνιστές μπριζόλες, Μπέρναρ Σω, κολοκύθια με τ'αυγά, Καστοριάδης, μελιτζάνες στο φούρνο με κρεμμύδι και ντομάτα, Ερικ Μαρία Ρεμάρκ, λουκάνικα, Πλάτωνας, βότανα, Έμιλυ Ντίκινσον, φρέσκια λεμονάδα, Τζέημς Τσόυζ, κολοκυθανθοί, Άγκαθα Κρίστυ, χαρουπολάχανο, Ντανιέλ Τσαβαρία, Ψαρόσουπα, Ουμπέρτο Έκο, Πίτες με άγρια χόρτα, Καραγάτσης.
Η μια όλα τα μαγείρευε η άλλη όλα τα διάβαζε. Και αλληλοταίζονταν με τους κόπους τους. Κάθε μέρα, εδώ και δεκαετίες μετά το βραδυνό, η Γεωργία αφηγούνταν  τα διαβάσματα της ημέρας, περιλήψεις μυθιστορημάτων, στίχους ποιητών, ρητά φιλοσόφων. Και η Ελένη εξηγούσε πως έδενε τη σούπα, τι μυρωδικά έβαλε στο κρέας, πως έκανε τα βραστά χόρτα να διατηρούν το πράσινο χρώμα τους.
Εδώ χάνονταν τα βάσανα κι έμενε μόνο η ευωδιά της κουζίνας και οι ιστορίες της βιβλιοθήκης, η επίγευση των καρυκευμάτων και το συμπέρασμα του ικανού αναγνώστη.
Μονάχα αυτή τη φορά είχε σχεδόν ένα χρόνο να έρθει. Όπως πάντα περίμενε να τελειώσουν οι πολυβολισμοί των ερωτήσεων και άρχισε να τους λέει τα νέα του, όπω έκανε πάντα.
Είχε πλάκα γιατί τον ρώταγαν και λεπτομέρειες, για τον καινούριο σερβερ, τι σημαίνει απομακρυσμένη διαχείριση συστημάτων, γιατί ο διευθυντής του άλλαξε μετά από τόσα χρόνια, πότε θα γίνει προτζεκτ μανατζερ κλπ. Λεπτομέρειες που δεν τις ρωτούσαν ούτε οι γνωρίζοντες, για κείνες αποτελούσαν πεδίον ερεύνης λαμπρόν. Άλλωστε δε βιάζονταν. Ήταν νωρίς το μεσημέρι του Σαββάτου, το ψητό έπρεπε να μείνει λίγο ακόμη στο φούρνο να ροδοκοκκινήσει και να μελώσει, κι έτσι έκατσαν στο τραπέζι να το περιμένουν καθώς  η θειά Ελένη είχε φέρει τσικουδιά και στραγάλια για αρχή, μετά θα έβγαζε καλτσούνια, κεφαλοτύρι, ελιές, σύγλινα και ότι άλλο είχε το "τροφοντούλαπο" όπως αποκαλούσε το ψυγείο της, ένα τεράστιο ΙΖΟΛΑ του εβδομήντα που δεν το άλλαζε γιατί ήταν λέει "απαντιδερό" δηλαδή βολικό. Στην πραγματικότητα πίστευε ποιος ξέρει πως και γιατί, ότι τα καινούρια ψυγεία ήταν καρκινογόνα, αλλά άντε τώρα να πείσεις τη θειά Ελένη για το αντίθετο.
Σύντομα η ρακή έδωσε τη θέση της σ'ένα ανοιχτοκόκκινο ελαφρύ κρασί, "για να μη μας χτυπήσει" και ενώ η συζήτηση άναβε τα μικρά πιατάκια με τα μεζεκλίκια πληθαιναν. Το πρόσωπο της θειας Γιωργίας είχε γίνει ακόμη πιο κόκκινο ενώ η αδερφή της κάθε λίγο και λιγάκι έφερνε καλούδια απ΄την κουζίνα.
- Άντε μωρέ Νικολή, άναψε έναν τζιγάρο, ήντα ντρέπεσαι ολόκληρος γάιδαρος. Άντε και δε θα το πως τση μάνα σου, τον προέτρεψε η Ελένη και του γέμισε το ποτήρι.
Δεν ήταν ότι ντρέπονταν να τ'ανάψει, αλλά θα του χάλαγε εκείνη την αίσθηση της παιδικότητας που πάντα αναπαρήγαγε όταν έρχονταν εδώ. Ήξερε όμως πως η θεια θα του 'κανε και μια τράκα γιατί κάπνιζε πότε - πότε κι εκείνη (χωστά πίσω απ'την πόρτα όπως την κορόιδευε η αδερφή της), κι έτσι έβγαλε το πακέτο,  της έδωσε ένα τσιγάρο υπό το υποτιμητικό βλέμα της άλλης, της το άναψε άναψε και το δικό του και συνέχισαν τη φλυαρία μέχρι που ακούστηκε το ντριιιιιιιιιιν απ'το ρολόι της παλιάς κουζίνας (ΙΖΟΛΑ κι αυτή) και ετοιμάστηκαν όλοι για το καλύτερο.
- Μη καπνίσεις τώρα δεύτερο μη σου κοπεί η όρεξη, ακούς; Ακούστηκε από μέσα η φωνή του θηλυκού μαστερ σεφ.
"Άν ο παράδεισος έχει μαγειρείο κάπως έτσι θα μυρίζει" σκέφτηκε όταν το άρωμα του περιεχομένου της αχνιστής φαγιάντζας  τον προειδοποίησε γαι τον ερχομό της.
Οι δυο θειάδς έκατσαν αντικρυστά στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού με το σερβάνι και τα ασπρόμαυρα πορτραίτα των προ-παππούδων. Εκείνον τον είχαν βάλει στην κεφαλή του τραπεζιού και σκίζονταν ποια θα του πρωτογεμίσει το ποτήρι ή να του καθαρίσει τα κόκαλα απ'το πιάτο.
Ο ανοιξιάτικος αέρας που έμπαινε χαϊδεύοντας τις κουρτίνες τον δρόσιζε, το κρασί και το φαϊ τον ζέσταιναν, η φλυαρίες των δυο οικοδέσποινων τον καθησύχαζαν και οι μυρωδιές του νοικοκυρόσπιτου συναγωνίζονταν ποια θα τον ευχαριστήσει όπως ακριβώς κι εκείνες.
Στο γλυκό, ή μάλλον στα γλυκά, άρχισε το οικογενειακό κουτσομπολιό. Ο μπάρμπα του ο Νίκος ο μπερμπάντης που τώρα στα γεράματα έγινε θρησκόληπτος και βοηθούσε τον παπά στην Εκκλησία και που στα κρυφά έπινε το κρασί της Μετάληψης. Η νύφη της Γιωργίας η Ολανδέζα που δεν έτρωγε κρέας γιατί λέει το ζώο ως τελευταίο στην τροφική αλυσίδα ήταν γεμάτο τοξίνες. Ο γαμπρός της Ελένης που έπλενε το τζιπ ακόμα κι όταν ήταν έτοιμος ο θεός να βρέξει. Κι ύστερα έπιασαν τους χωριανούς και γελούσαν με τα σουσούμια και τα παθήματά τους.
- Έφερε οπροχθές ο ταχυδρόμος τη σύνταξη του Ντραντοβαγγέλη, αλλά λόγω περικοπών ήτονε 80 ευρώ λιγότερα. Και θαρρούσε πως ο άλλος του τα 'κλεψε και γλακά στο σπίτι να πάρει το δίκαννο να του παίξει. Μα μέχρι να πάει εξέχασε ήντα 'θελε να κάμει και αντιγάηρε στο καφενείο και ρωτούσε τσ'αθρώπους να του πούνε γιάντα δεν ήρθε ακόμη ο ταχυδρόμος.
- Η Σουχλομαρία απού δεν αφήνει τον άντρα τζη 80 χρονώ γέρο να πάει στο καφενείο γιατί λέει τονέ ζηλεύει και πάει κι αυτή και κάθεται μαζί ντου και χαζεύει τη πρέφα. Χα χα χα χα τη παντέρμη...
Και δώστου γέλια και δώστου καρασί μέχρι που σουρούπωσε. Η κανάτα άδειασε, το τασάκι είχε γεμίσει αποτσίγαρα κι εκείνος ένιωθε πως γύρισε η ψυχή του στη θέση της. Πόναγε η κοιλιά του από τα γέλια και βάραινε από το  φαί, τα μάτια του είχαν βασλέψει σχεδόν και ένιωθε ένα ευχάριστο μούδιασμα σε όλο του το κορμί.
- Άμέτε παιδί μου μέσα στση Γιωργίας να κάτσετε στο τζάκι π'ανάβει γιατί Μάρτης είναι ακόμη εδά που σκοτεινιάζει δεν αστειεύεται, να μαζώξω κι εγώ τη κουζίνα και να σου στρώσω να κοιμηθείς λιγάκι.
Ο ύπνος τον τύλιξε απαλά και γρήγορα, βαρύς καθησυχαστικός και χωρίς όνειρα. Σκεπασμένος με μια μάλλινη κουβέρτα έμεινε για λίγο ν'απολαύσει τη βραδινή ησυχία.
Κενό. Δεν υπήρχε καμμιά αμφιβολία, καμμιά άσχημη σκέψη, κανένας δισταγμός ούτε μια ρωγμή στην κρυστάλινη ευτυχία που ένιωθε.
Ντύθηκε και τράβηξε για το "αναγνωστήριο". Εκεί η θειά Γιωργία μουρμούριζε διαβάζοντας ένα βιβλίο με κόκκινο εξώφυλλο και η Ελένη έπλεκε δίπλα στο πορτατίφ ένα λευκό τραπεζομάντηλο. Βλέποντάς τον σηκώθηκε ήρεμη και αμίλητη και πήγε να του κάμει τον καφέ. Μέτριο βραστό, με πολλές φουσκάλες.
- Όσες φουσκάλες, τόσες οι ευτυχίες σου αγάπη μου του είπε και είδε την άλλη του θειά να χαμογελά ικανοποιημένη από την ευχή.
Όταν τις αποχαιρέτησε ήταν πια νύχτα. Οι μυρωδιές του κήπου είχαν αλλάξει, ήταν τώρα πιο βαριές και τις τόνιζε η υγρασία της πρώτης άνοιξης.
Οδήγησε σιγά μέχρι το έβγα του χωριού, πέρασε τη διακλάδωση και πήρε το δρόμο για την Εθνική. Ένα τέταρτο αργότερα  είχε δεξιά του τη θάλασσα που λαμπύριζε κάτω από ένα θολό φεγγάρι.  Έφτασε στη μεγάλη ευθεία, έκοψε ταχύτητα, και έκανε δεξιά για να τον προσπερνούν τα υπόλοιπα αυτοκίνητα. Πίεσε το διακόπτη και άνοιξε το παράθυρο του συνοδηγού μέχρι κάτω. Τον χτύπησε η αλμυρή δροσιά της θάλασσας και ο αέρας έκανε μικρούς στροβίλους στο εσωτερικό του αυτοκινήτου σκορπώντας μυρωδιές: ιώδιο, σάπια φύκια, βρεγμένη άμμος. Στο βάθος του δρόμου είδε δυο μεγάλα λευκά φώτα που περιστοιχίζονταν από άλλα μικρότερα κόκκινα και κίτρινα. "σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι αυτή η νταλίκα" συλλογίστηκε και χαμογέλασε.
Το πρωί σκεφτόταν ότι όλα θα τέλειωναν γρήγορα αν έκανε μια παρατιμονιά την κατάλληλη στιγμή κι έπεφτε πάνω σε ένα τέτοιο μεταλλικό τέρας, που σίγουρα θα μύριζε καμμένο λάστιχο και πετρέλαιο. Ήταν βέβαιος πως η τελευταία του αίσθηση θα ήταν η δυσοσμία από το καμμένο πλαστικό.
Διασταυρώθηκε με τη νταλίκα που πέρασε μουγκρίζοντας και διέλυσε τη συμφωνία των θαλασσινών αρωμάτων. Κράτησε την ανάσα του για λίγο κι ύστερα έβγαλε τον αέρα από μέσα του μ'ένα ελαφρύ σφύριγμα. Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως πριν έρθει το Σάββατο θα τηλεφωνούσε στη θεία Ελένη να βάλει ρίγανη στο ψητό. Όχι αποξηραμένη αλλά φρέσκια. Θα έβλεπε αν μπορούσε να ξεχωρίσει το άρωμά της από το πορτάκι του κήπου.

### Στην Εύη.






















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...