Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Συνέλληνες...

γράψτε μου κι άλλα για τους ανεπιθύμητους  πρόσφυγες, τη βρώμα τους και τον κίνδυνο αλλόφυλλων ασθενειών, δείξτε μου φωτό θρασύτατων Συρίων με φόντο τη μεξικάνικη ζούγκλα, επισημάνετε μου τον κίνδυνο που γεννάται από τους τζιχαντιστές που βρίσκονται κατά χιιάδες στο ημιλειτουργικό μυαλό του στέφανου χίου, υπερασπιστείτε κι άλλο την καθαρότητα της γαμημένης φυλής σας, τα ελληνοχριστιανικά σας ιδεώδη,  επισημάνετε μου  την εγκληματικότητα των ξένων, τα δεμένα άχραντα χέρια της αστυνομίας, ρίξτε μου κι άλλα "δε με νοιάζει", αναλύστε μου για τα δικά σας προβλήματα που είναι ανώτερα όλων, αναρωτηθείτε που είναι το κράτος, θυμήστε μου τον Πακιστανό που βίασε την ελληνοπούλα και τον Αλβανό που λήστεψε τη γριούλα, αναλογιστείτε το προχωρημένο της σκέψης του γέροντος παϊσίου, εξηγήστε μου το ορθόν της χρήσης του λάθρο ως πρώτου συνθετικού, κάντε ένα ποστ  την ελληνική σημαία με φόντο την Αγιά Σοφιά, αναρωτηθείτε με νόημα που βρήκαν οι "λαθραίοι" τα smart phones των 30 ευρώ, γιατί δεν έφυγαν με το αεροπλάνο της γραμμής σε καιρό πολέμου, ανησυχείστε λίγο ακόμα για το μέλλον αποκλειστικά και μόνο των δικών σας παιδιών, πείτε με παράπονο ότι δε φταίτε για τα βάσανα άλλων, ποστάρετε μια μαλακία για το γένος και τη φυλή μας που ποτέ δεν είπε ο Καζαντζάκης, μοιραστείτε μαζί μου ένα πολύτιμο απόσπασμα της σοφής σκέψης κάποιου ερπυστριοφόρου δικτάτορα, παραπονεθείτε μου πως είστ εμετανάστες μέσα στην ίδια σας τη χώρα και στο τέλος νίψτε τα μπροστινά σας πόδια, γιατί έχω καιρό να σφουγγαρίσω τον κόσμο μου και να καθαρίσω κι άλλες σβουνιές από τη ζωή μου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...