Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στους παππούδες μου*

Ως νεαρός καφετζής είχα την ευτυχία να μεγαλώσω με γέρους. Οι περισσότεροι ήτανε κάτι βασανισμένοι τύποι που τους θεωρούσα συνομήλικούς μου λόγω της μόνιμης παιχνιδιάρικης διάθεσης που είχαν και η οποία αυξάνονταν με τα χρόνια με ρυθμούς που θα έκαναν τους σημερινούς "γεροντολόγους" να απορούν. Λες και τα βάσανα που πέρασαν από πάνω τους δεν υπήρξαν ποτέ. Οι πόλεμοι, τα θανατικά, η πείνα, οι κακουχίες, τα μεροκάματα "από ήλιο σ'ήλιο" δεν ήταν παρά επεισόδια κάποιου αγαπημένου τους σήριαλ όπως ο "Χριστός ξανασταυρώνεται" και η "Γαλήνη".

Ακόμη και οι ιστορίες από τσοι πολέμους και τα φονικά έδιναν βάρος στο καλαμπούρι κι όχι στο δράμα του θανάτου που τους ακολουθούσε κατά πόδας από γεννησιμιού τους.
Σκοτωμένοι πατεράδες, άρρωστες μάνες, το κρύο στην Αλβανία, η πείνα του φτωχού αγροτοκτηνοτρόφου, η τρομοκρατία του ενωματάρχη, ο τζαμπουκάς του κομματάρχη, η έγνοια της οικογενειακής διαβίωσης,ποθαμένα αδέρφια, ανάπηροι σύζυγοι,μια βάρκα από την Πελοπόνησσο στην Κρήτη,ένας ναζιστής φονιάς, μισή οκά αλεύρι για πέντε παιδιά, το πιθάρι με το λάδι που έσπασε στην Κατοχή,ο κακός υπολοχαγός που βασάνιζε τους φαντάρους.
Κανένα παράπονο, καμμιά μεμψιμοιρία, καμμιά κατάρα, καμμιά μετάθεση ευθύνης. Μόνο μάτια λαμπερά ογδοντάχρονων εφήβων που έγραφαν στ'αρχίδια τους το αναπόφευκτο τέλος που πλησίαζε παίζοντας αμέριμνοι πρέφα με έπαθλο 2 γαζόζες στα τρία, ή τρεις ρακές με φυστίκια - ή τίποτα γιατί είχε τελειώσει η λειψή σύνταξη και ντρέπονταν το βερεσέ.
Συχνά τους καταριέμαι απ'την καρδιά μου γιατί ζηλεύω: με κάποιο δικό τους, αληθινά μαγικό τρυκ έκαναν το σκατό τους παντεσπάνι και γλένταγαν με τον τρόπο τους εκείνες τις τελευταίες μέρες τους που ομόρφυναν ανεξίτιλα τις δικές μου πρώϊμες στιγμές σε μια κοινωνία που ποτέ δεν τους κατάλαβε. Άλλες φορές τους θυμώνω γιατί μου λείπουν λες κι έφυγαν εκούσια κι όχι γιατί είχε φτάσει η ώρα τους,
Αρνούμαι πεισματικά να νιώσω οδύνη για το χαμό τους γιατί μου πέφτει πολύς ο πόνος να θρηνήσω για πάνω από δυο ντουζίνες ακριβούς παππούδες.  Άλλωστε για ποιόν απ'όλους να πρωτοκλάψω;Ύστερα θυμούμαι τσοι πλάκες που έστηναν και δεν έχω με ποιόν να πρωτογελάσω.
Ως καφεπαντοπώλης όχι μόνο ήξερα (κυριολεκτικά) τι καπνό φούμαραν  (22 φίλτρο, Έθνος, Άσσο, Άρωμα κλπ) αλλά και  τι καφέ έπιναν σε ποιό φλυτζάνι και τι ώρα, αν συνέχιζαν με τσικουδιά, ούζο ή κονιάκ ή αν προτιμούσαν βυσινάδα,σουμάδα, κανελάδα, γαζόζα, λεμονάδα ή μπυράλ. Αν ήθελαν κονσερβάκι "φλόκος" για μεζέ ή αν τους αρκούσαν τα φυστίκια, οι σταφίδες ή απλώς μια καφετιά καραμέλα "υγείας".
Μύριζαν καπνό ή αλκοόλ ή σκόρδο ή λάδι ή όλα μαζί.
Ως παπαδοπαίδι, τους κοινώνησα και τους έθαψα μαζί με τον παπά-Μιχάλη σχεδόν ούλους. Έπαιξα τη νεκρώσιμη καμπάνα τους, πήρα το δεκάδραχμο πουρμπουάρ από τους συγγενείς, έφαγα τα κόλυβά τους και ήπια τον επιμνημόσυνο χυλό τους από σιτάρι. Για ούλους ευχήθηκα "μακαρία ντου" με τη διεκπαιρεωτική ευρέπεια του "βοηθού ψάλτου" και τη μακάρια αθωώτητα (αδιαφορία) του έφηβου.
Στην αρχή τους είχα πολλούς και δε μου φαίνοταν πράμα σπουδαίο η μουλωχτή αναχώρηση των "τεθνεώτων". Μα σιγά-σιγά οι παππούδες μου λιγόστευαν κι ένιωθα ότι σε λίγο δε θα μου έμενε κανείς. Τότε ήταν που άρχισα να τους προσέχω λίγο περισσότερο. Τότε ήταν που άρχισα να συνειδητοποιώ το αναπόφευκτο της ανθρώπινης διαδρομής. Έφευγαν ενας-ένας και δε μου 'διναν αναφορά λες και δε μου 'πεφτε λόγος. Εμένα που τους έψηνα καφέ για να μένουν δραστήριοι, που έβαζα ξύλα στη σόμπα για να μην κρυώνουν, που πρόσεχα να μη γίνει η σουμάδα ούτε πολύ πηχτή ούτε νεροζούμι για να μη δυσαρεστηθούν. Που άκουγα ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες, που γελούσα με τα ίδια καλαμπούρια, που έβαζα στη διαπασών την ασπρόμαυρη όταν έπαιζε την "αστροφεγγιά" γιατί δεν καλάκουγαν. Εμένα που τους έλεγα τι έγινε στο επεισόδιο της "Λωξάντρας" που το έχασαν.
Τώρα πια κάθε φορά που μπαίνω σε αυτό που ήταν κάποτε το "μαγαζί μας" ο χώρος σφύζει από την απουσία τους σαν κάποια κρυφή αντλία ν'αφαιρεί ύπουλα όλο το οξυγόνο και ν'άφήνει μονάχα ένα δυσάρεστο κενό που σου φέρνει δύσπνοια.
Ο εξ αίματος παππούς μου (ο Μπερβανής) μου είπε κάποτεε ότι "άθρωπος χωρίς αναμνήσεις είναι σαν άδειο τσουβάλι". Κι εγώ νιώθω ότι είμαι ένα τσουβάλι παραφουσκωμένο με αέρα  που μυρίζει τσικουδιά, βαρύ γλυκό, σοκολάτες ΙΟΝ, καραμέλες υγείας, άσσο σκέτο και ιστορίες από το αλβανικό μέτωπο και τη Μ.Α. εξστρατεία. Και λιβάνι...

*Στο Βανταρονικολή που έπινε για 40 χρόνια διότι του είπαν οι γιατροί ότι θα πέθαινε σ'έξι μήνες, στον Χαρίδημο που ΄ταν σοφός και καλόγνωμος σαν Δρυΐδης, στο Στέλιο τον Ιατρουδάκη ή "Λιλίκο" που μάλωνε με τον επόμενο για τα πολιτικά, στο Βανταρογιάννη που μάλωνε με τον προηγούμενο για τα πολιτικά, στον Τζιμπουκοβαγγέλη που στο πλακωτό φώναζε συλλήβδην (sic),στον κολλητό του και συνπότη τον Μανώλη τσ'Αννίτσας που δεν πείραζε ούτε μυρμήγκι,στον Ευθύμη το νεοκώρο που πηγαίναμε μαζί στα Θεοφάνεια και στα πασχαλινά κάλαντα, στον Βανταροκωστή με τη σκαφτικιά που κοιμόταν με τα στιβάνια, στο Γιώργη το Χαροκόπο ή"Φώτη" που μέθαγε πάντα τελευταίος, στο Γαβαλογιώργη που μύριζε πάντα τσικουδιά, στον Καρουζογληγόρη που ήτανε "χιλεδιάρης", στο Βενοσίφη με τσοι μαντινάδες, στο "Σταυράκι" που έκανε πάντα πλάκα, στο Σουχλοσίφη που δεν έχανε ποτέ κυριακάτικη λειτουργία και μου 'λεγε ιστορίες απ'το Μέτωπο, στο Μαρνιερογιάννη το μάστορα της πρέφας και μέγα χιουμορίστα, στον Μιχάλη τον Μανούσακα ή "Αναγνώστη" που προσπάθησε ανεπιτυχώς να με μάθει να ψέλνω,στον παπά-Μιχάλη που προσπάθησε να με μάθει να προσεύχομαι (επίσης ανεπιτυχώς), στον παπα-Αντρέα που δε με έμαθε ποτέ να σκαλίζω το ξύλο, στο Γιάννη το Βερύκη τον πιο πράο άνθρωπο του κόσμου, στον Αντρέα το Μανούσακα που μέχρι τα τελευταία του παρέμεινε μουνάκιας, στον Κυριάκο το Χαλίκη που μου ευχόταν "να γεράσεις", στο Μαρίνο που μ'έμαθε να μετράω "στ'αμερκάνικα", στον Αγριμομιχάλη που είχε μια ολύμπια σοβαρότητα όταν έσφαζε αρνιά που με τρόμαζε, στον Παυλή το Φραδέλο που ήταν αξεπέραστος στις φάρσες, στο γέρο-Αντούρο που κυκλοφορούσε πάνω σε λευκό μουλάρι με την κατσούνα στους ώμους κι έπαιζε πρέφα απαγγέλοντας "Ερωτόκριτο", στον Πολυχρόνη μέγα κεραμιδόγατο και γνωστό και ως "τσιλαρή" που δε σταματούσε να μιλάει, στον Παυλή τον Μέτζο που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πάντα με ακριβοχαιρετούσε, στον Κωστή τον Τζιμπούκη που μια μέρα πρν "φύγει" αγόρασε μια κουβέρτα από έναν πλανόδιο "για να τυλιχτεί οντέ ποθάνει", στο θείο μου το Νίκο τον Παπαδάκη που επειδή ήταν χοντρός τον φώναζαν "το Νικάκι", στο Νίκο το Μέτζο ή "φουρνάρη" ή "γραμματέα" που κάποτε μου εξήγησε τη θεωρία της σχετικότητας σε μια παράγραφο, στον Ποντικοκωστή που λάτρευε τον κινηματογράφο και ήεξερε απ'έξω όλα τα σήριαλ της τηλεόρασης, στο Γιάννη το Ζερβό που τον θυμάμαι σαν σε όνειρο, στον Αντώνη τον Παπαδάκη που προσπαθούσε να με τρομάξει αλλά ποτέ δεν τα κατάφερνε, στον Αντώνη τον Ηλιάκη με το κόκκινο παπί, στο θείο μου το ΓΙΑΝΝΗ τον ΚΑΤΣΑΝΤΡΕ που μου έκλεβε τον Όμηρο γα να το διαβάσει με την ησυχία του στο σπίτι,
και στο Τζουρμπομιχάλη τον καλύτερο "τρελλό" τση περιφέρειας που θα πήγαινε στον Παράδεισο γιατί "δεν είχε δει ποτέ μουνί" αλλά τους "ήξερε ούλους σαν τον κακό παρά".
Και σ'όλους όσους παρέλειψα.

Σχόλια

  1. Το διαβάσαμε στη ταρατσαμας το βραδάκι και το απολαυσαμε !!
    Θόδωρος γαμπρός του΄΄ Αναγνώστη΄΄ και τα κορίτσια Μαρία και Αργυρώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τον Τζουρμπομιχαλη τον θυμάμαι κ εγώ να λέει " σαν τον κακό παρά" . Ήταν από τα Σελλια. Ερχόταν συχνά Σαιτουρες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Το πορτρέτο της Μαρίνας

Ήταν η πριγκίπισσα του χωριού. Μοναχοκόρη του μεγαλοκτηματία, εμπόρου, μεταπράτη, μεσίτη, τοκογλύφου, πολιτευτή και τι δεν ήταν ο ο μπαμπάς της, κυρίου Θεοδώρου,  που είχε καταφέρει να αυγατίσει την ήδη μεγάλη περιουσία του πατρός του και να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του τόπου του. Η σύζυγός του και μητέρα της η Ασπασία, ήταν μια ευειδής αλλά κάπως τροφαντή μοσχαναθρεμένη κόρη μεγαλεμπόρου ζωοτροφών (συνεργάτη του κυρίου Θεόδωρου), που όσο η τρισχαριτωμένη κορούλα της ομόρφαινε και ψήλωνε, τόσο εκείνη ασχήμαινε και χόντραινε. Όσο για τον κύριο Θεόδωρο εκείνος συνέχισε να πλουτίζει  Έτσι είναι, τα νειάτα και η ομορφιά διαρκούν λίγο, μα η ανθρώπινη πλεονεξία δεν έχει τελειωμό. Αντίθετα με άλλους προνομιούχους, ο κύριος Θεόδωρος δεν άφηνε το χωριό για να μετοικήσει στην πόλη έχοντας υπόψιν το σχετικό ρητό περί πρωτιάς και δευτεροσύνης και απολάμβανε την πρωτοκαθεδρία του απέναντι σε αγροτοκτηνοτρόφους, εργάτες και υπαλληλίσκους οι οποίοι τον έβλεπαν σαν ένα θεσμ...

Η Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Θεσσαλονίκη 1989. Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της. Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης. Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα... Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής ...