To μπαρ του Σωτήρη στην Αγίου Μελετίου ήταν σχεδόν πάντα άδειο τέτοια ώρα, γιατί οι πότες μαζεύονταν αργότερα, αλλά εκείνο το βράδυ η παρέα μας ξέπεσε από τις 10.
Κουτσοπίναμε πειράζοντας τον DJ που έπαιζε κάτι παλιές ροκανες, Γρηγόρη τον έλεγαν.
"Πετρολούκα παίζεις;" τον ρώτησε ο Γιώργος γελώντας.
"Μήπως θες να σου ρίξω και καμμιά συκωταριά στα κάρβουνα να γουστάρεις ρε πετροκούναβο΄" απάντησε ο άλλος πειραγμένος.
"Άντε ρε λαμόγιο που βάζεις τσατζίκι στην πίτσα για να τη φας, γίδι κουδουνάτο"
"Από πότε ξέρετε την πίτσα στο Αγρίνιο ρε ζαγάρια;"
"Από τότε που μάθατε τους Dire Straits στην Άρτα ρε μαλιομαλάκα".
"Άντε ρε ηλίθιε ν'αλατίσεις καμμιά παστή ρέγκα, σαχλαμάρα πολυτελείας"
Ο πόλεμος φιλοφρονήσεων θα συνεχιζοταν για πολύ ακόμα, αλλά έλα που τελείωσε το Sultans of Swing κι o Γρηγόρης από τη σύγχιση δεν είχε διαλέξει το επόμενο κομμάτι.
Εκνευρισμένος αντί να πιάσει κανένα cd, έπιασε το πακέτο με τα τσιγάρα του.
"Τι είναι αυτός ο Πετρο-λούκας ρε παιδιά;" ρώτησα εγώ χαχανίζοντας μέσα στην ξαφνική ησυχία. Μου είχε φανεί αστείο και τ'όνομα: Πετρολούκας.
Οι υπόλοιποι κοιταχτηκαν, μάλλον έκπληκτοι.
"Γελάς ε; Ρε συ Γρηγόρη, εμείς κι εμείς είμαστε" έκανε ο Γιώργος κλείνοντας το μάτι στους άλλους, "βάλε στο μαλάκα τον κρητικό έναν Πετρο-Λούκα να καθαρίσουν τ'αυτιά του".
Ο DJ άναψε το τσιγάρο του με το πάσο του, τράβηξε μια ρουφηξιά από το ουίσκυ του, έκλεισε κι εκείνος το μάτι στο Γιώργο, και με ήρεμες κινήσεις έκανε ότι του ζήτησαν.
Η ράθυμη εισαγωγή με το κλαρίνο και το βιολί μου 'φερε ένα αναπάντεχο αίσθημα δύσπνοιας, πνιγόμουν. Τα καθάρματα που είχα για παρέα με είχαν ρίξει σ'ενα βαθύ πηγάδι με λασπερό νερό και βούλιαζα αβοήθητος ενώ εκείνοι με κοίταζαν χασκογελώντας.
Μπήκε το λαγούτο, ο ρυθμός ξεκίνησε και ακούστηκε η φωνή του Κυρίτση.
"άντε βρε παιδιά ω πωπωπωπωπω"
Τότε σταμάτησα να βουλιάζω, άρχισα να ανεβαίνω, βγήκα από το μαύρο στόμιο κι άρχισα να αιωρούμαι. Όλα ήταν φωτεινά, μύριζαν ωραία κι εγώ δεν είχα πια βάρος.
Πράγματι καθάρισαν τ'αυτιά μου όπως μου είχε υποσχεθεί ο Γιώργος, και η μύτη μου και το στόμα μου, κι ο λαιμός μου κι η ψυχή μου.
Στην τελευταία νότα άνοιξα τα μάτια.
Οι κατεργάρηδες φίλοι ήταν εκεί και με κοίταζαν χαμογελώντας.
Πράγματι καθάρισαν τ'αυτιά μου όπως μου είχε υποσχεθεί ο Γιώργος, και η μύτη μου και το στόμα μου, κι ο λαιμός μου κι η ψυχή μου.
Στην τελευταία νότα άνοιξα τα μάτια.
Οι κατεργάρηδες φίλοι ήταν εκεί και με κοίταζαν χαμογελώντας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου