Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η δεύτερη φορά που κάπνισα

Το σχέδιο ήταν πραγματικά ιδιοφυές! Όπως εξήγησα στα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας που αποτελούνταν από παιδιά του δημοτικού, όπως κι εγω τότε, δεν ήταν δύσκολο να βρούμε τσιγάρα. Μου'χαν βλέπεις εμπιστοσύνη· εγώ ήμουν σχεδόν τελειόφοιτος, στην Πέμπτη πήγαινα. Δε μπορεί, ως μεγαλύτερος κάτι περισσότερο ήξερα. Ήταν απλό: ο μόνος ασφαλής τρόπος ν'αγοράσουμε τσιγάρα από το μαγαζί των γονιών μου δεν ήταν άλλος από το να παραστήσουμε ότι τα θέλαμε για λογαριασμό ενός μεγαλύτερου!

Έτσι λοιπόν, αφού είχα φροντίσει με περίσσια μαεστρία να βουτήξω ένα δεκάρικο από το "σέρμα" του καταστήματος, επέστρεψα στον τόπο του εγκλήματος καμαρωτός για να το ολοκληρώσω και αφήνοντας αδιάφορα το νόμισμα στο "τεζιάκι" είπα τση μάνας μου με αξιοθαύμαστη φυσικότητα:Ο Στρατής ο Κατσανέβας μ'έστειλε να του πάρω τσιγάρα" και πήρα ένα Εφτάρι Φίλτρο από το ράφι.

Όχι ότι με ρώτησε, άλλωστε συνήθιζαν οι καπνιστές του χωριού να στέλνουν το γυιό του προμηθευτή τους να τους προσκομίσει αυτοπροσώπως τη μοναδική τους απόλαυση (μετά την τσικουδιά) , κουρασμένοι καθώς ήτανε από το καθημερινό πάλεμα για το μεροκάματο.
"Να έρθεις πίσω γιατί έχεις διάβασμα" απάντησε η δόλια μητέρα και συνέχισε να πλένει κάτι ποτήρια που είχαν μείνει στο νεροχύτη του καφε-παντοπωλείου μας.

Έχωσα βιαστικά στην τσέπη το πολύτιμο πακετάκι και τράβηξα για το Δρυ όπου περίμεναν οι υπόλοιποι συνομώτες. Χαθήκαμε στα χωράφια και όταν φτάσαμε σε απόσταση ασφαλείας από το χωριό, μοίρασα από ένα τσιγάρο στους υπόλοιπους. Κάποιος είχε φροντίσει να κρατά σπίρτα, μάλλον ο Νίκος ο Αγρίμης - δεν παίρνω κι όρκο. Ανάψαμε όλοι, κι αρχίσαμε να παπαγαλίζουμε βήχοντας τα κόλπα τα κόλπα των "μεγάλων". Κανείς μας δεν ήξερε βέβαια να καπνίσει, αλλά όλο και κάτι είχαμε καταλάβει βλεποντας πατεράδες, θείους και λοιπούς χωριανούς που ήταν σε ηλικία να καπνίζουν δημόσια. Για τις κυρίες ούτε λέξη, αφού εκείνες φρόντιζαν να εξασκούν αυτή την κακή συνήθεια "πίσω από την πόρτα", γλιτώνοντας έτσι την έκθεση στην κακογλωσσιά του χωριού, αλλά και μη δίνοντας το κακό παράδειγμα στα βλαστάρια του.

Ρούφα - φύσσα, ρούφα φύσσα πέρασε η ώρα. Ήμασταν γοητευμένοι άπαντες από αυτήν την πρώτη μας μυσταγωγία στις ενήλικες απολαύσεις. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένας ανησυχητικός αντίλαλος: "Κωστάκηηηη". "Μπα" λέω, "με ζάλισε το κωλοτσίγαρο" και νομίζω πως ακούω τη μάνα μου να με φωνάζει. "Νίκοοοοοοοο" ακούστηκε ένας άλλος αντίλαλος. "Αμάν" λέει ο Νίκος ο Γαβαλάς, "η μάνα μου είναι τούτηνέ;".

Οι αντίλαλοι πολλαπλασιάστηκαν. "Κοπέλλια κάτι συβαίνει" τους είπα. "πάμε να φύγουμε".
Αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε τσοι τροχάλους ώσπου φτάνοντας σ'ένα αμπέλι κάποιος είπε "φάτε ξινά σταφύλια να ξεμυρίσει η τσιγαρίλα". Βάζαμε λοιπόν στο στόμα μας φούχτες τις ρώγες των σταφυλιών, μασάγαμε με μανία, φτύναμε και πάλι από την αρχή. ύστερα ελέγξαμε το αποτέλεσμα μυρίζοντας ο ένας το στόμα του άλλου. Όλα εντάξει.
Φτάνοντας στο Δρυ βρήκαμε παραταγμένες της μανάδες μας να μας κοιτάζουν βλοσυρά.
Ωχ - ωχ. Τη γαμήσαμε. Οι μαμάδες των φίλων μου, όπως και η δικιά μου μας διέταξαν αρμοδίως να ανοίξουμε το στόμα και να εκπνεύσουμε. "Ουδέν ίδιον", τα σταφύλια είχαν κάνει δουλειά.
Πήρε κάθε μια το παιδί της και κίνησαν ομάδι για τη μεσοχωριά.
Η μάνα μου με κοίταζε σκεφτική. "Δωσε μου τα χέρια σου" μου λέει ξαφνικά. Χωρίς να φανταστώ το σκοπό του νέας αυτής εξέτασης, άπλωσα τα χέρια μου. Τα έπιασε, και με μια γρήγορη κίνηση τα έφερα κοντά στη μύτη της. "Γαμώ την ατυχία μου, σκέφτηκα, "αυτό μου ξέφυγε", δεν το φαντάστηκα. Πρέπει να σκέφτηκα και κάτι άλλο, αλλά το ξέχασα από το πρώτο σκαμπίλι που με χτύπησε αστραπιαία.
Είχε πλάκα όταν με χτύπαγε η μάνα μου. Αρχικά υποκρινόταν το πιο σκληρό τη ύφος, και μόλις έριχνε το χτύπημα τα μάτια της υγραίνονταν. Σαν κάποιος να είχε χτυπήσει κι εκείνη - ακόμα δυνατότερα. Ύστερα έδινε άλλο ένα. Ακόμα περισσότερη υγρασία στα μάτια της. Ύστερα κι άλλο, και τ αμάτια μας έτρεχαν ποτάμι. Σταμάταγε μόνο όταν είχαμε κλάψει αρκετά και οι δυο.
Αυτή τη φορά, κι επειδή το παράπτωμα ήταν σοβαρό, βαλαντώσαμε στο κλάμα. Κατόπιν με οδήγησε στο σπίτι για να ξηγηθεί σχετικώς κι ο πατέρας μου...

ΗΘΙΚΟΝ ΔΙΔΑΓΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ:
Πρώτον, όταν κάνεις βρωμοδουλειά, πλένε και τα χέρια σου βρε μαλάκα.
Δεύτερον και σπουδαιότερο: όταν παίρνεις τσιγάρα για λογαριασμό άλλου, φρόντισε να εξασφαλίσεις ότι δε θα πάει στ'αλήθεια να τ' αγοράσει ο ίδιος, διότι τα δικά του τελείωσαν!





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

  Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση … Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.   Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα! Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -           Ούτε. -           Ε τότε; -           Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθε