Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εβίβα!

Οι ετερόκλητοι φίλοι του τον αποκαλούσαμε "πατέρα", όχι μόνο λόγω ηλικίας αλλά κι επειδή πάντα ήταν βαρύς, σοβαρός και μετρημένος. Ακόμα και στο πιο άγριο πιόμα, οι κουβέντες λίγες και καθαρές, το βλέμμα και το βήμα σταθερά, οι κινήσεις συγκρατημένες και ράθυμες. 
Είχε βέβαια ένα ελαφρύ τικ του ώμου,  που κατά περίεργο τρόπο ήταν γοητευτικό· σαν απομεινάρι από παλιό τραύμα.
Ντυμένος πάντα στην τρίχα, σκούρο σακάκι με χρυσά κουμπιά, ασορτί παντελόνι, καλογυαλισμένα παπούτσια. Μύριζε σαπούνι, ακριβή κολώνια και  καπνό.
Το τσιγάρο μόνιμα στο ένα χέρι και το ποτήρι στο άλλο, ακόμα και μετά από το πολλαπλό by-pass στην καρδιά. Ένας σοβαρός Λάμπρος Κωνσταντάρας.
 Το πρώτο βράδυ που πήγα στην Αθήνα με πήρε για νυχτερινή αναγνωριστική. "Για να σου γνωρίσω μερικούς άρχοντες της νύχτας" μου είπε με επισημότητα. Σ' εκείνο το μπαρ της Κατεχάκη αντί για μαφιόζους συστήθηκα με κάτι συνταξιούχους λεβεντόγερους της ιδίας πάστας, που έπιναν αργά το ουΐσκυ τους και κάρφωναν με κοφτερό βλέμα τις γκόμενες που περιφέρονταν μέσα στο γεμάτο μαγαζί.Ένας από αυτούς, Στέλιο τον έλεγαν, πολλά χρόνια αργότερα με συνάντησε κάπου και με κέρασε. Εγώ δεν τον θυμόμουν. "Είσαι το χωριανάκι του Αντώνη" μου εξήγησε όταν πλησίασα για το "εβίβα". Ό,τι πιεί το παιδί κι η παρέα του", διέταξε τον μπάρμαν, "είναι από μένα",
Βγαίναμε τα Σάββατα σ'ένα καφενείο κοντά στο σπίτι του στο Παγκράτι και πίναμε ουΐσκυ από το μεσημέρι. Συνεχίζαμε με κρασιά στο Βύρωνα σε μια υπόγα με εξαιρετικό φαγητό.
Ύστερα ο καθένας σπίτι του για ύπνο και το βράδυ "έξοδος μετά δημοσίων θεαμάτων" και φυσικά ποτό στο Κέντρο. Μέχρι το πρωΐ.
Αγαπημένο του χόμπι οι γυναίκες. Όλες νέες αλλά καλοντυμένες, υποχρεωτικά. Τους φερόταν σαν σε πριγκίπισσες αλλά δεν ηθελε πολλές κουβέντες, ναζάκια και ψου ψου ψου. Όμως ποτέ δεν τους συμπεριφέρθηκε υποτιμητικά. Ούτε μπροστά, ούτε πίσω τους. Τζεντλεμαν! Στο σπίτι του είχα δει μια φωτογραφία σε νεαρή ηλικία για την οποία ήσουν σίγουρος ότι ανήκε σε χολυγουντιανό αστέρα! Στα εξήντα του διατηρούσε αρκετή από εκείνη τη γοητεία. Κάποτε μισοκοιμισμενος  (3 το πρωΐ) πάνω σε μια μπάρα, τον παρακολούθησα να ψήνει μια ωραία μελαχρινή σε χρόνο δυο ποτών. Επέστρεψα μόνος μου σπίτι.
Ένα άλλο μεθυσμένο βράδυ τον  ρώτησα: "Μετά από τόσες γυναίκες, ποιό είναι το συμπέρασμά σου ρε πατέρα γι'αυτές"; Ρούφηξε σκεφτικός το ποτό του, άναψε το νιοστό τσιγάρο της ημέρας και φύσηξε τον καπνό στο ταβάνι και με κοίταξε σκοτεινιασμένος ("μεγάλος σκηνοθέτης", σκεφτηκα).
"Είναι όλες πουτάνες"! "Όλες"; Έκανα σκανδαλισμένος. "Και οι μανάδες, και οι αδερφές μας"; τον στρίμωξα. "Αυτές, Κωστή, δεν είναι. Όχι δεν είναι. Αλλά αυτό συμβαίνει μόνο για λόγους σκοπιμότητας"...
"Λες ψέματα. Έχω δει πως κοιταζεις τη μάνα του, την αδερφή του και μερικές από τις γκόμενές σου. Είσαι ψεύτης".
"Πουτανιά, αποκαλώ την εξυπνάδα μπρε μπουνταλά" απάντησε γελώντας. Και παράγγειλε άλλα δυο ποτά.
Το λογαριασμό τον πλήρωνε πάντα εκείνος. Μια φορά που τόλμησα ν'άφήσω κάτι λεφτά, με πήρε διακριτικά  έξω από το μαγαζί και μου ξηγήθηκε φουρκισμένος: "Άμα ξαναπλερώσεις θα σε σακάσω. Κατάλαβες"; "Μα γιατί;" ρώτησα θιγμένος. "Γιατί το λέω εγώ και γιατί εσύ ήρθες επαέ για να δουλέψεις να κάμεις καλλιμέντο, όχι για να τρως τα λεφτά σου στα μπαρ. Ήντα θ'απολογηθώ μεθαύριο του κύρη σου;" με αποστόμωσε.
Ήταν αυστηρός σαν πρόεδρος πενταμελούς ο πατέρας μας: μια φορά ένας Αστυνόμος απ'την παρέα πρόσβαλε μια κοπελίτσα ενός μαγαζιού και από τότε τον διέγραψε οριστικά από τα μητρώα της οικογένειας. Κάποιοι επίμονοι συνήγοροι δεν κατάφεραν παρά ν'ακολουθήσουν τον προηγούμενο στην τελεσίδικη "εξορία" του...
Μερικά απανωτά ταξίδια εκτός, δυο-τρεις μετακομίσεις κι ο γάμος χώρισαν οριστικά τους δρόμους μας.
Κάθε φορά που πέρναγα έξω από τα στέκια μας είχα μια κρυφή ελπίδα ότι θα τον έβλεπα να κάθεται εκεί με το τσιγάρο, το ποτό και την αυλή του. Μάταια.
Πριν από μήνες  έμαθα πως είχε προβλήματα υγείας. Είμαι ένας δειλός χέστης που δεν τόλμησα να τον επισκεφθώ γιατί δεν άντεχα να τον δω καταβεβλημένο. Χτες έμαθα ότι πέθανε.

Αντώνη δε θα σου πω αντίο. Ξέρω πως όταν ονειρευτώ εκείνο το μπαρ, εσύ θα κάθεσαι ξανά δίπλα μου και θα ψήσεις σε χρόνο dt τη γκομενάρα της διπλανής παρέας. Κι αυτή τη φορά δε θα θυμώσω που θα επιστρέψω μόνος στη γαμημένη πραγματικότητα.
Τα λέμε λοιπόν... πατέρα.





Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

  Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση … Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.   Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα! Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -           Ούτε. -           Ε τότε; -           Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθε