Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ουαί τσοι ποθαμένοις


Μια φορά πέθανε αιφνιδίως ένας Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία και οι συγγενεις του κανόνισαν να έρθει η σωρός του στην Ελλάδα με τρένο.
Αφού λοιπόν έμεινε 1 εβδομάδα στο νεκροτομείο ενός νοσοκομείου του Αννόβερου για νεκροψία κλπ, ο μεταστάς ξεκίνησε τη μακάβρια επστροφή στην πατρίδα.
Λίγο έξω από την Αθήνα και ενώ είχε πια νυχτώσει, το τρένο πήρε με μεγάλη ταχύτητα μια στροφή με αποτέλεσμα να σπάσει ο ιμάντας που  συγκρατούσε  το φέρετρο , αυτό εκτινάχθηκε με ταχύτητα  κι έπεσε στην παράλληλη εθνική οδό όπου και διαλύθηκε ενώ το πτώμα του άτυχου ανθρώπου βρέθηκε ανάμεσα στα οχήματα που έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Πέρασαν  από πάνω του με τη σειρά που αναφέρονται: ένα συρόμενο, ένα επικαθήμεν, τρία ζωεμπορικά, ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ Καρδίτσας, δυο του ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης, μια σκουπιδιάρα απ’τα Μέγαρα κι ένα βυτιοφόρο καυσίμων από το μενίδι.
Αυτό το τελευταίο  έτρεχε τόσο πολύ ώστε ο νεκρός να πεταχτεί σε ύψος 15  μέτρων να σκάσει πάνω στην άσφαλτο όπου οπωσδήποτε θα έκανε μια εξίσου θεαματική αναπήδηση αν δεν τον χτύπαγε ο προφυλακτήρας ενός αγροτικού αυτοκινήτου που πήγαινε γαμιώντας.
Ο οδηγός, ένας μεσόκοπος αγρότης που γύρναγε στη Θήβα από το σβάρνισμα, αντιλήφηκε ότι ο όγκος που χτύπησε ήταν αθρώπινο σώμα, ακινητοποίησε το τούρμπο-ντήζελ-ιντερκούλερ και κατέβηκε ψάχνοντας το θύμα του.
300 μέτρα πίσω, σε μια βάγκα κείτονταν ο ήρωάς μας … εμφανώς ταλαιπωρημένος.
Τότε ο καλός αγρότης δεν έχασε  χρόνο, έσυρε το πτώμα μέχρι το αμάξι, το φόρτωσε στην καρότσα και μέσα σε 20 λεπτά, αναβοσβύνοντας φώτα και κάνοντας απελπισμένες σφήνες έφτανε στα επείγοντα του Αττικού νοσοκομείου.
Εκεί το παρέδωσε στο προσωπικό των Πρώτων Βοηθειών και περίμενε με αγωνία στην αίθουσα αναμονής.
Συμπτωματικά εκείνο το βράδυ βρισκόταν στο νοσοκομείο ο υφυπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης , ο οποίος πάντοτε ευφορούμενος από το γνωστό σε όλους πνεύμα συναδελφικής αλληλεγγύης,
προσφέρθηκε να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά  τον πολυτραυματία, παρά τις (χλιαρές είναι η αλήθεια) διαμαρτυρίες του διευθυντή της μονάδας.
Το σώμα του ανθρώπου έμεινε εκείνο το βράδυ πολλές ώρες στο χειρουργείο στα χέρια του καλού Υφυπουργού. Μάταια όμως.Ξημερώματα πια, ο  Παύλος Πολάκης πέταξε εκνευρισμένος το νυστέρι και τη λαβίδα στο νεφροειδές, παράγγειλε ένα φραπέ σκέτο και ζήτησε να του φέρουν μπροστά του τον αγρότη:

“Εσείς εφέρατε τον άθρωπο επαέ;” ρώτησε επιτακτικά τον ανθρωπάκο.
“Μάλιστα Υπουργε μου” απάντησε πρόθυμα εκείνος.
Τότε ο σοφός τον υφυπουργός, κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι, τον  κοίταξε επιτιμιτικά και του εξήγησε:
“Χμμμμ, άργησε σύντεκνε, άργησες.
5 λεπτά ενωρίτερα να μας τον έφερνες τώρα θα ζούσε ο κακομοίρης”!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Μάκης ο Τζάμης γαμπρός.

  Ωραίος ο Μάκης με το γαμπριάτικο κοστούμι! Δεν τον κάνεις πάνω από πενήντα κι όμως είναι συνομήλικός μου, πενήντα έξι στα πενήντα εφτά ο καριόλης. Μέχρι τα σαράντα μεγαλοέδειχνε αλλά μετά άρχισε να μικροδείχνει. Γαμώ τα DNA γαμώ. Ούτε φαλάκρα, ούτε κοιλιά, ούτε προγούλι ούτε τίποτα. Ο χρόνος του χάρισε μόνο ένα ασημένιο, πυκνό μαλλί που σε συνδυασμό με την λεπτή του κορμοστασιά του δίνει έναν αέρα Γάλλου μπον βιβέρ. Πουτάνα φύση … Μεγάλη μούρη από τότε ακόμη που πηγαίναμε μαζί στο γυμνάσιο. Τις έριχνε τις γκόμενες ξερές. Ωραίο αγόρι και λογάς, μα πολύ λογάς.   Ξεπαρθενεύτηκε στη Δευτέρα γυμνασίου από μια της πρώτης Λυκείου. Βέβαια έλεγε ότι το ‘χε κάνει απ’ την πρώτη τάξη με την κόρη του κυλικειάρχη, δεν ήξερε όμως ο μαλάκας ότι όταν την πήδηξα εγώ στην τρίτη, μου ορκίστηκε στο φως της ότι εκείνη την πρώτη φορά απλώς τον τρόμπαρε μέχρι που άδειασε στο χέρι της. Φυσικά δεν με έπεισε ο όρκος της όσο το αίμα στο εσώρουχό μου. Ήταν παρθένα! Ναι ήταν ψεύτης ολκής! Είχε πεθάνει το

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο

Οκτώ λεπτά.

  Το ‘χα χρονομετρήσει στο στρατό. Ένα τσιγάρο διαρκούσε οκτώ λεπτά, το Camel βέβαια γιατί αν είχα κάνει τράκα κανένα ελαφρύ, δεν έβγαζε το πεντάλεπτο. Έτσι μετρούσα το ατέλειωτο δίωρο της σκοπιάς σε οχτάλεπτα. Δώδεκα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο με δυο λεπτά διάλειμμα στο ενδιάμεσο. Στο τέλος δε χρειαζόμουνα ούτε το ρολόι, μόλις έσβηνα το δωδέκατο, μάζευα με την ησυχία μου τα αποτσίγαρα, τα τύλιγα σε ένα φύλλο τσοντοπεριοδικού που το έκανα μπαλάκι και το πέταγα στο κράνος του δεκανέα αλλαγής αντί για το προβλεπόμενο «αλτ τις ει». Χακί αριθμητική ακριβείας… -           Και από τι πέθανε ο φίλος σου; -           Από τσιγάρο. -           Κάπνιζε πολύ; -           Μπα, δεν το   ‘χε βάλει ποτέ στο στόμα του. -           Α, παθητικός καπνιστής. -           Ούτε. -           Ε τότε; -           Με το Στέλιο ήμασταν κολλητοί από το Λύκειο, μετά μαζί συγκάτοικοι στη Σαλονίκη, ώσπου τα ‘μπλεξε με κείνη τη Σερραία, ωραία κοπέλα βέβαια αλλά πώς να στο πω, κάπως κτητική. Δεν ήθε