-->
Γερμανία. Rüsselsheim am Main.
Στο σπίτι του Κωστή του Μέτζου μαζευτήκαμε για να φάμε. Ο
Δημήτρης από τα Μυριοκέφαλα με διαβεβαίωσε ότι “δεν αξίζει να βρεθείς εδώ αν δε
σου τηγανίσει ο Κωστής πατάτες”. Να ‘φταιγε το αγιοκωνσταντιανό λάδι που γέμιζε
το τηγάνι μέχρι τα χείλια του σκεύους, να ‘φταιγε η ποικιλία των “pomes” που είχε λιγότερο άμυλο, μήπως το αργό τηγάνισμα στο
γκάζι ή ήταν απλώς η νοσταλγία της πατρίδας που δικαίωσε την υπόσχεση του
φίλου;
Το θέμα ήταν ότι πράγματι δοκίμασα την
ωραιώτερη τηγανιτή πατάτα της ζωής μου.
Τη συνοδέψαμε με γερμανική ψευτόμπυρα σε
κάτι κοντόχοντρα μπουκαλάκια.
Ήμουνα με έναν κύπριο συνάδελφο που είχε πάθει πλάκα με το
πόσους συχωριανούς, συγγενείς και φίλους είχα στην Φραγκφούρτη. (Εδώ που τα λέμε κι ο διευθυντής της εταιρίας που δουλεύαμε ήταν παιδικός μου φίλος αλλά αυτό είναι άλλη διήγηση). Μέχρι και σε μνημόσυνο τον είχα πάει
– σε μια εκκλησία Ευαγγελιστών που κάθε Κυριακή μεταμφιεζόταν σε ορθόδοξη 8 με 10 το πρωΐ.
Στην παρέα ο Σπύρος ο Γαβαλάς, συχωριανός και παλιός
συμπολεμιστής στο δημοτικό και ο μπάρμπα-Στέλιος ο Γιωργαλές, συνομήλικος
περίπου του πατέρα μου, μετανάστης από τη δεκαετία του 60 και ήδη συνταξιούχος.
Τη βγάζαμε πολλά βράδια στο καφέ του γυιού
του στο Gross Gerau.
Άλλη πλάκα εκεί με τον κύπριο συνάδελφο να με βλέπει να πίνω
καφέ με πρωτοξάδερφα της μάνας μου, δευτεροθειούς μου και παλιούς συμμαθητές
από το χωρό.
“Υπάρχει μέρος που
δεν έχεις συγγενείς και φίλους” με ρώταγε;
“Όχι απ'όσο ξέρω αλλά αν υπάρχει αυτό είναι πρόβλημα του μέρους” απαντούσα “όχι
δικό μου”.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν (τι βράδυ είχε πάει 3 το ξημέρωμα)
έβλεπα το μπάρμπα Στελή να με κοιτά με κάποια ένταση που μου φάνηκε παράξενη.
Κάποια στιγμή με πήρε παράμερα και μου λέει “δε νιώθω καλά
θα με πας σπίτι;”.
Ξέροντας ότι το κονάκι του ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα
παρακάτω ανησύχησα:
“Ρε Κωστή” είπα στο αυτί του Μέτζου “ ο Στελής έτσι κι
έτσι”. “Δεν θα ‘ναι καλά ο γέρος” μου αποκρίθηκε “ αλλά είναι εγωϊστής και δε
θέλει να το πάρουν οι άλλοι χαμπάρι. "Πάρτον να φύγετε με τρόπο μην τον
προσβάλεις. Το νοσοκομείο είναι δυο δρόμους κάτω από τη Rubenbinsen strasse,
τρέχα γρήγορα μπορεί να έχει την καρδιά του πάλι”.
Σηκώθηκα ήρεμα, έκαμα διακριτικά νόημα στο μπάρμπα Στελή και λίγο
αργότερα βρεθήκαμε στο πάρκιν. Μπήκαμε στο αμάξι, και τον ρώτησα αγχωμένος: “Που
πάμε μπάρμπα Στέλιο;”. “Στο σπίτι ” απάντησε φουσκισμένος “ εκεί δε σου είπα να
με πας;”
“Μα μου είπες ότι δε νιώθεις καλά” δικαιολογήθηκα “ και
σκέφτηκα ότι μπορεί …“
“… ότι μπορεί καλλιά να μη σκέφτεσαι τέθοια ώρα “, συμπλήρωσε και μου έκανε
νόημα να τραβήξω μπροστά.
Μισό λεπτό αργότερα φτάσαμε στο σπίτι του. Αμάν, σκέφτηκα τι τον
έπιασε αξημέρωτα το γέρο. Και φωναχτά είπα: “φτάσαμε μπάρμπα Στελή. θες βοήθεια
να μπεις μέσα;”
“Οχι δε θέλω βοήθεια, αλλά έλα κι εσύ μέσα που σε θέλω”.
Τέσσερα σκαλιά, πλατύσκαλο, πόρτα, χώλ, καθιστικό. “Περίμενε
εδώ “, διέταξε και χαθηκε σε μια σκοτεινή πόρτα. Επέστρεψε με 2 νεροπότηρα
κόκκινο κρασί. "Μην κάνεις φασαρία, η κυρά κοιμάται " ψυθίρισε συνομωτικά. Έφυγε και ξαναγύρισε με ένα μάτσο χαρτοπετσέτες και δυο πιάτα.
“Μπούτι ή στήθος;” ρώτησε.
“Μπούτι μπάρμπα Στέλιο “ απάντησα αυτόματα.
Έβαλε μπροστά μου ένα πιάτο κοτόπουλο με μπάμιες.
Κοίταζα απορημένος μια το φαΐ μια το φίλο του πατέρα μου.
"Άκου να σου πω " άρχισε να εξηγείται, " το καλοκαίρι λέω να πάω στο χωριό. Εδώ και μέρες προσπαθώ να βρώ αφορμή μα δε σε προλαβαίνω. Με τον κύρη σου είμαστε φίλοι από κοπέλια, με ήντα μούτρα λοιπόν θα πάω κάτω άμα δε σου έχω κάμει ένα τραπέζι τση προκοπής; Τρώε - πίνε και μη ρωτάς. Εβίβα".
Υστερόγραφο:
Οι φίλοι μου που τους λέω ότι η Έσση είναι δεύτερη πατριδα
μου με κοροϊδεύουν.
Τους απαντώ ότι πατρίδα είναι εκεί που βρίσκονται οι καλοί σου άνθρωποι. Πάλι με κοιτούν με απορία. Φαίνεται ότι δεν έχουν συναντήσει κανένα μπάρμπα - Στέλιο ποτέ στη ζωή τους.
Τους απαντώ ότι πατρίδα είναι εκεί που βρίσκονται οι καλοί σου άνθρωποι. Πάλι με κοιτούν με απορία. Φαίνεται ότι δεν έχουν συναντήσει κανένα μπάρμπα - Στέλιο ποτέ στη ζωή τους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου