Την κένταγε την εκπομπή κομμάτι - κομμάτι, την προετοίμαζε μέρες ολόκληρες. Κι αυτό που έβγαινε έμοιαζε με λειτουργεία. Αρμονική.
Μετά την αποφώνηση πήγαμε γαι πίτσα στην παραλία. Ρε Γιάννη του λέω, λες να μ'αφήσουνε να κάμω κι εγώ εκπομπή; Γιατί όχι; αποκρίθηκε, πές το του Αλέκου, διευθυντής είναι σε ξέρει, δε νομίζω να στ'αρνηθεί. Από το ζόρε μου κατάπια το τελευταίο κομμάτι της πίτσας αμάσητο και πήγα στο Cecilia. Το καλύτερο μπαρ του κόσμου (μαζί με το Metropolis) ήταν στο Ρέθυμνο. Ο Βασιλιάς Αλέκος κέρναγε μουσική και σφηνάκια. Πως να του το πω τώρα, αναρωτήθηκα αγχωμένος. Ήπια κάμποσα για να πάρω θάρρος και ξάφνου το ξεστόμισα απνευστί: τι λες ρε Αλέκο, μπορώ να κάμω εκπομπή στον Team Fm; Παρέλυσα, είχα ταχυκαρδία στηθάγχη και δύσπνοια. Έπρεπε να είχα πιεί λίγο ακόμη σκέφτηκα.
Ο Αλέκος είχε για κάθε περίπτωση κι ένα διαφορετικο βλέμα: κοροϊδευτικό, τρυφερό, λάγνο, σκεπτικό, ειρωνικό, χαρούμενο, ανυπόμονο, φουρκισμένο, καταφατικό κλπ.
Εκείνο το βράδυ ανακάλυψα και το κιμπάρικο: ναι ρε μαλάκα!
Είπε ναι, είπε ναι, είπε ναι!!! Πριν προλάβει να το μετανιώσει είχα φύγει σφαίρα, πήρα το αμάξι και απογειώθηκα σαν πύραυλος μέχρι τον Τίμιο Σταυρό που ήταν το studio.
Ο σταθμός μετά τις 12 έπαιζε 2ωρες κασέτες με κάτι ωραίες εκπομπές του Άλκη Καζούλη, του Γιάνη του Κούνουπα και άλλων παραγωγών. Κατέβασα τη φέτα της κασέτας, έβαλα το σήμα του σταθμού και βγήκα στον αέρα.
Ξεκίνησα με το "Ίσως φταίνε τα φεγγάρια", συνέχισα με το "Ο έρωτας της Κυριακής" και μετά με κάτι από Γαλάνη που δεν το θυμάμαι, γιατί εκείνη την ώρα συνειδητοποίησα ότι ξεκίνησα εκπομπή εν θερμώ, χωρίς σχέδιο και χωρίς να ξέρω τι να πω στο μικρόφωνο.
Γιατί κάτι έπρεπε να πω ρε γαμώτη, ποιός είμαι, τι κάνω, ποιό κομμάτι παίζει, τι θα παίξει μετά και τέτοια. Κόλλησα. Δε γαμιέται, θα αυτοσχεδιάσω, καλησπέρα είναι η εκπομπή χωρίς όνομα με τον Κωνσταντίνο (με το τρακ που είχα που να προσθέσω και το δυσπρόφερτο Κατσανδρεδάκης). Ωραία λέω, αυτή ήταν η καριέρα σου στα Ρεθυμνιώτικα ερτζιανά, τρια τραγούδια και μια τρεμάμενη εκφώνηση. Τώρα, αποφώνηση, αποχαιρετισμός και γρήγορα πριν ξεφτιλιστώ περαιτέρω, σκέφτηκα και έπιασα το δίσκο με το σήμα του σταθμού για να δώσω τέλος στο ραδιοφωνικό μου ψυχόδραμα. Ντριιιιιιιν, χτυπά το τηλέφωνο του σταθμού (51561). Να τα μας λέω, κανένας εκνευρισμενος ακροατής θα με γαμοσταυρίσει που διέκοψα τη τζαζ του Κούνουπα για τις μαλακίες μου. Εμπρός, απάντησα, έτοιμος να λουστώ την κατσάδα.
Έλα, ο Παντελής είμαι (η προεδράρα του σταθμού). Καλά το πας ρε μαλάκα, συνέχισε,μπράβο. Έχετε δει κάτι έργα που ο ήρωας βρίσκεται μπροστά στην κάνη ενός όπλου και ετοιμάζεται να αποχαιρετίσει τα εγκόσμια με ανατιναγμένο κρανίο αλλά ξαφνικά μπαίνει κάποιος και τον γλιτώνει σκοτώνοντας τον κακό; Ε, αυτος ήταν ο Παντελής, που με τρεις κουβέντες με γλίτωσε από το θανατικό μου.
Τον ευχαρίστησα κι αντί για το σήμα της αποφώνησης έβαλα Χατζιδάκη:
Σταμάτα Παντελή το γλεντοκόπι
δεν είναι πια στο χέρι σου οι ανθρώποι.
Κατάπιε τη στερνή σου τη μπουκιά
σε λίγο θ’ ακουστεί κι η ντουφεκιά.
Οι πιο μεστές στιγμές της ζωής μου είναι ραδιοφωνικές. Τις χρωστάω όλες στο Γιάννη, στον Αλέκο και στον Παντελή. Ο ένας μου δωσε το παράδειγμα, ο δεύτερος την ευκαιρία και ο τρίτος το φιλικό χτύπημα στον ώμο.
Φυσικά τους πρόδωσα και τους τρεις αφού δεν έγινα, ούτε και πρόκειται να γίνω ποτέ ραδιοφωνικός παραγωγός της προκοπής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου