1979. Από νωρίς το απόγευμα ένα παρδαλό αυτοκίνητο κατέφτασε στο
χωριό, μια μικρή κλούβα με ζωγραφισμένες στο πλάι φιγούρες του
Καραγκιόζη, του Χατζηαβάτη και του μπάρμπα-Γιώργου. Η ντουντούκα στην
οροφή του οχήματος διαλαλούσε χαρμόσυνα με βραχνή καραγκιοζοφωνή:
«Ακούσατε - ακούσατε, απόψε το βράδυ στις 8 στο καφενείο του Κατσαντρέ
στο «Λιβάδι» η μεγαλειώδης παράσταση ο Μέγας Αλέξανδρος και το
καταραμένο φίδι!. Είσοδος μόνο 10 δραχμές!».
Τω καιρώ εκείνω που η ασπρόμαυρη τηλεόραση έπιανε με το ζόρι τα δυο κανάλια (τι μαρτύριο να βλέπεις την ελληνική ταινία του Σαββάτου με χιόνια και τζαγκρουνίσματα), ήταν ασύλληπτη η χαρά μας για τα πλανόδια θεάματα.
10 δραχμές· όσο έκανε ένα καρβέλι ψωμί ή ένα Άσσο Φίλτρο!
Ήταν σίγουρα ένα μεγάλο γεγονός τόσο για την πιτσιρικαρία, εμάς, όσο και για τον καφετζή. Βλέπετε η συμφωνία ήταν σαφής, ξεκάθαρη και συμφέρουσα για όλους: ο καραγκιοζοπαίχτης θα καρπωνόταν μια φούχτα δεκάρικα ,ο μπαμπάς μου τα έσοδα από τα αναψυκτικά, τον πασατέμπο και τα γαριδάκια και οι θεατές φτηνό αλλά πλούσιο θέαμα!
Οκτώ παρά κάτι το καφενείο μας ήταν φίσκα! Ήμασταν όλοι εκεί. Όχι όλοι! Μόνο ο Νίκος δεν είχε το μαγικό δεκάρικο για να μπει μέσα. Έμεινε λοιπόν απέξω και όταν άρχισε το πατιρντί, έκατσε με κολλμένο το μούτρο του στην κλειστή τζαμόπορτα. Μόνο που επειδή η κωλόπορτα ήταν παράλληλη με τη «σκηνή» το μόνο που έβλεπε ήταν οι φάτσες μας που έλαμπαν στο μισοσκόταδο από ικανοποίηση όσο απολαμβάναμε την παράσταση καταβροχθίζοντας τυρογαριδάκια και άλλα συναφή ανθυγιεινά.
Το ένα μου μάτι έβλεπε το μπερντέ και το άλλο το Νίκο που μάταια προσπαθούσε να συλλάβει την πλοκή του έργου από αντιφεγγίσματα και ήχους.
Μέχρι το τέλος ήταν εκεί, με το βλέμα του κάπου ψηλά χωρίς να βλέπει και το αυτί του τεντωμένο χωρίς ν’ ακούει.
Φυσικά και δεν είδε τίποτα από το έργο ο Νίκος. Αλλά ούτε κι εγώ. Από τη στιγμή που τον αντιλήφθηκα δεν μπορούσα να δω ούτε ν’ακούσω τίποτα. Έβλεπα μπροστά μου μόνο ένα τεράστιο δεκάρικο να πέφτει πάνω σ’ ένα κρύο μάρμαρο, και να βγάζει έναν κίβδηλο ήχο όπως η κάλπικη λίρα στο έργο του Γιώργου Τζαβέλα.
Από εκείνη τη μέρα κατάλαβα ότι είμαι χέστης: Έπρεπε να είχα ανοίξει εκείνη τη γαμημένη πόρτα για να μπει ο φίλος μου μέσα και να δει το θέατρο σκιών. Έπρεπε να είχα βουτηξει το χέρι μου στο σέρμα του μαγαζιού, να ‘πιανα μια φούχτα δεκάρικα και να τα πέταγα ούλα στο δρόμο.
Τω καιρώ εκείνω που η ασπρόμαυρη τηλεόραση έπιανε με το ζόρι τα δυο κανάλια (τι μαρτύριο να βλέπεις την ελληνική ταινία του Σαββάτου με χιόνια και τζαγκρουνίσματα), ήταν ασύλληπτη η χαρά μας για τα πλανόδια θεάματα.
10 δραχμές· όσο έκανε ένα καρβέλι ψωμί ή ένα Άσσο Φίλτρο!
Ήταν σίγουρα ένα μεγάλο γεγονός τόσο για την πιτσιρικαρία, εμάς, όσο και για τον καφετζή. Βλέπετε η συμφωνία ήταν σαφής, ξεκάθαρη και συμφέρουσα για όλους: ο καραγκιοζοπαίχτης θα καρπωνόταν μια φούχτα δεκάρικα ,ο μπαμπάς μου τα έσοδα από τα αναψυκτικά, τον πασατέμπο και τα γαριδάκια και οι θεατές φτηνό αλλά πλούσιο θέαμα!
Οκτώ παρά κάτι το καφενείο μας ήταν φίσκα! Ήμασταν όλοι εκεί. Όχι όλοι! Μόνο ο Νίκος δεν είχε το μαγικό δεκάρικο για να μπει μέσα. Έμεινε λοιπόν απέξω και όταν άρχισε το πατιρντί, έκατσε με κολλμένο το μούτρο του στην κλειστή τζαμόπορτα. Μόνο που επειδή η κωλόπορτα ήταν παράλληλη με τη «σκηνή» το μόνο που έβλεπε ήταν οι φάτσες μας που έλαμπαν στο μισοσκόταδο από ικανοποίηση όσο απολαμβάναμε την παράσταση καταβροχθίζοντας τυρογαριδάκια και άλλα συναφή ανθυγιεινά.
Το ένα μου μάτι έβλεπε το μπερντέ και το άλλο το Νίκο που μάταια προσπαθούσε να συλλάβει την πλοκή του έργου από αντιφεγγίσματα και ήχους.
Μέχρι το τέλος ήταν εκεί, με το βλέμα του κάπου ψηλά χωρίς να βλέπει και το αυτί του τεντωμένο χωρίς ν’ ακούει.
Φυσικά και δεν είδε τίποτα από το έργο ο Νίκος. Αλλά ούτε κι εγώ. Από τη στιγμή που τον αντιλήφθηκα δεν μπορούσα να δω ούτε ν’ακούσω τίποτα. Έβλεπα μπροστά μου μόνο ένα τεράστιο δεκάρικο να πέφτει πάνω σ’ ένα κρύο μάρμαρο, και να βγάζει έναν κίβδηλο ήχο όπως η κάλπικη λίρα στο έργο του Γιώργου Τζαβέλα.
Από εκείνη τη μέρα κατάλαβα ότι είμαι χέστης: Έπρεπε να είχα ανοίξει εκείνη τη γαμημένη πόρτα για να μπει ο φίλος μου μέσα και να δει το θέατρο σκιών. Έπρεπε να είχα βουτηξει το χέρι μου στο σέρμα του μαγαζιού, να ‘πιανα μια φούχτα δεκάρικα και να τα πέταγα ούλα στο δρόμο.
Για την
περίπτωση που κάποιος άλλος Νίκος περνούσε και δεν είχε ένα γαμωδεκάρικο
για να δει τον Καραγκιόζη, το Μέγ’Αλέξανδρο και το Καταραμένο του
κωλόφιδο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου