Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μου θύμιζε  Σαρλώ: Σακκουλιασμένο παντελόνι που ήταν κάποτε μαύρο μα τώρα είχε το χρώμα της στάχτης. Στους ίδιους ξεβαμμένους τόνους, το σακκάκι με τα μανίκια που του έπεφταν κοντά, τσαλακωμένο πουκάμισο και τα σκονισμένα χοντροπάπουτσα. Αδύνατος, με σγουρά γκρίζα μαλλιά, άτακτα πυκνά φρύδια και κοντομούστακο που είχε πάρει το κίτρινο της νικοτίνης - ίδιο με τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού.  Μάγουλα βαθουλωμένα, βλέμμα πράο κι ήσυχο σαν του αρνιού.
Τον έβλεπα να περπατά τρεκλίζοντας τύφλα από την τσικουδιά, το χύμα κονιάκ και το κακό ούζο.
Γύρναγε απ'το πρωΐ στα καφενεία και ρούφαγε ότι έβρισκε, ακόμα και λεμονάδες όταν δεν του σέρβιραν αλκοόλ.
- Γιάντα γιαγιά πίνει ο Νικολής; ρώταγα την παντογνώστρια γιαγιά - Μαριάννα. Τη Λωξάντρα μου. 
- Οντέν επήγε στον πόλεμο το 40, αρρώστησε βαργιά από φυματίωση - Παναγία μου μπρόφταξε το κοπέλλι μου, σταυροκοπήθηκε, και του 'πανε στο νοσοκομείο οι γιατροί  ότι δε μπορούνε να του κάμουνε πράμα κι ότι θα ποθάνει σ' έξε μήνες. Μονό να πάει λέει οπίσω στο σπίτι ντου να ποθάνει. Κι αυτός από τον καημό του άρχιξε το πιοτό.
Γύρισε ο Νικολής όπως - όπως μαζί με τους άλλους φαντάρους στην Κρήτη, μόνο που αντί για το απολυτήρο με την ημερομηνία αποστράτευσής του, κουβαλούσε μαζί του ένα εξιτήριο με την ημερομηνία λήξης του!
Περιμένοντας το θάνατο που οι λαμπροί επιστήμνες προέβλεψαν, άρχισε να πίνει με κτηνώδη μανία τσικουδιά. Πέρασαν οι "έξε μήνες" γέμισε ένας χρόνος, έκλεισαν 10, 20, 30 χρόνια. Ο Νικολής παρέμενε ζωντανός και πιωμένος, σα να σούρωσε μαζί του κι ο ίδιος ο Χάρος και ξέχασε να κάμει το καθήκον του.
Κάποτε κάτι άλλοι γιατροί που τον εξέτασαν του εξήγησαν ότι η ασθένειά του εξαφανίστηκε με τρόπο ανεξήγητο και τον ξαναέστειλαν πίσω στο χωριό... για να ζήσει.
Κι ο Νικολής συνέχισε σε το πιόμα, από καφενίο σε καφενείο. Πολύ συχνά οι καφετήδες υπέκυπταν στις παρακλήσεις των αδερφάδων του και δε του 'διναν πιοτό. Τότε εκείνος καθότανε σε μια γωνιά σαν παιδί που το μάλωσαν και κοίταγε με ζήλια τους υπόλοιπους θαμώνες που κουτσόπιναν. Σύντομα όμως τον λυπόντουσαν και του βαζαν ξανά. Στο κάτω - κάτω, θα σκέφτονταν  δικό του το κακό, αφού ήταν άκακος, δεν έκανε φασαρίες και δεν έβριζε.
Ένα μεσημέρι Σαββάτου στο καφενείο της μάνας μου βρεθήκαμε οι δυο μας. Ο κόσμος έλειπε, άλλοι στις ελιές, άλλοι στα πρόβατα.
Έκατσα απέναντί του και τον παρατηρούσα. Χωρίς ντροπή. Παιδί ήμουν άλλωστε, μπορούσα να κοιτάζω όποιον ήθελα χωρίς να δίνω λογαριασμό. Δίπλα του ένα άδειο ποτήρι,- μάλλον δεν είχε λεφτά για το επόμενο. Σκέφτηκα ότι είχε πάνω-κατω την ίδια ηλικία με τον παππού μου. Όμως που ήταν τα δικά του εγγόνια; Ηλίθια ερώτηση· αφού δεν είχε ούτε παιδιά. Και γιατί δεν είχε παιδιά;
- Γιάντα πίνεις μπάρμπα Νικολή; ξεστόμισα.
Χαμογέλασε. Φάνηκαν κάτι δόντια αραιά και χαλασμένα. Περιέργος το χαμόγελο αυτό δεν ήταν αποκρουστικό. Ίσως γιατί ήταν χαμόγελο. Έβγαλε το πιπάκι του από τη μι ατσέπη, κι ένα άφιλτρο "Έθνος" από την άλλη. Ίσιωσε προσεκτικά το τσαλακωμένο τιγάρο και με μια σίγουρη κίνηση το μοίρασε στα δυο. Επέστρεψε το ένα κομμάτι στην τσέπη, προσάρμοσε το άλλο στο πιπάκι, έβγαλε ένα σκουριασμενο τσακουμάκι, τσακ - τσακ - τσάκ - τσάκ κι άναψε σκορπίζοντας μυρωδια καπνού και βενζίνης. Φύιξε στο πλάι τον κανπό προσέχοντας να μη  με βρει στα μούτρα κι άρχισε να λέει με τη μπάσα φωνή του:
- Άρχιξα να πίνω γιατί δεν εμπορούσα το θάνατο. Εφοβούμουναι. Κοπέλι ήμουναι, όι σαν κι εσένα πλιό μεγάλο.
- Μα δεν επόθανες μπάρμπα Νίκο!
- Ναι ετουτονά άλλαξε. Άλλαξα όμως κι εγώ, θωρρείς, τόσα τα χρόνια έβανα ούλη μου τη δύναμη να νταγιαντήσω το θάνατο και δε μου 'μεινε άλλη ανάκαρα εδά να νταγιαντήσω τη ζωή.Εκατάλαβες;
Εκατάλαβα. Για πόσο μπορείς να παλέψεις το φόβο του θανάτου; Και μια και δυο και περισσότερες. Μα όχι για δεκαετίες ολόκληρες, κάθε μέρα, κάθε στιγμή.
Σηκώθηκα και πήρα το μπουκάλι τση τσικουδιάς από το τεζιάκι του μαγαζιού και του γέμισα το ποτήρι.
- Εβίβα, μπάρμπα Νικολή!
- Εβίβα Κωστή.
Άφησα το μπουκάλι δίπλα του στο τραπεζάκι.
- Κερασμένο, φώναξα.
Και βγήκα όξω να παίξω αμπάριζα με τα άλλα κοπέλια.


Υ.Γ.
Νιώθω μεγάλο σέβας για τους τελειωμένους ανθρώπους, τους οριστικά και μετάκλητα χαμένους και κατεστραμμένους που έφτασαν εκεί που έφτασαν χωρίς να φταίνε. Εκείνα τα γρανάζια της μηχανής που σπάνε και που κανείς δε νοιάζεται για τη ζημιά τους γιατί είναι αναλώσιμα, απόλυτα περιττά μόλις επιτελέσουν το ευτελές τους έργο. Θαρρετά παραδωμένοι στην κακή τους μοίρα, δεν κλαίνε, δεν παραπονιούνται δε ζητούν.  Θέλω να πιστεύω ότι σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη διάσταση, πιο δίκαιη, πιο αγαθή, συνεχίζουν να υπάρχουν ευτυχισμένοι, χορτάτοι,περήφανοοι και γαληνεμένοι ... αλλά (Παναγία μου μπρόφταξε) όχι ξεμέθυστοι!




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Το πορτρέτο της Μαρίνας

Ήταν η πριγκίπισσα του χωριού. Μοναχοκόρη του μεγαλοκτηματία, εμπόρου, μεταπράτη, μεσίτη, τοκογλύφου, πολιτευτή και τι δεν ήταν ο ο μπαμπάς της, κυρίου Θεοδώρου,  που είχε καταφέρει να αυγατίσει την ήδη μεγάλη περιουσία του πατρός του και να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του τόπου του. Η σύζυγός του και μητέρα της η Ασπασία, ήταν μια ευειδής αλλά κάπως τροφαντή μοσχαναθρεμένη κόρη μεγαλεμπόρου ζωοτροφών (συνεργάτη του κυρίου Θεόδωρου), που όσο η τρισχαριτωμένη κορούλα της ομόρφαινε και ψήλωνε, τόσο εκείνη ασχήμαινε και χόντραινε. Όσο για τον κύριο Θεόδωρο εκείνος συνέχισε να πλουτίζει  Έτσι είναι, τα νειάτα και η ομορφιά διαρκούν λίγο, μα η ανθρώπινη πλεονεξία δεν έχει τελειωμό. Αντίθετα με άλλους προνομιούχους, ο κύριος Θεόδωρος δεν άφηνε το χωριό για να μετοικήσει στην πόλη έχοντας υπόψιν το σχετικό ρητό περί πρωτιάς και δευτεροσύνης και απολάμβανε την πρωτοκαθεδρία του απέναντι σε αγροτοκτηνοτρόφους, εργάτες και υπαλληλίσκους οι οποίοι τον έβλεπαν σαν ένα θεσμ...

Η Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Θεσσαλονίκη 1989. Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της. Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης. Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα... Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής ...