Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μαύρη Παλίροια (Kuro Siwo)


Ρέθυμνο, αρχές της δεκαετίας του 80. Το εστιατόριο "Τα βαλκάνια" απέναντι από το Δημοτικό Κήπο ήταν γεμάτο όπως κάθε απόγευμα με κάθε λογής πειναλέους: εργένηδες, εργάτες, δημόσιους υπαλλήλους, φοιτητές, μαγαζάτορες και λίγους μαθητές του Γυμνασίου όπως του λόγου μου. Στη Λεωφόρο Κουντουριώτη πήγαιναν κι έρχονταν φορτηγά, μηχανάκια, λεωφορεία, αγροτικά, ταξί, σκαφτικά και ΙΧ καθώς η μικρή πόλη έβαζε τα δυνατά της να γίνει κι εκείνη υπερδραστήρια, βρώμικη και θορυβώδης.
Έβρισκα αταίριαστο το όνομα του φαγάδικου, και από μέσα μου το είχα ξανα-βαφτίσει: "Τα δυο μουστάκια".
Ο ένας μουστάκιας, ομορφάντρας, σοβαρός και λιγομίλητος πίσω από το μεγάλο μπεν μαρί με τα θαμπά από τους υδρατμούς τζάμια, γέμιζε μεγάλες μερίδες για κουρασμένους στα πιάτα. Κι ο άλλος, ο κοντός με τη φαλάκρα, αλέγκρος, αεικίνητος και καλαμπουριτζής, τα βούταγε και τα 'βαζε στη σειρά να περιμένουν δίπλα στο παράξενο μαραφέτι που έφερε τον διαστημικό για την εποχή τίτλο "φούρνος μικροκυμάτων"!
Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράμα, η μάνα μου στο χωριό ζέσταινε το φαΐ στο πετρογκάζι - που αλλού; Κάθε φορά μετά το φροντιστήριο που ερχόμουν εδώ για να ξεπεινάσω,  μου άρεσε να χαζεύω εκστατικός εκείνο το καταπληκτικό υψίσυχνο τεχνολογικό θαύμα, το οποίο αφού περιέστρεφε το χλιαρό πιάτο μουρμουρίζοντας υπόκοφα κι ακατάληπτα για ένα δυομισόλεπτο, ξαφνικά έβγαζε ένα θριαμβευτικό γκλίνγκ και ο μουστάκιας νο 2 στο έφερνε αχνιστό στο τραπέζι σου!
Δίπλα στο φούρνο μικροκυμάτων βρισκόταν ένα άλλο καταπληκτικό επίτευγμα, ένα γιαπωνέζικο κασετόφωνο που έπαιζε ολημερίς κρητικές λύρες, σπαραξικάρδιους   Μητροπάνους και λυγμικούς Πάριους.
Εκείνη τη μέρα όταν μπήκα δεν έπαιζε τίποτα. Φαίνεται πως τα δυο μουστάκια είχαν τόση πολλή δουλειά που λησμόνησαν τη μουσική επένδυση του καταστήματος κι έτσι άκουγα μόνο τα μαχαιροπήρουνα πάνω στα πιάτα  και το σαματά των οχημάτων έξω στο δρόμο.

Παράγγειλα μακαρόνια με κιμά. Το χαρωπό μουστάκι, έδωσε την παραγγελία στο βαρύ κι ασήκωτο, που γέμισε ευθύς ένα πιάτο, ύστερα ο κοντός το έβαλε σβέλτα στο φούρνο μικροκυμάτων και  μου έκανε αστείες γκριμάτσες μέχρι να βγεί η μακαρονάδα καμαρωτή  στον προκαθορισμενο χρόνο των δυόμιση λεπτών. Γκλίίίνγκ. Με μια αεράτη κίνηση, άνοιξε την πόρτα του φούρνου, έπιασε με το ένα χέρι το πιάτο και καθώς έριχνε μια στροφή (σα ζεϊμπεκιά ένα μπράμα) για να μου το απιθώσει στο τραπέζι, πρόλαβε με το άλλο χέρι και πάτησε το play στο κασετόφωνο.
Αν μου είχε κατεβάσει το καυτό πιάτο στο κεφάλι θα είχε λιγότερο τρομαχτικό αποτέλεσμα:

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Τα φορτηγά, τα μηχανάκια, τα λεωφορεία, τ' αγροτικά, τα ταξί, τα σκαφτικά και τα ΙΧ ξαφνικά έμειναν παγωμένα, τα μαχαιροπήρουνα έμειναν μετέωρα, τα σαγόνια των ανθρώπων που έτρωγαν στάθηκαν ανοιχτά, οι κουβέντες έμειναν μισοτελειωμένες, όλα γύρω μου σιώπησαν και ακινητοποιήθηκαν, μόνο οι υδρατμοί του μαγέρικου συνέχιζαν να κινούνται όχι πια όμως προς τα πάνω αλλά έπιασαν ν'απλώνονται προς όλες τις κατευθύνσεις μέχρι που τα πάντα βυθίστηκαν μέσα σε μια σκούρα ομίχλη.
Το πλοίο έσκιζε τη θάλλασα καθώς σκοτείνιαζε, μαύρα κατράμι και φουσκωμένα τα νερά,  η αλμύρα χύθηκε στα ρουθούνια μου μαζί με τη μυρωδιά του ψαρόλαδου και τα τσουξε, ένιωσα το κατράμι να μου καίει τα νύχια. Ύστερα άκουσα τον αέρα να σφυρίζει και στο βάθος από κάτω μου μια βαρειά ανάσα να αγκομαχεί. Μια μεγάλη στενοχώρια με πλάκωσε σαν κάτι πολύτιμο να 'χα πρόσφατα χάσει, αναστέναξα και χάιδεψα αφηρημένος το τατουάζ στο μπράτσο μου. Αναστέναξα κι έσκυψα απαρηγόρητος το κεφάλι.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζωνη
κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
Γκλίιινγκ! Ακριβώς δυόμισυ λεπτά απ'όταν άριχσε τo "Kuro Siwo", το τραγούδι  τελείωσε κι όλα γύρω μου ξανάγιναν όπως πριν, οι άνθρωποι συνέχισαν να μασουλάνε και να φλυαρούν, τα πιάτα και τα αυτοκίνητα ξανάπιασαν το τρεχαλητό τους.

Μόνο εγώ δε γύρισα ποτέ πίσω...

Πριν αρχίσει το επόμενο τραγούδι σηκώθηκα, πάτησα το στοπ στο κασετόφωνο και ρώτησα δείχνοντας το:
- Τι είναι αυτό;
Τα δυο μουστάκια κοιτάχτηκαν.
- Ο Σταυρός του Νότου. Μικρούτσικος με ποίηση Καββαδία, πρόφερε με σεβασμό τα ονόματα ο νο 1.
- Μπορώ να δανειστώ την κασέτα;
Τα δυο μουστάκια ξανακοιτάχτηκαν.
- Ναι, είπε ο Νο 2.
- Ευχαριστώ, είπα και την άρπαξα. Τι χρωστάω για το φαΐ;
- Τίποτα, κερασμένο από το κατάστημα. Άλλωστε δεν το έφαγες.
- Θα την ακούσω και θα την επιστρέψω αύριο.

Την επέστρεψα μετά από 3-4 μήνες.
______________
Αφιερωμένο στον Κωστή τον "Βαλκάνια", τον ετοιμόλογο, καλαμπουριτζή, αεικίνητο εστιάτορα που μου σύστησε τον Θάνο ΜΙκρούτσικο και το Νίκο Καββαδία.



 

Σχόλια

  1. Αυτός που το 'γραψε είναι φτιαγμένος από το υλικό των σημαντικών παραμυθάδων

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Το πορτρέτο της Μαρίνας

Ήταν η πριγκίπισσα του χωριού. Μοναχοκόρη του μεγαλοκτηματία, εμπόρου, μεταπράτη, μεσίτη, τοκογλύφου, πολιτευτή και τι δεν ήταν ο ο μπαμπάς της, κυρίου Θεοδώρου,  που είχε καταφέρει να αυγατίσει την ήδη μεγάλη περιουσία του πατρός του και να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του τόπου του. Η σύζυγός του και μητέρα της η Ασπασία, ήταν μια ευειδής αλλά κάπως τροφαντή μοσχαναθρεμένη κόρη μεγαλεμπόρου ζωοτροφών (συνεργάτη του κυρίου Θεόδωρου), που όσο η τρισχαριτωμένη κορούλα της ομόρφαινε και ψήλωνε, τόσο εκείνη ασχήμαινε και χόντραινε. Όσο για τον κύριο Θεόδωρο εκείνος συνέχισε να πλουτίζει  Έτσι είναι, τα νειάτα και η ομορφιά διαρκούν λίγο, μα η ανθρώπινη πλεονεξία δεν έχει τελειωμό. Αντίθετα με άλλους προνομιούχους, ο κύριος Θεόδωρος δεν άφηνε το χωριό για να μετοικήσει στην πόλη έχοντας υπόψιν το σχετικό ρητό περί πρωτιάς και δευτεροσύνης και απολάμβανε την πρωτοκαθεδρία του απέναντι σε αγροτοκτηνοτρόφους, εργάτες και υπαλληλίσκους οι οποίοι τον έβλεπαν σαν ένα θεσμ...

Η Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Θεσσαλονίκη 1989. Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της. Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης. Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα... Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής ...