Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο
Κρύο. Ο θόρυβος του καυστήρα που προσπαθεί να με ζεστάνει είναι ίδιος με το βρούχος του ελαιοτριβείου που υπήρχε κάποτε απέναντι από το πατρικό μου. Ίδιος Χειμώνας σαν τούτον εδώ, απειλητικός και δυσοίωνος αλλά μας παρηγορούσε η βεντέμα και το εργοστάσιο δούλευε με μάνητα μέχρι αργά. Κοιμόμουνα και ξύπναγα με τη βαριά ανάσα του μύλου που άλεθε το φαιοπράσινο χρυσάφι.
Ο πιο καθησυχαστικός ήχος της ζωής μου· προστατευτικός και δυνατός με διαβεβαιώνει ότι όλα θα πάνε καλά. Η πέτρα που κυλάει μακάρια λιώνει τον καρπό που συγκεντρώθηκε με κόπο και βγάζει τον πολύτιμο πολτό που το στίβουν τα υπομονετικά πιεστήρια. Στο τέλος ο διαχωριστήρας το λυτρώνει από κάθε βδελυρό στέλνοντας το δύσοσμο περίττωμα σ' ένα αυλάκι που ταξιδεύει μέχρι το ποτάμι ενώ από την άλλη γεμίζει τα δοχεία με υγρή, παχύρευστη Ζωή.
Ο Παυλής ο Χαροκόπος, γυαλίζει από τον ιδρώτα και το ελαιόλαδο νύχτα μέρα. Όλα θα πάνε καλά. Δυνατά μπράτσα και ρωμαλαίες μέσες δουλεύουν ακούραστα σα να μοιράζονται το τριφασικό ρεύμα με τα μοτέρια του ελαιουργείου. Όλα θα πάνε καλά.
Ο καυστήρας βρυχάται φιλότιμα, ζεσταίνει τους τοίχους, τα έπιπλα, τα σκεπάματα,στεγνώνει τα ρούχα, κοκκινίζει τα μάγουλα. Μόνο την καρδιά μου δε μπορεί να ζεστάνει γιατί δεν είναι ο "μύλος του Φώτη", γιατί δε μυρίζει πυρήνα, γιατί δε βγάζει πράσινο πικρό λάδι, γιατί δε θα 'ρθει αύριο το πρωΐ στο καφενείο μας ο μπάρμπα Γιώργης να του κάμω βαρύ-γλυκό καφέ στο χοντρό φλυτζάνι...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...