Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα λουλούδια που άνθιζαν το σούρουπο


Όταν αναγουλιάζω από την τρικυμία, πιάνω λιμάνι με μια παιδική ανάμνηση:
Τη γιαγιά μου στην Ασή - Γωνιά και τη μάνα μου να κάθονται σ'ένα πεζούλι μαζί με 2-3 γράδες γειτόνισσες. Οι κουβέντες θηλυκές, γήινες και νοικοκυρίστικες. Χόρτα του βουνού, ομανίτες, πλεχτά, κεντήματα, φαντά, φουρνιστό ψωμί, καταπλάσματα, σιώπατα παπούτσια. Γράμματα ξενιτεμένων, ασπρόμαυρες ταινίες (ήντα πλάκα έχει εκεινοσές ο Βέγγος!), συνταγές για κοκκινιστά, αποξηραμένα βότανα, παστά που στέγνωναν στο κατώι δίπλα στα βαρέλια του κρασιού. Ιστορίες από τα παλιά με γαργαλιστικές λεπτομέρειες (με τα αναγκαία όρια που έβαζε βέβαια η παρουσία του ανηλίκου) και που έκαναν τις καλές εκείνες σουσουράδες να γελουρίζουν σαν μικρά κοριτσάκια.
Οι νεκροί δεν είχαν θέση εκεί. Μόνο για λόγους πλοκής μια απλή αναφορά κι ένα σταυροκόπημα κι ύστερα στάση για να προλάβει να φύγει το φάντασμα και να επιστρέψει το τιτίβισμα, το γελούρισμα κι ύστερα  πάλι τα παρόντα, τα μικρά, τα τόσο σπουδαία. Έβλεπα τα μαραμένα πρόσωπα να ξανανθίζουν, τις κυρτωμένες πλάτες να ξεχνούν τα βάρη τους και να ισιώνουν, τους πλαδαρούς κόρφους να φουσκώνουν με θράσος αλλοτινό,  και αναρωτιόμουνα τι δυνατό αίμα είναι τούτο που ακόμη κάνει τα μάγουλα να ροδίζουν.
Από ένα παρελθόν φτωχικό και δύσοσμο από το αίμα, τις σβουνιές των γαϊδάρων, τη βρώμα της βερβελίδας και τα ιδρωμένα στρατιωτικά αμπέχωνα, εκείνες ξεδιάλεγαν το άρωμα από τα νυφικά τους φορέματα, τη μυρωδιά των νεογέννητων παιδιών τους, τη τσίκνα του ψητού, τα χνώτα του αρραβωνιαστικού, τον καπνό του λιβανιού και την οσμή του φρεσκοσκαμμένου μποστανιού.
"Μπολιάζεις καμμιά κοπελλιά εσύ Κωστάκη;" ρωτούσε πονηρούτσικα η γιαγιά και έσκαγαν οι υπόλοιπες στα γέλια.Ήθελα να κάτσω κι άλλο αλλά με περίμεναν τα υπόλοιπα διαλοκόπελλα να πάμε να σπάσουμε κανένα τζάμι με πέτρες, να πειράξουμε (μετά φόβου) καμμιά κοπελλιά και να καπνίσουμε κρυφα μάλμπουρο.
Γελούσα ακόμη μοναχός μου κατηφορίζοντας προς την πλατεία τσ'Ασή-Γωνιάς με το Ηρώο. Σοβαρευόμουνα μόνο μπαίνοντας στο καφεπαντοπωλείο για να χοντρύνω τη φωνή  και να δώσω την παραγγελιά μου αφήνοντας στο τεζιάκι το πενηντάρικο: "θεία, ένα μάλμπουρο μαλακό".

Υ.Γ. Διάβασα κάποτε ένα βιβλίο με τίτλο "Οι Φυλακές της παιδικής ηλικίας". Εγώ μικρός δεν έκαμα πολλή φυλακή. Κι αν έκαμα, φαίνεται πως ήταν στη γυναικεία πτέρυγα γιατί δεν τηνε κατάλαβα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...