Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το κυριακάτικο Βατερλώ της Nora Bone

-->



Δεκαετία του 60. Κάπου στο Μπέρμπινχαμ.
Τα παιδιά είναι σκληρά και αδυσώπητα. Μόνο τα παιδιά δίνουν στα πρόσωπα και στα πράγματα το αληθινό τους όνομα.
Την έλεγαν Ολίβια, αλλά η έφηβη κόρη της η Σάμυ και οι κολλητές της η Ρούθ και η Τζέην, την αποκαλούσαν κοροϊδευτικά Nora Bone. Νόρα-κόκαλο. Αυτό που δεν έχω ξεκαθαρίσει είναι αν τη φώναζαν έτσι επειδή  ήταν μόνιμα κόκαλο από το ποτό ή επειδή της άρεσαν τα αντρικά, σκληρά «κόκαλα». Ή και τα δυο;
Η Νόρα διέθετε  μια τεράστια συλλογή. Από μπουκάλια και άντρες.
Ο σύζυγός της είχε πεθάνει πρόωρα αρχές της δεκαετίας του 60 όταν η Σάμυ ήταν μωρό ακόμα, από σκλήρυνση κατά πλάκας. Δε μπορούσε να κάνει πολλά μια χήρα γυναίκα μ’ ένα μωρό παιδί σε ένα χωριό στο Μπέρμπινχαμ, κι εκείνη διάλεξε χωρίς δισταγμό το χειρότερο: έπινε ασταμάτητα. Επίσης πήγαινε με τύπους που έπιναν ασταμάτητα.  Έναν από αυτούς τον βρήκε νεκρό ένα πρωΐ στο κρεβάτι της, σκασμένο από το πιόμα της προηγούμενης μέρας.
Ήταν δασκάλα, αλλά φαίνεται ότι στη δουλειά της έκρυβε πολύ καλά το «κουσούρι» της. Οι εξαρτημένοι έχουν βλέπετε τα δικά τους κόλπα. Ίσως πάλι κανένας να μην νοιάστηκε ποτέ, ποιός ξέρει;
Η Σάμυ μεγάλωνε μέσα στην αλκοολική παράνοια της μάνας της, τα άπλυτα πιάτα, τα βρώμικα σεντόνια, τα σκουπίδια και τ’αποτσίγαρα στο πάτωμα και τους εραστές της Nora Bone που μπαινόβγαιναν παραπατώντας νυχθημερόν στο σπίτι.  Μόνη ξύπναγε, μόνη έφτιαχνε πρωϊνό, μόνη ντυνόταν,  μόνη πήγαινε σχολείο όπου όμως εκεί όλα τα υπόλοιπα τα έκανε με τις κολλητές της: κοπάνες, τσιγάρα στη ζούλα και παρέες με νεαρούς άγνωστων λοιπών στοιχείων. Ήξεραν όμως να φυλάγονται από κακοτοπιές (τουλάχιστον όσες κακοτοπιές δε γούσταραν). Χωρίς πατέρα και οι τρεις, κατά κάποιον τροπο είχαν γίνει η μια πατέρας της άλλης. Μόνο που για την Σάμυ οι φίλες της ήταν και μαμάδες της.
Εκείνο το κυριακάτικο πρωϊνό συνέβη το ανέλπιστο: η Ολίβια-Nora Bone ξύπνησε νωρίς, σκούπισε και σφουγγάρισε το βρώμικο πάτωμα, καθάρισε το τραπέζι του καθιστικού, μάζεψε τα σκουπίδια και άρχισε να γεμίζει τον κάδο του πλυντηρίου στην κουζίνα με τα τσαλακωμένα, λερά σεντόνια που είχαν να πλυθούν ποιός ξέρει από πότε!
Τα κορίτσια που είχαν κοιμηθεί αποβραδίς και τα τρια εκεί, ξύπνησαν έκπληκτα από το σούσουρο της λάτρας, την ευχάριστη μυρωδιά ενός πρωϊνού με αυγά και μπέηκον και το πρωτόγνωρο για κείνο το σπίτι άρωμα των απορρυπαντικών. Ακόμα πιο ευχάριστη βέβαια ήταν η όψη μιας αγνώριστης, νηφάλιας Ολίβιας η οποία χαμογελώντας τις πληροφόρησε ότι τους ετοίμαζε για το κυριακάτικο τραπέζι ένα αρνίσιο μπούτι στο φούρνο. «Ηooray, roast lamb !!!»
Με σβελτάδα η Nora Bone έβαλε το ταψί με το γεμάτο αρωματικά βότανα μπούτι στο φούρνο γκαζιού. Σύντομα στην πανδαισία των σπιτικών αρωμάτων  προστέθηκε και εκείνο του ορεκτικού ψητού.
Έριξε το απορρυπαντικό στον κάδο του πλυντηρίου κι έκλεισε το καπάκι. Εκείνη την εποχή είχαν κάτι πρωτόγονα στρογγυλά πλυντήρια που άνοιγαν από πάνω και είχαν ένα λάστιχο για τα απόνερα που η
Nora Βone με προσοχή το στερέωσε στο νεροχύτη. Άναψε τσιγάρο και το απόλαυσε με τον καφέ και το καθαρό της μυαλό, ακούγοντας τις χαρούμενες φωνές των κοριτσιών που χαζολογούσαν μασουλώντας και τον υπόκωφο θόρυβο του κάδου που γύριζε ξεπλένοντας  τα σεντόνια από τις βρωμιές και τις ιδρωμενες αμαρτίες πολλών μηνών.
Ακούστηκε το γκλιν-γκλιν του ρολογιού του φούρνου και η Nora σηκώθηκε σαν ελατήριο για να το γυρίσει να ροδίσει από την άλλη. Έπιασε το καυτό σκεύος με κάτι πάνινα γάντια και το ακούμπησε στο νεροχύτη. Άνοιξε ένα συρτάρι και βάλθηκε να ψάχνει τη μεγάλη πηρούνα για να το πιάσει... και τότε έγινε το κακό:
Το πλυντήριο, το γαμημένο το κωλο-πλυντήριο αποφάσισε ότι ήταν ώρα να ξεράσει τα απόνερα! Ο σωλήνας στο νεροχύτη άρχισε να λούζει το αρνίσιο μπούτι με ενα δύσοσμο κιτρινόμαυρο ζουμί.  Μέχρι η Nora να ξαναβάλει τα πάνινα γάντια το μπούτι επέπλεε σαν κουράδα μέσα σε μια λίμνη που έζεχνε.
Τα κορίτσια είχαν μήνει εμβρόντητα. Η Nora δεν έχασε όμως την ψυχραμία της. Τράβηξε το πλυντήριο από την πρίζα, βρήκε επιτέλους εκείνη τη γαμημένη την πηρούνα και καρφώνοντας την στο κρέας, το σήκωσε και αρχισε να το ξεπλένει με νερό από τη βρύση. Με το άλλο χέρι άδειασε το βρώμικο ζουμί από το ταψί, και το ξέπλυνε κι αυτό. Τέλος, ξανατοποθέτησε το μπούτι με την άψητη πλευρά από πάνω και το έβαλε πάλι στο φούρνο.
Έκατσε εξουθενωμένη στην καρέκλα της, άναψε άλλο ένα τσιγάρο και ήπιε μια γουλιά απ' τον καφέ της. «Σε μια ωρίτσα θα είναι έτοιμο girls» ανακοίνωσε χαμογελώντας αγγελικά στην κόρη της και στις φίλες της.

Η Nora Bone αγαπούσε τη ζωή – με το δικό της τρόπο. Την έζησε πίνοντας, και κάνοντας έρωτα μέχρι κάποια ηλικία και κατόπιν πίνοντας και κάνοντας παλαβομάρες μέχρι τα 90 της. Η Σάμυ την έστειλε τρεις φορές για αποτοξίνωση. Και τις τρεις φορές επέστρεψε μεθυσμένη.

Πριν λίγα χρόνια όταν την έθαψε , η Σάμυ ανάσανε με ανακούφιση. Επιτέλους η οικογένεια της ήταν ευτυχισμένη.

Βάζω τη Ρουθ να μου διηγείται ξανά και ξανά  την ιστορία της Nora Bone. Γελάμε μέχρι δακρύων κάθε φορά. Είναι μια κωμική ιστορία ματαίωσης.Οι αληθινές πρωταγωνίστριες της είναι οι τρεις κολλητές φίλες.  Στη Nora Bone έτυχε ο ρόλος του αστείου κομπάρσου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...