Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Χασούν



Θεσσαλονίκη 198..
Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει ο Χασούν. Άκου μαχητής στη Μέση Ανατολή!
Βέβαια δεν έδειχνε για τέτοιος, μάλλον για μπακάλης έφερνε, απ’αυτούς που πουλάγανε στο λιμάνι της παλιάς Βυρητού κανέλλα, κάρρυ και κοκκινοπίπερο, χωμένοι σε κάτι μικρομάγαζα με ξεθωριασμένη τέντα στο δρόμο. Θα μου πείτε πως ήξερες με τι έμοιαζε ένας Λιβανέζος μπακάλης και η τέντα του μαγαζιού του. Σας απαντώ ότι επίσης ουδεμία ιδέα είχα για το πως έμοιαζε ένας ομοεθνής του πολεμιστής. Ας είναι.
Αυτό που σίγουρα ήξερα ήταν ότι δεν υπάρχουν αρχέτυπα κι ότι ένας άνθρωπος 50 με το ζόρι 55 κιλών θα μπορούσε να είναι πολεμιστής στο Λίβανο. Γιατί όχι;
Ο κολλητός μας ο Γιούσεφ που σαν καλός Μωαμεθανός ψέματα ποτέ δεν έλεγε, εκτός αν ήταν για πιοτό και χοιρινή τηγανιά, με είχε ενημερώσει ημιτελώς με όσα ήξερε:
Δυο χρόνια λέει πολεμούσε πολιορκημένος σ’ένα χωριό. Ρουκέτες, πύραυλοι, βόμβες, όλμοι, σφαίρες πέρασαν και του πήραν μερικούς φίλους του, την ακοή από το δεξί αυτί, και ένα μέρος τη γεύσης και την όσφρησης. Επίσης, οι δακρυϊκοί του αδένες είχαν αχρηστευθεί. Όπως έλεγε σκασμένος στα  γέλια ο κολλητός Γιούσεφ, “άμα θέλει να κλάψει για το γκόμενα, τρέχει φαρμακείο να πάρει κολλήριο για μάτια”. Κρανίου τόπος για ωτορινολαρυγγολόγο ήταν … το κεφάλι του.
Κανονικός στο ύψος, πολύ λεπτός και νευρώδης, με σγουρά κατάμαυρα μαλλιά, μεγάλη μύτη, φορούσε πάντα φαρδύ υφασμάτινο σκούρο μπλέ ή μαύρο παντελόνι στο οποίο είχε την αστεία συνήθεια όταν φορούσε πουλόβερ να το ζώνει σφίγγοντας από πάνω τη ζώνη. Κάπνιζε ασταμάτητα Winston αλλά σαν καλός μωαμεθανός δε έπινε αλκοόλ αλλά μόνο τσάι, δεν έτρωγε γουρούνι αλλά μόνο αρνί και κουνέλι. Οι κανόνες αυτοί είχαν παραβιαζονταν όταν δεν υπήρχε άλλη πρόχειρη εναλλακτική. Δηλαδή συνέχεια. Πάντως το κρασάκι που έστελνε η μάνα μου από την Κρήτη το έπινε μια χαρά αλλά δε θα μας χαλάσει μια τέτοια ποταπή λεπτομέρεια την εικόνα του καλού εκείνου φίλου μου.
Μόνο ένα πρόβλημα υπήρχε: Ήταν σφίγγα όταν τον ξεμονάχιαζα και τον  ρωτούσα να μου πει τι έζησε: “Πώς ήταν στον πόλεμο Χασούν, σκότωσες πολλούς Εβραίους;πότε μπήκες στον ένοπλο αγώνα;είχες βαθμό ή ήσουνα στρατιώτης;πώς τραυματίστηκες;έχεις καρφώσει κανέναν με την ξιφολόγχη;πονάς όταν τρως σφαίρα;φοβάσαι όταν πολεμάς;”
Δε μου απαντούσε αλλά τσαντιζόταν άσκημα. “Άφησε τις μαλακίες, δεν είναι καλά πράγματα αυτα να τα ρωτάς”.
“Μα δεν καταλαβαίνεις ρε Χασούν ότι έκανες κάτι σπουδαίο; Αγωνίστηκες για την πατρίδα, το σπίτι σου”.
“Το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι είσαι μαλάκας”, έλεγε φουρκισμένος και έφευγε.
“Αρνιέσαι το ηρωϊκό σου παρελθόν” του φώναξα μια μέρα μισο-αστεία μισο-σοβαρά.
“Δεν υπάρχουν ήρωες στον πόλεμο” είχε απαντήσει στυφά.
Δεν το έβαζα κάτω. Τη μια τον καλόπιανα την άλλη τον εκβίαζα. Μια μέρα του λέω: «δεν έχει ρε μαλάκα κουνέλι, άμα πάρω δέμα από την Κρητη, θα το φάω με τους υπόλοιπους κι εσύ θα φάς τ’αρχίδια μου.»
«Δεν τρώω γουρούνι ρε μαλάκα, δεν το ξέρεις;» μου πέταξε ανάβοντας ακόμα ένα τσιγάρο.

Ήρθε όμως  η αποφράδα μέρα που χώρισα με κείνη συχωρεμένη (ο Θεός μπορεί να τη συγχώρεσε, εγώ ομως ΟΧΙ) και ήμουνα να με λυπάται η ψυχή σου. Δεν πήγα στην Εστία με τους άλλους για φαγητό, δεν κατέβηκα στην "παραλία" του Λευκού Πύργου για την απογευματινή βόλτα και, το πιο ανησυχητικό, δεν έκλεψα τις παντόφλες του Γιούσεφ ούτε έριξα γιαούρτι στα παπούτσια το Μωχάμεντ. Με άλλα λόγια ήμουν ετοιμοθάνατος.
Χτύπησε την πόρτα του δωματίου μου και χαμογελώντας μου ανακοίνωσε όταν του άνοιξα: "Ήξερες ότι οι Φιλισταίοι ήταν από την Κρήτη;"
"Γαμώ την Κρήτη, γαμώ τους Φιλισταίους, γαμώ σε κι εσένα" απάντησα και πήγα να του κλείσω την πόρτα στα μούτρα. Έβαλε αντισκάρι το πόδι και δε μ'άφησε.
"Γαμώ τη φιλοξενία σου. Δε θα με κεράσεις ένα τσάι;" είπε ήσυχα.
"Οκ, αλλά να κάνεις το μουγκό. Δε θέλω κουβέντες".
"Θα φτιάξω εγώ το τσάι" με πληροφόρησε. Μπήκε στην κουζίνα και επέστρεψε με δυο ποτήρια κονιάκ Metaxa. Τριάρι.
"Δεν είχε τίποτ'άλλο κει μέσα" απολογήθηκε.
"Ο Μωάμεθ λέει να μην το πίνεις αυτό" επεσήμανα ειρωνικά.
"Ο Προφήτης δεν ήταν ποτέ καψούρης" απάντησε σοβαρά.
 "Εσύ είσαι καψούρης";
"Όχι αλλά είναι ο φίλος μου".
"Κι αυτό τι σχέση έχει μ'εσένα";
"Συμπάσχω".
"Μπα; Δεν έχεις δικιά σου καψούρα;"
"Δεν μπορω".
"Είπαμε ότι θα κάνεις το μουγκό".
"Τότε μην κάνεις ερωτήσεις".
"Αν κάνω θα απαντήσεις";
"Λέγε".
"Τι έγινε σ'εκείνη τη μάχη. Που τραυματίστηκες".
"Αυτό που έγινε: τραυματίστηκα".
"Οι Εβραίοι";
"Όχι".
"Οι Αμερκάνοι";
"Όχι".
"Τι όχι ρε μαλάκα";
"Εμφύλιος. Μας πολιορκούσαν οι δικοί μας".
"Σε πυροβολούσαν οι συμπατριώτες σου; Αυτοί σε τραυμάτισαν;"
"Το χειρότερο ήτανε ότι τους πυροβολούσα κι εγώ. Αυτό είναι που δε γιατρεύεται"
 Τότε κατάλαβα γιατί ο Χασούν δε μιλούσε για κείνη τη γαμημένη μάχη.
"Δηλαδή πολεμούσες με ομοεθνείς σου ε";
"Σκότωσα τουλάχιστον τέσσερις συμμαθητές μου απ'το σχολείο".
"Πως ζεις μετά από αυτό ρε Χασούν";
"Δε ζω, ρε Κώστα. Δε ζω πια. Άσε τώρα αυτά, πες μου τι έγινε με την Κατερίνα".
Διαλύθηκα. Μπορούσα να δω τα κομμάτια μου να αιωρούνται σαν ένας αβαρής, δύσοσμος κιμάς. Ξέχασα τα δικά μου. Τον κοίταξα ντροπιασμένος.
"Τι να σου πω κι εγώ απ' τη ζωή μου ρε Χασούν; Πάμε να βρουμε τους άλλους, ξέρω ένα μαγαζί στα Λαδάδικα με τσίπουρο που θα μας γιατρέψει όλους".

-->

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Το πορτρέτο της Μαρίνας

Ήταν η πριγκίπισσα του χωριού. Μοναχοκόρη του μεγαλοκτηματία, εμπόρου, μεταπράτη, μεσίτη, τοκογλύφου, πολιτευτή και τι δεν ήταν ο ο μπαμπάς της, κυρίου Θεοδώρου,  που είχε καταφέρει να αυγατίσει την ήδη μεγάλη περιουσία του πατρός του και να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του τόπου του. Η σύζυγός του και μητέρα της η Ασπασία, ήταν μια ευειδής αλλά κάπως τροφαντή μοσχαναθρεμένη κόρη μεγαλεμπόρου ζωοτροφών (συνεργάτη του κυρίου Θεόδωρου), που όσο η τρισχαριτωμένη κορούλα της ομόρφαινε και ψήλωνε, τόσο εκείνη ασχήμαινε και χόντραινε. Όσο για τον κύριο Θεόδωρο εκείνος συνέχισε να πλουτίζει  Έτσι είναι, τα νειάτα και η ομορφιά διαρκούν λίγο, μα η ανθρώπινη πλεονεξία δεν έχει τελειωμό. Αντίθετα με άλλους προνομιούχους, ο κύριος Θεόδωρος δεν άφηνε το χωριό για να μετοικήσει στην πόλη έχοντας υπόψιν το σχετικό ρητό περί πρωτιάς και δευτεροσύνης και απολάμβανε την πρωτοκαθεδρία του απέναντι σε αγροτοκτηνοτρόφους, εργάτες και υπαλληλίσκους οι οποίοι τον έβλεπαν σαν ένα θεσμ...

Η Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Θεσσαλονίκη 1989. Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της. Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης. Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα... Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής ...