Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στη στέρνα του Βερύκη



Ήταν ακριβως όπως τη θυμόμουνα: μικροκαμωμένη, καμπούρα, με άκρα λιανά  και στραβά σαν ελιδένια ξερόκλαδα. Οι καλοί άνθρωποι γερνώντας μοιάζουν με δέντρα, η γιαγιά μου η Μαριάννα έμοιαζε με χοντρή βελανιδιά, ετούτη εδώ η γρε Κατερίνη έμοιαζε με φτενή αγριελιά. Ακόμη και τα πολυφορεμένα ρούχα της, κάποτε μαύρα του πένθους, είχαν ξεσκοτεινιάσει από τους ήλιους κι είχαν γίνει γκρίζα σαν τη φλούδα του δέντρου.
Ακούμπησε το χεράκι στον ώμο μου κι έκατσε δίπλα μου, στο ολόμαυρο ξύλο που ήταν όλο ρόζους και χαραγματιές απέναντι από το σπίτι των Γαβαλάδων.
Κοιταχτήκαμε. Τα μάτια της κάποτε ήταν πράσινα ή γαλάζια δεν είμαι σίγουρος, αλλά ήταν ακόμη καθαρά, κάπως πονεμένα αλλά καθαρά.
-       Επήγα στο μποταμό θειά Κατερίνη σήμερω, στο Μαγκλαβά, στη στέρνα του Βερύκη.
-       Όφου παιδί μου, κατέω το, σας είδα.
-       Ήτανε και τρία εγγόνια σου εκειά, και δυο δισέγγονα.
-       Μα έπρεπε να μου φέρεις και τ’ άλλα να τα δω κι εκείνα.
-       Δεν ήτανε στο χέρι μου θειά, ξαφνικά με βάλανε στο αμάξι του Δημήτρη και με τσοι υπόλοιπους, μισοί στο κουβούκλι κι οι άλλοι μισοί στην καρότσα εκατηφορίσαμε από το τριόδιο και πήραμε την κατηφόρα.
-       Δε μπειράζει, θα τα δω άλλη φορά.
-       Ήτανε αγαπημένο σου μέρος εκείνο ε θειά;
-       Ναι, μόνο από κειά έπινα νερό. Εκατέβαινα με το κανιστράκι κάθε απόγεμα και το γέμιζα απο τη μπηγή.
-       Γιάντα, δε σ’άρεσε τση βρύσης;
-        Δεν ήτονε το ίδιο με κείνονά που έπινε η μάνα, ο κύρης και τ’αδέρφια μου εκείνω ντω καιρώ. Έπινα το κι αναστορούμουνε κι εθάρουνε ότι εδά θα προβάλει ο κύρης μου με τη μάνα μου από δίπλα στο περβόλι.
-       Ναι μα μένα μου ‘πε ο Σήφης σας ότι μια μέρα τον έστειλες να σου φέρει κι εκείνος σε μασκάρεψε και στο γέμισε από τη βρύση.
-       Ναι, είχα παραγεράσει και δεν εμπόρουνε να περπατώ και τον έπεψα με το κανιστράκι. Μα ετσά ‘ναι τα κοπέλια, βαριούνται και κάνουνε ζαβολιές κιαμμιά φορά. Μα ας έχει την ευκή μου τ’αγγόνι μου, ούλα ντ’άλλα καλά τα έκαμε, ό,τι μπόργιενε για την οικογένεια και για το χωριό ντου.
-       Ναι θειά, από καλά και πάνω. Κι έρχεται και δισεγγονάκι, της είπα κλείνοντας το μάτι.
-       Αμ ήντα θαρρείς, χαμογέλασε κοριτσίστικα η γρέ.
-       Θυμάσαι απού μας έπιασες με το Νικάκι σας να καπνίζουμε στο σπίτι μια μέρα που οι άλλοι έλειπαν; Σε έβγαλε σπρωχτή όξω ο Νίκος και συνεχίσαμε να φουμάρουμε εκείνο το Καρέλια που είχαμε κλέψει από τον πατέρα του το Βαγγέλη, κι ύστερα κάτσαμε τρέμοντας γιατί νομίζαμε ότι θα το μαρτυρήσεις; Μα εσύ δε το μαρτύρησες!
Εβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου.
-       Κι ανέ το ‘λεγα θα σταματούσατε να φουμέρνετε μπρέ χαΐνηδες;
-       Όχι θειά.
-       Ε, γι’αυτό. Κακό πράμα οι τζάμπα μάνητες.
-       Να ρωτήξω κι ένα άλλο μπράμα θειά;
-       Ότι θες, γι’αυτό δεν ήρθα;
-       Η μάνα μου έλεγε ότι σε άκουσε μια φορά που κατέβαινες στη στέρνα, να στέκεσαι δίπλα στην πηγή και να κάνεις μετάνοιες: «Ο Θεός να βλέπει το Βαγγέλη μας, ο Θεός να βλέπει τη Μαρία μας, ο Θεός να βλέπει το Σήφη μας, ο Θεός να βλέπει το Γιώργη μας, ο Θεός να βλέπει το Δημήτρη μας»  κ.ο.κ. και μετά έπιανες τσοι νεκρούς «Ο θεός να συχωρέσει τση μάνας μου, ο Θεός να συχωρέσει του πατέρα μου» και συνέχιζες τη νεκρολογία για ώρα. Μα δεν είχενε τόπο η εκκλησία να κάμεις τσοι δεήσεις σου;
-       Ο Θεός είναι εκειά που τονε φωνιάζεις κοπέλι μου, κι απόεις ήντα να κάθομαι να κράζω μπροστά στσοι υπόλοιπους; Ανέ το κάνανε ετσά ούλοι η λειτουργία ‘θελά κρατούσενε μιαν εβδομάδα.
-       Σωστά. Μα ένα μπράμα δεν εκατάλαβα, για σένα δεν έκανες δέηση;
-       Εκατό χρονώ γυναίκα ήντα ήθελες να ζητήξω του Θεού, κιανένα γαμπρό ή κιανένα καινούριο φουστάνι;
Τώρα ήταν η σειρά μου να γελάσω, μα ύστερα κάτι θυμήθηκα και μου κόπηκε το γέλιο. Σοβάρεψα απότομα, εκείνη το κατάλαβε κι έσκυψε ν’αφουκραστεί την επόμενη ερώτηση:
-       Δεν είναι κρίμα που Εκείνος δεν εισάκουσε ούλες σου τσοι ευχές και τσοι δεήσεις θεια Κατερίνη; Που δε φρόντισε για όλα όσα Του ζήτησες;
Άφησε το χέρι μου και έσιαξε τη ρόμπα της στο γόνατο. Μια κίνηση που θύμιζε ντροπαλή κοπελιά. Το βλέμα της στάθηκε πάνω στο χέρι της που ίσιωνε το σαρακοφαγωμένο ύφασμα.
-       Ο Θεός αντράκι μου δε κάνει ετσά τσοι δουλειές Του. Δεν είναι έμπορας μεταπράτης να δίνει και να παίρνει, έχει δικά Του ζύγια. Μας αφήνει να ζητήξουμε ό,τι θέλουμε αλλά κι Εκείνος  δικαιούται με τη δική Ντου σειρά να δώσει ό,τι θέλει. Ο Θεός που έκαμε τη Πρόσθεση και τον Πολλαπλασιασμό ο ίδιος έκαμε την Αφαίρεση και την Διαίρεση. Κι ύστερα, όποιον παίρνει από επαέ τον έχει κοντά Του. Που θαρρείς είναι πλια καλλιά, επαέ ή δίπλα Του;
-       Δε γκατέω θειά Κατερίνη.
-       Εγώ κατέω, και ούλα είναι σωστά κι όπως πρέπει σιαγμένα.
Να ‘το ξανά εκείνο το κοριτσίστικο χαμόγελο. Σχεδόν περιπαιχτικό και καθησυχαστικό ταυτόχρονα.
-       Να τση πεις ότι τη σκεφτόμαστε.
-       Κατέει το αγάπη μου.
Κι αυτός ήταν ο τελευταίος της λόγος. Ξαναστηρίχτηκε με το λιανό χεράκι στον ώμο μου, σηκώθηκε με έναν ελαφρύ αναστεναγμό και απομακρύνθηκε με σίγουρο βάδισμα. Χωρίς να καμπουριάζει.
           


-->

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Το πορτρέτο της Μαρίνας

Ήταν η πριγκίπισσα του χωριού. Μοναχοκόρη του μεγαλοκτηματία, εμπόρου, μεταπράτη, μεσίτη, τοκογλύφου, πολιτευτή και τι δεν ήταν ο ο μπαμπάς της, κυρίου Θεοδώρου,  που είχε καταφέρει να αυγατίσει την ήδη μεγάλη περιουσία του πατρός του και να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του τόπου του. Η σύζυγός του και μητέρα της η Ασπασία, ήταν μια ευειδής αλλά κάπως τροφαντή μοσχαναθρεμένη κόρη μεγαλεμπόρου ζωοτροφών (συνεργάτη του κυρίου Θεόδωρου), που όσο η τρισχαριτωμένη κορούλα της ομόρφαινε και ψήλωνε, τόσο εκείνη ασχήμαινε και χόντραινε. Όσο για τον κύριο Θεόδωρο εκείνος συνέχισε να πλουτίζει  Έτσι είναι, τα νειάτα και η ομορφιά διαρκούν λίγο, μα η ανθρώπινη πλεονεξία δεν έχει τελειωμό. Αντίθετα με άλλους προνομιούχους, ο κύριος Θεόδωρος δεν άφηνε το χωριό για να μετοικήσει στην πόλη έχοντας υπόψιν το σχετικό ρητό περί πρωτιάς και δευτεροσύνης και απολάμβανε την πρωτοκαθεδρία του απέναντι σε αγροτοκτηνοτρόφους, εργάτες και υπαλληλίσκους οι οποίοι τον έβλεπαν σαν ένα θεσμ...

Η Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Θεσσαλονίκη 1989. Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της. Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης. Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα... Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής ...