Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Careful with That Axe, διάολε!


Ήρθε πάλι ο διάολος να με πάρει οψές το βράδυ.
- Καλώς τον φώναξα, κρύβοντας στον εύθυμο χαιρετισμό το φόβο μου. Θα πιείς κάτι;
- Όχι, απάντησε, την άλλη φορά με μέθυσες με καυτερή τσικουδιά και λησμόνησα τον αντικειμενικό μου σκοπό.
- Δεν το ΄ θελα, είπα δήθεν ενοχλημένος. Δικαιούμαι μια τελευταία επιθυμία όπως γνωρίζεις, του θύμισα. Ας ακούσουμε ένα τραγουδάκι.
- Πφφφφ, θα μου βάλεις πάλι "το θάνατο του λυράρη" του Μουντάκη και θα με πάρουν ξανά τα δάκρυα και θα φύγω για άλλη μια φορά άπραγος και ντροπιασμένος.
- Ντάξ, δε θα βάλω κρητικά αφού έχεις κι εσύ τις ευαισθησίες σου.
- Δε θα βάλεις ελληνικά γενικώς διότι μου κάνουν την καρδιά μαλακή σαν ανθόγαλο.
- Δεν έχεις καρδιά.
- Έχω, αλλά όχι πάντα...
- Οκ, να βάλω ένα ροκ παλιό; Είναι από το soundtrack της ταινίας Zabriskie Point του Michelangelo Antoniοny. Τι μπορεί να σου κάνει η μουσική ενός φιλμ;
- Καλή ιδέα, αλλά μη νομίζεις ότι θα μου την ξαναφέρεις.Στην τελευταία νότα σε πήρα και πας καλιά σου, κατάλαβες σκουλήκι;
Έβαλα στο πικ-απ το Ummagumma των Pink Floyd. Διάλεξα από την Α' πλευρά το 2ο κομμάτι: "Careful with That Axe, Eugene".
Πρόκειται για την ιστορία δyο φίλων σ'ένα δάσος. Ο ένας κόβει ένα δένδρο με ένα τσεκούρι κι ο άλλος κάθεται απέναντί του φωναζοντάς του να προσέχει μ'αυτό το επικύνδυνο εργαλείο.
Το τύμπανο του Nick Mason υποδύεται το τσεκούρι του Eugene και ο Roger Waters τον φίλο του που με αγωνία προειδοποιεί: "Πρόσεχε με αυτό το τσεκούρι, Eugene".
Ξαφνικά ακ΄ούγεται μια τρομακτική κραυγή που βγάζει ο τελευταίος γιατί χτυπήθηκε από το τσεκούρι. Η δεύτερη κραυγή είναι από τον ίδιο τον Eugene, που συνειδητοποίησε ότι μόλις σκότωσε τον φίλο του.
Όση ώρα διαρκούσε το περίπου εννιάλεπτο κομμάτι ο διάολο στεκώταν όρθιος και με κοιτούσε. Μόνο στο άκουσμα της δεύτερης κραυγής έπιασε την άκρη του λεπτοδουλεμένου του χιτώνα και την έσφιξε. Τα κότσια των κόκκινων χεριών του έγιναν άσπρα από την ένταση.
Το κομμάτι τελείωσε και πάτησα το στοπ του πικ απ. Ο δίσκος σταμάτησε να γυρίζει. Τον κοίταξα.
- Και τώρα τι; ψέλισα.
Απάντησε με ερώτηση:
- Το ήξερες ότι αυτό το κομμάτι βασίζεται στον αρχαίο ελληνικό "φρυγικό τρόπο";
- Ναι, αλλά μου διαφεύγει το πώς είναι ελληνική μια κλίμακα που έφτιαξαν οι Φρύγες;
- Ο πολιτισμός δεν είναι κανενός ηλίθιε. Τα ονόματα υπάρχουν μόνο για λόγους πρακτικούς, δεν υπονοούν απαραίτητα ιδιοκτησία, μόνο μια θαμπή προέλευση.
- Κάποιοι έφτιαξαν τον πολιτισμό.
- Όλοι φτιάχνουν πολιτισμό.
- Γιατί;
- Για να διασκεδάσουν το γεγονός ότι σύντομα θα πάψουν να υπάρχουν.
- Από πότε άρχισε αυτό;
- Ανέκαθεν έτσι ήταν. Δε θα σου κάνω ιστορία της Τέχνης βραδιάτικα.
- Εντάξει, τότε πες μου γιατί δάκρυσες πάλι; Σε συγκίνησε το κομμάτι; Σου θύμισε ο Φρύγιος παλιές καλές εποχές;
- Με συγκίνησαν οι Pink Floyd και η αθανασία της Τέχνης.
- Γιάντα;
- Διότι καθιστούν τη δουλειά μου μάταιη.
- Να το πεις του Roger Waters όταν θα πας να τον "διεκπεραιώσεις".
- Κάνεις χιούμορ κωλόπαιδο;
- Να σου δώσω κάτι πριν φύγεις, γιατί δε με βλέπω να σ'ακολουθώ απόψε;
- Θα εκτιμούσα αν μου χάριζες εκείνο το μπουκάλι με την τσικουδιά που έχεις στην κατάψυξη.
- Να κάνουμε πρώτα εβίβα δυο ποτηράκια και στη χαρίζω την υπόλοιπη.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...