Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό
ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι
αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής:
“Εις του Βαρσάμου το νερό,
χρυσό δενδρί εφάνη
Κι εις τη
σκιανιάδα του δεντρού
Οζά ήταν
σταλισμένα.
Τρεις κλέφτες
επεράσανε
τρεις κλέφτες
επερνούσα’
Κάθουνται και
ξανοίγουν’τα
στέκουνται και
μετρούν’τα.»
Εκατάλαβες; τω
παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε
κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι
και το θαυμάζανε και λέγανε:
«Για δες οζά για
δες αρνιά
για δες κριγιούς
μπροστάρους
Για προβατοσκλάβερα
ασημικά ραμένα»
‘Οι – όι μρε σα ντου
ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια,
εκατάλαβες;
Και ξανοίγουνε
απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει
ένας κατεχάρης:
«Τούτα δεν είναι Σφακιανά,
ούτε κι από τα
Ανώγεια,
Μον’είναι των εννιά αδερφώ
των αναγυρισμένω.»
Των αναγυρισμένω,
εκατάλαβες, ε Κωστή;
«Απού ‘ναι οι
τρεις γραμματικοί
κι οι πέντε
καπετάνιοι
κι έχουν το
Γιώργη για βοσκό
κι έχει και το
σπαθάκι ντου ψιλάν ακονισμένο»
Στο σημείο αυτό
τόνιζε τη λέξη «Γιώργη» ενώ στη λέξη «σπαθάκι» όρθωνε απότομα την πλάτη και
τέντωνε προς τα έξω το στήθος σαν Στρατηγός σε παρέλαση για να καταλήξει ηρωϊκά
στο τελευταίο μέρος:
«Τρία βουνά ‘χουν
χειμαδειά
Στο’να βουνό
τ’αρμέγουνε
Στ’άλλο
τυροκομούνε
Στο τρίτο χύνουν
το χουμά,
τη θαλασσα
πλησιαίνουν.»
Ο Βαγγέλης μύριζε
τσικουδιά, Καρέλια και τσιμέντο -λόγω δουλειάς. Λαλούσε μια πράσινη «Ατλας»
τρίκυκλη σκαφτικιά, όπου πάνω της έμαθαν να οδηγούν οι τέσσερις γυιοί του.
Μια φορά τράκαρε με τον έναν του γυιό που καβαλούσε ένα Sachs στη μεσοχωριά. Όταν είδε ότι ούτε ο νεαρός ούτε το μοτοσακό δεν έπαθαν τίποτα του είπε αυστηρά: "Ξάνοιγε μπρε μην το χαλάσεις του δαιμόνου το εργαλείο". Τέρας ψυχραιμίας!
Μια φορά τράκαρε με τον έναν του γυιό που καβαλούσε ένα Sachs στη μεσοχωριά. Όταν είδε ότι ούτε ο νεαρός ούτε το μοτοσακό δεν έπαθαν τίποτα του είπε αυστηρά: "Ξάνοιγε μπρε μην το χαλάσεις του δαιμόνου το εργαλείο". Τέρας ψυχραιμίας!
Γνώρισε πολλές
χαρές και μια μεγάλη, αβάσταχτη λύπη. Το
χιούμορ του δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Πονηρό αλλά ποτέ χυδαίο.
Ο Βαγγέλης
λάτρευε τους στίχους. Δεν τραγουδούσε ποτέ (τουλάχιστον εγώ δεν τον άκουσα), αλλά θυμότανε πολλά από εκείνα τα
ριζίτικα και άλλα δημοτικά της Κρήτης που διαδίδονται στόμα με στόμα εδώ και
εκατοντάδες χρόνια και μου έκανε θαυμασιες απαγγελίες διανθισμένες από διάφορα
δικά του σχόλια.Σαν παλιός
παραμυθάς . Έχω όμως την υποψία ότι και ο ίδιος ήταν ποιητής.
Μια φορά μου απάγγειλε
ένα καταπληκτικό ποίημα το οποίο έλεγε για ένα φρεσκοπαντρεμένο νεαρό ζεύγος,
όπου ο άντρας φεύγει για τον πόλεμο και λείπει πολλά χρόνια. Στον καιρό του
χωρισμού κι οι δυο φαντάζονταν το ξανασμίξιμό τους γεμάτοι πάθος και αδημονία.
Όταν όμως πλέον εκείνος γυρίζει ασπρομάλλης πια, βρίσκει τη δέσποινα των
λογισμών του μαραμένη σαν τον ίδιο. Κι αντί να ζήσουν εκείνο το αργοπορημένο σμίξιμο
σαν δυο στερημένοι εραστές, «εθέσανε να
κοιμηθούνε στο τέλος Κωστή σαν τ’αδέρφια».
«Κι έχουν το
Γιώργη για βοσκό Κωστή» μου φώναζε όταν μ’έβλεπε να φτάνω στο χωριό. Κι εγώ του απαντούσα γελώντας «κι έχει και το
σπαθάκι ντου, ψιλάν ακονισμένο Βαγγέλη»!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου