Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ένας Σαξοφωνίστας Από την Κούβα




Τον γνώρισα στην Αβάνα. Όχι της Κούβας αλλά του Ψυχικού. Γεννήθηκε στην Αβάνα. Όχι του Ψυχικού αλλά της Κούβας. Τον λένε Ανάρντο. Μαύρος, ωραίος, ευθυτενής, λεπτός και μυώδης σαν κάτι ανδριάντες που βλέπεις σε μουσεία. Κρατούσε μια θήκη σαξοφώνου.
“Τι μουσική παίζεις”; ρώτησα.
“Paco de Lucia κυρίως» αποκρίθηκε.
«Paco de Lucia στο σαξόφωνο»; Γέλασα, «πώς κι έτσι»;
«Ξεκίνησα να παίζω κιθάρα μικρός, έτσι έγινε. Μας έστελναν τότε από τη Ρωσία, ανάμεσα στα άλλα είδη και κάτι χοντροκομένες κιθάρες, με χορδές ατσάλινες, σκληρές που μας έτρωγαν τα δάκτυλα. Ο πατέρας μου έφερε μια, αλλά εγώ τότε σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο κάτι άλλο και δεν ήξερα μουσική. Πήγα σε έναν καθηγητή μου που είχα ακούσει ότι έπαιζε ερασιτεχνικά σε ορχήστρα σε “social-club” και του ζήτησα να μου μάθει. Μου είπε ότι έπρεπε να κάνουμε μαθήματα κάθε εβδομάδα. Εγώ απάντησα ότι δεν είχα χρόνο γιατί διάβαζα για το Πανεπιστήμιο. Έτσι μου έδειξε 5 συγχορδίες. Μαγεύτηκα. Όταν δεν είχα άλλη δουλειά κλεινόμουνα σπίτι και έπαιζα ξανά και ξανά τις συγχορδίες. Ντο  ρε, φα, σολ, σι ματζόρε. Ύστερα έκανα παραλλαγές, τις ταίριαζα με μελωδίες που άκουγα στο δρόμο ή στο ραδιόφωνο και αυτοσχεδίαζα. Πέρασαν δυο χρόνια. Μετά βαρέθηκα, ήθελα κι άλλο. Ξαναπήγα στο «δάσκαλο». Δείξε μου κι άλλα του ζήτησα. Απάντησε, σου έδειξα 5 συγχορδίες κι εξαφανίστηκες για 2 χρόνια, τώρα πόσο θα λείψεις; Όσο χρειαστεί, του είπα και του έδωσα την κιθάρα. Δυο ώρες αργότερα έφευγα από το σπίτι του πετώντας.  Παράτησα το Πανεπιστήμιο, δούλευα όπου εύρισκα και σχολώντας επέστρεφα στην κιθάρα μου. Τώρα πια έπαιζα σχεδόν τα πάντα. Μια μέρα στο ραδιόφωνο άκουσα Paco de Lucia. Αυτό ήταν. Κόλλησα!
Ένα βράδυ περνώντας από έναν δρόμο είδα έναν τύπο να παίζει σαξόφωνο.. Σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα στον κόσμο. Στάθηκα μπροστά του κι άρχισα να κλαίω. Λϊγες μέρες αργότερα κατάφερα να δώσω την κιθάρα και κάτι λεφτά που είχα και απόκτησα το πρώτο μου σαξόφωνο. Άλτο.  Καταχτυπημένο και θαμπό στο χρώμα και στον ήχο. Το αγάπησα σαν γυναίκα. Πιο μετά την έκανα από την Κούβα με ένα παλιοκάραβο. Κοντέψαμε να πνιγούμε, αλλά τελικά φτάσαμε στην Αμερική”.
“Γιατί έφυγες από την πατρίδα”;
“Δε θυμάμαι” απάντησε υπεκφεύγοντας όχι και τόσο διπλωματικά.
Δεν επέμεινα για να τον αφήσω να συνεχίσει:
“Μετά την Αμερική πέρασα στην Ευρώπη με μόνη μου περιουσία το σαξόφωνο. Από τότε ζω παίζοντας από δω κι από κει σε διάφορες χώρες. Είμαι καλός κι έτσι η δουλειά δε μου λείπει. Ευτυχώς υπάρχει το ιντερνετ κι έχω κάνει γνωριμίες. Έπαιζα Βαρκελώνη σε μαγαζί πέρσι, τώρα είμαι ΑΘήνα, τον άλλο μήνα πάω Δουβλίνο”.
“Ελπίζω να ξανάρθεις Αθήνα για να έρθω να σε ακούσω”.
“Κι εγώ το ελπίζω”.
“Να έρθω να σε ακούσω”;
“Όχι, να ξανάρθω στην Αθήνα”.

Υ.Γ. Ο Ανάρντο όταν μιλά για μουσική αλλάζει έκφραση. Ενώ νομίζεις ότι σε κοιτάζει στα μάτια, αν προσέξεις καλύτερα, θα καταλάβεις ότι το βλέμα του σε διαπερνά αδιάφορα σα να είσαι διάφανος και εστιάζει σε κάτι μακρινό που μόνο εκείνος βλέπει. Ένας αληθινός καλλιτέχνης.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Παίχτης

Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο πατέρας μου έπαιρνε το μεγάλο τετράγωνο τραπέζι της κουζίνας μας και το έβανε στο κέντρο του καφενείου, άπλωνε τη μεγάλη πράσινη τσόχα (εδώ κι εκεί τρύπια πό τις κάφτρες των τσιγάρων) κι ετοίμαζε την πρωτοχρονιάτικη μπαρμπουτιέρα. Αφού αράδιαζε τις καρέκλες γύρω-γύρω, έβγαζε από την κρυψώνα τα μεγάλα λευκά ζάρια και τα απίθωνε στη μέση του τραπεζιού. Τη διαδικασία παρακολουθούσαν ανέκφραστοι κι αμίλητοι οι γέροι που στριμωγμένοι γύρω από την ξυλόσομπα προσπαθουσαν να ζεσταθούν. Καθώς έπεφτε το βράδυ εορταστικό και ειρηνικό οι παίχτες έπαιρναν ένας-ένας τη θέση τους. Δεν ήταν μόνο οι "καθ'έξιν" κουμαριτζήδες αλλά και οι αποδέλοιποι που έπαιζαν ζάρια "για το καλό του χρόνου". Αρχή κάναμε εμείς τα πιτσιρίκια που εκπαιδευόμασταν στα ήθη των παιγνίων παίζοντας στα ζάρια γαριδάκια, σοκολάτες και κάτι δραχμές κερδισμένες από τα χαρτζιλίκια ή τα κάλαντα. Ύστερα έρχονταν οι "μεγάλοι". Ξεκινούσαν με κάτι ταλαιπωρημένα μπλέ πενη...

Βίλμα

Ο λόγος που χάζευα τη Βίλμα ήταν το βλέμα της. Όχι γιατί παρά τα περίπου 90 χρόνια της παρέμενε ακόμα κοριτσίστικο (ζωηρό και περίεργο σα να αντίκρυζε για πρώτη φορά τον κόσμο) αλλά επειδή ήταν ονειροπόλο. Όταν η ματιά της σηκωνόταν για να κοιτάξει κάπου μακριά, έλαμπε με μια ακατανόητη ένταση και έχανε το απόκοσμο φως της μόνο όταν ξανάπεφτε πάνω στα κοντινά πράγματα ή στον συνομιλητή της - εν προκειμένω εμένα.Τώρα ήμουν εγώ ο υπνωτισμένος. Της πήρε λιγότερο από μισό δευτερόλεπτο να επιστρέψει από την ονειροπόληση στο καφενείο του "Σφακιανού" όπου καθόμασταν και στην αρχινημένη κουβέντα μας. - Ωραίο βράδυ Κώστα. Γλυκό. Είναι ωραία η Νίσυρος το καλοκαίρι. Λάτρεψα το Μανδράκι από την πρώτη μέρα που ήρθα νιόπαντρη με το συχωρεμένο τον Πανάγο. Ξαφνικά το βλέμα της έγινε γκρίζο. - Ο Γιάννης μου έλεγε ένα τραγούδι, είπα προσπαθώντας να διώξω το σύνεφο. "Του ποταμού μας το νερό βρέχει δε βρέχει τρέχει ωραία το Μανδράκι μας κορίτσια που τα έχει". - Πρέπει να ίσχυε το ίδιο ...

Εις του Βαρσάμου το νερό χρυσό δεντρί εφάνη...

Μπρε, Κωστή, εδά θα σου μάθω ένα βυζαντινό, ναι, βυζαντινό ριζίτικο, απού μου το ‘χε μαθωμένο ο Βενοσίφης κι αυτηνού ο παππούς του κι αυτηνού ο προπάππους του και πάει ετσά λοής: “Εις του Βαρσάμου το νερό, χρυσό δενδρί εφάνη Κι εις τη σκιανιάδα του δεντρού Οζά ήταν σταλισμένα. Τρεις κλέφτες επεράσανε τρεις κλέφτες επερνούσα’ Κάθουνται και ξανοίγουν’τα στέκουνται και μετρούν’τα.» Εκατάλαβες; τω παλιώ γκαιρώ εγυρίζανε πέρα – πόδε κλέφτες και ξανοίγανε μη μπανα βρούνε κιανένα κουράδι αφύλαχτο, ναι Κωστή ακούς; Και ξανοίγανε απού λες το κουράδι και το θαυμάζανε και λέγανε: «Για δες οζά για δες αρνιά για δες κριγιούς μπροστάρους Για προβατοσκλάβερα ασημικά ραμένα» ‘Οι – όι μρε σα ντου ξεγηβεντισμένου του –τάδε- απού τα τζουμπροδένει ο γουρσούζης με τέλια και σπαούλια, εκατάλαβες; Και ξανοίγουνε απού λες να δούνε από τσοι σαμές τίνος είναι τα οζά μα δε ξεχωρίζουνε και τονέ λέει ένας κατεχάρης: «Τούτα δεν είναι Σφακιανά, ούτε κι α...