Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Club 27

Ήρθα πάλι, μου λέει ο διάβολος. Αυτή τη φορά δε γλιτώνεις. Σε παίρνω, δε σ'αφήνω. Ούτε τραγούδι θα μου βάλεις ν'ακούσω, ούτε τσικουδιά να πιω. Ετοιμάσου, συγυρίσου, φεύγουμε.
Τώρα άκουγα ένα γνωστό σου αντέτεινα με ψεύτικη ψυχραιμία, (είχα χεστεί απάνω μου).
Σοβαρά; αντιγύρισε ειρωνικά. Ποιόν; Έχω πολλούς γνωστούς.
Robert Johnson τον έλεγαν, κι ακούγεται πως εσύ του 'μαθες να παίζει κιθάρα.
Έχασε το κέφι του ξαφνικά. Πφφφ, εγώ; τίποτα δεν του έμαθα. Καθισμένος μια βραδιά σε έναν τάφο έπαιζε με έναν άλλον τόσο συγκινητικά που στάθηκα δίπλα τους και άκουγα. Στο τέλος τον παρακάλεσα να μου δείξει δυο-τρια πατήματα.
Και σου 'δειξε; Ρώτησα.
Όχι, απάντησε. Μου είπε ότι αυτά δεν είναι για μένα, τράβηξε με τα ακροδάχτυλα μια παράξενη συγχορδία και έφυγε.
Κι εσύ τι έκανες;
Τίποτα. Εξαφανίστηκα και τον ξαναβρήκα μετά από 9 χρόνια.
Και τον πήρε ο διάολος που λένε είπα γελώντας.
Ακριβώς αυτό, γέλασε κι εκείνος.
Και τώρα τι κάνουμε;
Δεν τα 'παμε; Φεύγεις. Τέρμα τα κόλπα.
Μια ερώτηση μόνο.
Λέγε.
Γιατί τον πήρες στα 27 μαζί με όλους τους άλλους - μην τα λέμε τώρα, ξέρεις ποους λέω.
Πιστεύεις ότι τους πήρα επειδή ήταν ταλαντούχοι, χαρισματικοί και δεν ξέρω τι άλλη μαλακία λένε;
Εσύ θα μου πεις.
Ο διάολος στάθηκε μπροστά μου, χαμήλωσε το πρόσωπό του στο δικό μου, η ανάσα του μύριζε λεβάντα.
Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να φύγουν εκείνη την ώρα, ακριβώς πριν την πραγματική έκρηξη του χαρίσματος που είχαν την ατυχία να διαθέτουν.
Γιατί;
Τι γιατί; Θυμάσαι το μύθο του Προμηθέα;
Ναι;
Να τον μελετήσεις.Ξανά. Δεν ήταν μύθος.
Άμα με πάρεις πως θα τον μελετήσω;
Δε θα σε πάρω.
Γιατί;
Τι γιατί βρε ηλίθιε; Γιατί μ'αρέσει που ρώτησες!
Γιατί;
Γιατί ο Θεός μισεί τις ερωτήσεις.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η κηδεία και η βάφτιση του Λοχία Φώλκερ

    Φραγκφούρτη, τέλη 20ου αιώνα. Το σελφ-σέρβις ήταν γεμάτο από πελάτες που όπως κι εγώ εργάζονταν σε κάποια από τις γύρω εταιρίες. Αφού άδειαζαν   βιαστικά το πιάτο τους, άλλοι το ξαναγέμιζαν από τον μπουφέ   κι άλλοι όχι, ρούφαγαν με ικανοποίηση το εθνικό ποτό της Γερμανίας δηλαδή νερό με μπουρμπουλήθρες -οι πιο μερακλήδες έπαιρναν κόκα-κόλα,   κι έφευγαν για να επιστεγάσουν τη μεσημεριάτικη   απόλαυση με ένα τσιγαράκι και κάμποσα ρεψίματα πριν επιστρέψουν στα γραφεία τους. Δεν ήταν συνηθισμένο να πίνεις αλκοόλ στο Mittagspause   αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να ανταγωνιστώ την αξιοθαύμαστη εγκράτεια των κατοίκων της χώρας που είχε την τιμή να με φιλοξενεί, και όπως πάντα απολάμβανα μια παγωμένη μπυρίτσα, πρώτον για να ηρεμήσει το πνεύμα μου από τον εργασιακό τάραχο και δεύτερον για να προετοιμάσω κατάλληλα το στομάχι μου για την επόμενη μπυρίτσα. Αντιλήφθηκα κάποια βλέμματα αποδοκιμασίας αλλά με παράτησαν γρήγορα καθώς ήξεραν ότι με όσες μπύρες και να ...

Το πορτρέτο της Μαρίνας

Ήταν η πριγκίπισσα του χωριού. Μοναχοκόρη του μεγαλοκτηματία, εμπόρου, μεταπράτη, μεσίτη, τοκογλύφου, πολιτευτή και τι δεν ήταν ο ο μπαμπάς της, κυρίου Θεοδώρου,  που είχε καταφέρει να αυγατίσει την ήδη μεγάλη περιουσία του πατρός του και να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του τόπου του. Η σύζυγός του και μητέρα της η Ασπασία, ήταν μια ευειδής αλλά κάπως τροφαντή μοσχαναθρεμένη κόρη μεγαλεμπόρου ζωοτροφών (συνεργάτη του κυρίου Θεόδωρου), που όσο η τρισχαριτωμένη κορούλα της ομόρφαινε και ψήλωνε, τόσο εκείνη ασχήμαινε και χόντραινε. Όσο για τον κύριο Θεόδωρο εκείνος συνέχισε να πλουτίζει  Έτσι είναι, τα νειάτα και η ομορφιά διαρκούν λίγο, μα η ανθρώπινη πλεονεξία δεν έχει τελειωμό. Αντίθετα με άλλους προνομιούχους, ο κύριος Θεόδωρος δεν άφηνε το χωριό για να μετοικήσει στην πόλη έχοντας υπόψιν το σχετικό ρητό περί πρωτιάς και δευτεροσύνης και απολάμβανε την πρωτοκαθεδρία του απέναντι σε αγροτοκτηνοτρόφους, εργάτες και υπαλληλίσκους οι οποίοι τον έβλεπαν σαν ένα θεσμ...

Η Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου

Θεσσαλονίκη 1989. Δεν μου καλο-ήρθε που ο Μωχάμαντ αρραβωνιάστηκε την Α. Όχι επειδή εκείνος ήταν Παλαιστίνιος κι εκείνη Ελληνίδα, αλλά γιατί τόσους μήνες που τους ήξερα τη μια μέρα ήταν μαζί και την άλλη ήταν σκοτωμένοι.Όχι ότι δεν αγαπιόντουσαν, κάθε άλλο νομίζω, αλλά ήταν κι οι δυο δύσκολοι χαρακτήρες, κακοτράχαλοι. Από τη μια ο ζόρικος ανατολίτης κι από την άλλη η αυτάρχω κρητικιά που δε σήκωνε ούτε μυγοπόδαρο στο σπαθί της. Επίμονες, κυριαρχικές φύσεις που έκαναν ο ένας δύσκολη τη ζωή του άλλου, για μια τελευταία κουβέντα, μια κοφτή ματιά ή ένα νεύμα ειρωνικής συγκατάβασης. Η Α. ήταν από τα πρώτα άτομα που με καλοσώρισαν στη Θεσσαλονίκη εκείνο το Φθινόπωρο. Φαίνεται ότι δεν είχα συνηθίσει μακριά από την οικογένεια και βρήκα στο πρόσωπό της μια άλλη αδερφή. Ή μια μάνα... Δε μου χάριζε κάστανο. "Κατσανδρεδάκη, κουμμούνι, είσαι ο πλιό μαλάκας τση Ένωσης Κρητών Φοιτητών από καταβολής της" μου έλεγε όταν τη φούρκιζα. "Κι εσύ είσαι η κακιά μάγισσα της φοτητικής ...